Του Παναγιώτη Πάλλη,
Η συγκεκριμένη σειρά άρθρων είναι εμπνευσμένη από την πρωτοπόρα μελέτη της Ιστορικού του Βυζαντίου και καθηγήτρια του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αικατερίνη Νικολάου, και αφορά τις ερωτικές σχέσεις ανάμεσα στα αυτοκρατορικά ζευγάρια, τα οποία καθόρισαν, το καθένα με τον τρόπο του, την πορεία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δείχνει πώς ο έρωτας μπορούσε να στιγματίσει όχι μόνο πρόσωπα, αλλά και ολόκληρες αυτοκρατορίες. Η πρώτη μας ιστορία έχει ως κεντρικά πρόσωπα τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’, εγγονό του Θεοδοσίου Α’, γενάρχη της Θεοδοσιανής δυναστείας, την γυναίκα του Αθηναΐδα – Ευδοκία και τον επιστήθιο φίλο του Παυλίνο.
Βρισκόμαστε στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. όταν ο Θεοδόσιος, έχοντας στεφθεί αρχικώς συμβασιλέας του πατέρα του Αρκάδιου (σε βρεφική ηλικία), τον οποίο όμως έχασε πολύ νωρίς, έφτασε σε ηλικία γάμου. Η αδερφή του Πουλχερία, Αυγούστα τότε μέχρι να αναρρηθεί ο Θεοδόσιος στον θρόνο, η οποία είχε ταυτοχρόνως αναλάβει την ανατροφή και την εκπαίδευσή του, ανέλαβε και την «εύρεση» νύφης για τον κατά δύο χρόνια μικρότερο αδελφό της, ένα εγχείρημα στο οποίο συνέβαλε και ο παιδικός φίλος του αυτοκράτορος, ο Παυλίνος. Ο Θεοδόσιος είχε ζητήσει από την Πουλχερία να του βρει μια γυναίκα η οποία θα ήταν όμορφη, με ευγενικούς τρόπους και ήθος, αδιαφορώντας για την καταγωγή της. Εκείνη την περίοδο έτυχε να βρίσκεται στην πρωτεύουσα η Ελληνίδα (ειδωλολάτρισσα) Αθηναΐς, από την Αθήνα. Η νεαρή κοπέλα είχε φτάσει στην Κωνσταντινούπολη με την θεία της ούτως ώστε να διεκδικήσει το μερίδιο που της άρμοζε από την οικογενειακή περιουσία, ελπίζοντας πως, μετά τον θρίαμβο εναντίον των αδερφών της (οι οποίοι είχαν μοιραστεί την περιουσία του πατέρα τους Λεόντιου), θα γυρνούσε στον τόπο της.

Εν τω μεταξύ, η Πουλχερία, ούσα τότε στην διαδικασία εύρεσης νύφης για τον αδελφό της, συνάντησε την μικρή Αθηναΐδα, η οποία είχε ζητήσει την συνδρομή της Αυγούστας στην υπόθεσή της και της διηγήθηκε όλα όσα υπέστη από το οικογενειακό της περιβάλλον. Η Αυγούστα, εντυπωσιασμένη από την ευγλωττία και την παιδεία της νεαρής κοπέλας, διαβεβαιώθηκε από τις θείες της για την παρθενία της, ενώ ανακοίνωσε στον Θεοδόσιο πως βρήκε για εκείνον την κατάλληλη γυναίκα: όμορφη, παρθένα και μορφωμένη. Ο αυτοκράτορας, ενθουσιασμένος, ανακοίνωσε στον φίλο του Παυλίνο για την εκθαμβωτική γυναίκα την οποία θα νυμφευόταν. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι και οι δύο άνδρες εντυπωσιάστηκαν από την ομορφιά της Αθηναΐδος, κρυφοκοιτάζοντάς την μαζί, πίσω από το δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν. Φυσικά, δεν ήταν σκοπός της μικρής κοπέλας να πάει στην Κωνσταντινούπολη, να παντρευθεί -πόσo μάλλον τον Αυτοκράτορα- και να μην γυρίσει πότε πίσω στο σπίτι της. Ωστόσο, η μοίρα τα έφερε αλλιώς για εκείνη. Ενδεχομένως να υπήρξε και κάποιος ενδοιασμός από το μέρος της Αθηναΐδος, εντούτοις, κρίνοντας από την απαραίτητη, για τον γάμο, συναίνεσή της, αντιλαμβανόμαστε ότι στην συνέχεια συγκατατέθηκε. Η εικοσάχρονη κοπέλα λοιπόν, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αρχαία της θρησκεία, να μυηθεί στον Χριστιανισμό και να βαπτιστεί, λαμβάνοντας το όνομα Ευδοκία.
