Tης Άννας Γκέλια,
Η ιστορία της επιστήμης στην Ελλάδα, συνήθως φωτίζει ανδρικές μορφές, παραγκωνίζοντας τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι γυναίκες, ειδικά σε εποχές που η κοινωνική τους θέση περιοριζόταν αυστηρά στην σφαίρα της ιδιωτικής ζωής. Κόντρα σε κάθε στερεότυπο, σε κάθε περιορισμό, σε κάθε προσδοκία του καιρού της, η Άννα Αποστολάκη διεκδίκησε ένα χώρο στον επιστημονικό κόσμο με πείσμα, συνέπεια και όραμα. Δεν ήταν μόνο η πρώτη γυναίκα που εργάστηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Ελλάδος, ήταν η πρώτη που τόλμησε να ενώσει τον αρχαίο πολιτισμό με τη λαϊκή παράδοση και τις γυναικείες τέχνες, δίνοντας φωνή σε ένα ολόκληρο πολιτιστικό κεφάλαιο που ως τότε αγνοούταν.
Η Άννα Εμμ. Αποστολάκη γεννήθηκε το 1880 στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου Ρεθύμνου, ένα χωριό της Κρήτης με μακραίωνη πολιτιστική παράδοση. Η οικογένεια της, αν και όχι πλούσια, διατηρούσε έντονη πνευματική και ηθική κουλτούρα, κάτι που φαίνεται να επηρέασε από νωρίς την προσήλωση της στην μάθηση. Τελειώνοντας τις πρώτες σπουδές της στο Αρσάκειο, εργάστηκε αρχικά ως δασκάλα, πριν αποφασίσει να ακολουθήσει το πάθος της για την ιστορία και τις αρχαιότητες.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η παρουσία των γυναικών στα πανεπιστήμια μόλις ξεκινούσε, η Άννα κατάφερε να εισαχθεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και να γίνει το 1906 η πρώτη Ελληνίδα που αναγορεύτηκε διδάκτωρ φιλολογίας. Η επιτυχία αυτή δεν ήταν μόνο προσωπική, αποτέλεσε σύμβολο δυνατότητας για όλες τις γυναίκες της εποχής. Το επιστημονικό της ενδιαφέρον επικεντρωνόταν στην αρχαιολογία, στη φιλολογία και, στη συνέχεια, στην λαϊκή τέχνη και την υφαντική, τομέας που την καθιέρωσε διεθνώς.
Η επαγγελματική της σταδιοδρομία ξεκίνησε στο Νομισματικό Μουσείο, υπό την καθοδήγηση του Σπυρίδωνος Σβορώνου. Ως επιμελήτρια, εργάστηκε με ακρίβεια και πάθος, εστιάζοντας όχι μόνο στα νομίσματα αλλά και στη διαχείριση πολιτισμικών τεκμηρίων που συνδέονταν με την ζωή των ανθρώπων. Το 1910 έγινε το πρώτο γυναικείο μέλος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, μια επιλογή που αναμφίβολα προκάλεσε αίσθηση στον επιστημονικό χώρο της εποχής. Όμως, η Άννα δεν ζητούσε προνόμια, ζητούσε ισότητα με βάση το έργο της. Και το έργο της ήταν αδιαμφισβήτητο.
Αργότερα, η σχέση της με το Λύκειον των Ελληνίδων και την Καλλιρόη Παρρέν άνοιξε για εκείνη νέους δρόμους, δρόμους όπου ο εθνικός πολιτισμός μπορούσε να συνδεθεί με την γυναικεία δημιουργία και τις παραδοσιακές τέχνες. Το 1924, προσελήφθη ως επιμελήτρια του Μουσείου Κοσμητικών Τεχνών (μετέπειτα Λαϊκής Τέχνης), το οποίο και διηύθυνε από το 1926 έως το 1954. Εκεί, ανέλαβε με πρωτοφανή επιμέλεια τη μελέτη, τεκμηρίωση και ανάδειξη της ελληνικής χειροτεχνικής παραγωγής, ιδιαίτερα των υφαντών και των ενδυμασιών, που τις θεώρησε αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτισμικής ταυτότητας του έθνους.