Από την άλλη μεριά, έχουμε τον Παυλίνο, τον παιδικό φίλο του Θεοδοσίου. Οι δύο άνδρες γνωρίστηκαν σε παιδική ηλικία όταν μετά τον θάνατο του Αρκάδιου, ο Θεοδόσιος απέκτησε έναν σύντροφο στις σπουδές του, για τον οποίο έτρεφε αδιαμφισβήτητα (και αμοιβαία) αισθήματα αγάπης. Ακόμα και στην επιλογή γυναίκας για τον Θεοδόσιο, ο Παυλίνος είχε καθοριστική θέση, καθώς μαζί οι δύο άνδρες έκριναν την καταλληλότητα της Αθηναΐδας, μη κρύβοντας τον ενθουσιασμό τους για την ομορφιά της. Ωστόσο, ο παιδικός αυτός φίλος του Θεοδόσιου, ήταν κατά μια έννοια, το τρίτο πρόσωπο στο αυτοκρατορικό ζευγάρι, λόγω και μέσω, της ταχείας ανέλιξής του στην αυλική ιεραρχία, πράγμα το οποίο του επέτρεπε να είναι κοντά και στους δύο, με την Αυγούστα, να χτίζει μια ιδιαίτερη σχέση με τον μάγιστρο Παυλίνο. Δεν άργησε όμως η ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των τριών να εξελιχθεί σε ζηλοτυπία και να οδηγήσει και σε θάνατο.

Στα Θεοφάνια του 440 μ.Χ., ο Θεοδόσιος κατευθυνόταν προς τον ναό για να παρακολουθήσει την σχετική λειτουργία, ενώ ο Παυλίνος, ο οποίος δεν είχε την δυνατότητα να ακολουθήσει τον Αυτοκράτορα, λόγω ασθένειας στο πόδι, παρέμεινε στο παλάτι. Ο Θεοδόσιος, στον δρόμο για τον ναό, συνάντησε έναν φτωχό άνδρα, ο οποίος του επέδειξε ένα παμμέγεθες φρυγικό μήλο. Εντυπωσιασμένος από την ομορφιά και το μέγεθος του μήλου, το αγόρασε για 150 νομίσματα και το έστειλε απευθείας στην γυναίκα του, δείχνοντας την αγάπη του προς εκείνη. Η Ευδοκία όμως, μόλις είδε το μήλο, εντυπωσιασμένη και αυτή, το έστειλε σε εκείνον για τον οποίο έτρεφε πολλή αγάπη, τον Παυλίνο, ο οποίος Παυλίνος, με την σειρά του, το απέστειλε στον αγαπημένο του Θεοδόσιο. Το μήλο λοιπόν, όχι μόνο πέρασε από όλα τα «μέρη» του ερωτικού τριγώνου, αλλά γύρισε και πίσω στον αρχικό του κάτοχο, τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Ο Θεοδόσιος έλαβε το μήλο του όταν γύρισε στο παλάτι μετά την λειτουργία, και φυσικά το αναγνώρισε. Έπειτα, κάλεσε την σύζυγό του, να την ρωτήσει τι απέγινε το μήλο το οποίο της έστειλε, και εκείνη, επιμένοντας, και ορκιζόμενη στη ζωή του συζύγου της, έλεγε πως το έφαγε. Εκείνη την στιγμή, ο Θεοδόσιος πρόσταξε τους υπηρέτες να εμφανίσουν το φρούτο μπροστά στην γυναίκα του, η οποία δεν έπαψε στιγμή να επιμένει πως το είχε φάει. Ο Θεοδόσιος, πεπεισμένος πλέον ότι η γυναίκα του ήταν ερωτευμένη με τον Παυλίνο, διέταξε την θανάτωσή του. Η Ευδοκία, θεωρώντας τον θάνατο του Παυλίνου ως «προσβολή» απέναντι στο πρόσωπό της, καθώς η ίδια θα φαινόταν η υπαίτια για τον θάνατο του νέου μαγίστρου, ζήτησε την άδεια από τον σύζυγό της να ταξιδέψει προς τα Ιεροσόλυμα για προσκύνημα. Δεν επέστρεψε ποτέ.
Πως όμως αυτή η ιστορία είχε επιπτώσεις για το Ρωμαϊκό κράτος; Η Ευδοκία, φεύγοντας πλέον από την Κωνσταντινούπολη το 441 μ.Χ., επισκεπτόμενη (επ’ αορίστου) τους Αγίους Τόπους –ταξίδι το οποίο είχε επαναληφθεί μια ακόμη φορά από την Αυγούστα, μερικά χρόνια πριν (438–439 μ.Χ.)– άφησε τον Θεοδόσιο χωρίς νόμιμη σύζυγο και συνεπώς χωρίς κάποιον άρρενα απόγονο, ως διάδοχο της δυναστείας. Ο Θεοδόσιος από την μεριά του δεν μπορούσε να «ελπίζει» σε έναν δεύτερο γάμο, καθώς αυτός με την Ευδοκία, όχι μόνο δεν είχε λυθεί, αλλά δεν μπορούσε κιόλας, καθώς δεν υπήρχε και κάποιο αποδεικτικό στοιχείο για την μοιχεία της (ως αιτία διαζυγίου), παρά μόνο οι υπόνοιες του συζύγου της. Από την άλλη, η Ευδοκία, είχε ορκιστεί στις αδερφές της αιώνια παρθενία, πράγμα που τήρησε. Έτσι, έληξε «άδοξα» η Θεοδοσιανή δυναστεία.
Φυσικά, πέρα από το τέλος της δυναστείας, βλέπουμε δύο ακόμα τινά για την Ρώμη. Όταν ο Θεοδόσιος πέθανε, και άφησε τον θρόνο «ακέφαλο», μετά από ένα κενό εξουσίας, ανέλαβε (ξανά) η αδελφή του Πουλχερία. Η για «δεύτερη» φορά Αυγούστα, συνάπτοντας σχέση με τον Μαρκιανό, κατάφερε και τον ανέδειξε στον θρόνο. Αυτό που συναντάμε, είναι μια εδραίωση της γυναικείας εξουσίας μέσα από πρακτικές, οδηγώντας εν τέλει στην «αυτεξούσια γυναικεία διακυβέρνηση του κράτους». Με τον Μαρκιανό πλέον στον αυτοκρατορικό θρόνο έλαβαν χώρα οι προετοιμασίες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου στην Χαλκηδόνα, η οποία, το 451 μ.Χ. έδωσε τέλος στον μονοφυσιτισμό και στις θρησκευτικές/χριστολογικές έριδες, προσφέροντας μια θριαμβευτική νίκη στην Ορθοδοξία μεν, διχάζοντας τον λαό δε, έναν λαό ο οποίος χωρίστηκε σε Χαλκηδόνιους και αντιχαλκηδόνιους, με τους δεύτερους (κυρίως μονοφυσίτες) σιγά σιγά να αποκόπτονται από τον ορθόδοξο κλήρο, κυρίως λόγω της Αραβικής επέκτασης. Τι θα γινόταν αν το μήλο δεν έφτανε ποτέ στα χέρια του Θεοδοσίου; Δεν μπορούμε να το ξέρουμε, αλλά σίγουρα, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς… μάλλον.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Νικολάου Κατερίνα (2021), Έρωτας και πολιτική στο Βυζάντιο, επτά ιστορίες, Αθήνα: εκδ. Κανάκη
- Herrin Judith (2020), Τι είναι το Βυζάντιο, (μτφρ. Σαμαρά Χριστιάννα, επιμ. Νικολάου Κατερίνα), Αθήνα: εκδ. Gutenberg
- Treadgold Warren (2024), Βυζάντιο, μια συνοπτική ιστορία, (μτφρ. Γεωργίου Πέτρος, επιμ. Παπακυρίτσης Σταύρος), Αθήνα: εκδ. Πεδίο