Η Άννα Αποστολάκη δεν είδε ποτέ τη λαϊκή τέχνη ως κάτι «κατώτερο» από την αρχαιότητα. Αντίθετα, υποστήριξε με θέρμη ότι η γυναικεία δημιουργικότητα μέσα από τα εργόχειρα και την υφαντική αποτελεί εξέλιξη και συνέχεια της πολιτισμικής έκφρασης από την αρχαία εποχή. Έτσι, το έργο της «Τα κοπτικά υφάσματα του εν Αθήναις Μουσείου Κοσμικών Τεχνών» (1932), επιχείρησε όχι μόνο την τεχνική αλλά και την πολιτισμική αναγνώριση των υφασμάτων, εντάσσοντας τα σε ένα ενιαίο αφήγημα του ελληνικού πολιτισμού, από την αρχαιότητα ως την σύγχρονη λαϊκή παράδοση.
Αυτό που έκανε την δουλειά της μοναδική ήταν η ευαισθησία της στην καθημερινότητα των γυναικών και η πρόθεση της να διασώσει ό,τι απειλούσε να χαθεί από την επέλαση της νεωτερικότητας. Η Αποστολάκη συνδύασε την αυστηρότητα της επιστημονικής μεθοδολογίας με την τρυφερότητα μιας βαθιάς αγάπης για τον άνθρωπο, τον τόπο και την μνήμη. Δεν κατέγραφε απλώς αντικείμενα, κατέγραφε νοοτροπίες, συναισθήματα, τρόπους ζωής. Με τη δική της φωνή, η λαϊκή τέχνη και οι γυναίκες δημιουργοί βρήκαν για πρώτη φορά επιστημονική αναγνώριση.

Αυτό που καθιστά την Άννα Αποστολάκη τόσο σημαντική δεν είναι μόνο τα βραβεία και οι διακρίσεις της, αν και υπήρξαν. Το 1954 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για την προσφορά της στον πολιτισμό. Ούτε είναι μόνο το πρωτοποριακό της έργο στις εκδόσεις ή η συμβολή της στην μουσειολογία και την πολιτιστική πολιτική. Είναι ότι άλλαξε για πάντα την εικόνα του ποιος μπορεί να είναι επιστήμονας. Όταν η ίδια εισήλθε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, δεν υπήρχαν γυναίκες. Όταν αποχώρησε, υπήρχαν δρόμοι ανοιχτοί.
Η Άννα δεν παντρεύτηκε ποτέ, μια επιλογή που πιθανώς συνδέεται με την απόλυτη αφοσίωση της στο έργο της. Η προσωπική της ζωή παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, όμως το έργο της παραμένει απόλυτα διαφανές: εκατοντάδες μελέτες, συλλογές, δημοσιεύσεις, επιμελητικές δράσεις, αρχειακό υλικό, εκθέσεις. Όλα μιλούν για μια γυναίκα που έζησε για να δημιουργεί και να προσφέρει. Μια γυναίκα που δεν δίστασε να πει ότι το «εργόχειρο» είναι πολιτισμός, ότι τα νήματα συνδέουν γενιές, ότι η επιστήμη μπορεί να έχει γυναικεία φωνή και δύναμη.
Απεβίωσε το 1958, αφήνοντας πίσω της μια σπουδαία παρακαταθήκη. Η βιβλιοθήκη της δωρίστηκε στην Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου, και σήμερα το όνομα της αναφέρεται με σεβασμό και δέος από όλους όσους μελετούν την ελληνική λαογραφία, την μουσειολογία, τη χειροτεχνία και την ιστορία των γυναικών στην επιστήμη.
Η Άννα Αποστολάκη δεν είναι απλώς μια σπουδαία Ρεθυμνιώτισσα ή μια αξιόλογη επιστήμονας. Είναι μια πρωτοπόρος. Ένα σύμβολο. Μια γυναίκα που, αθόρυβα αλλά αποφασιστικά, άλλαξε τα δεδομένα. Και είναι χρέος μας να την θυμόμαστε, όχι μόνο ως ιστορικό πρόσωπο, αλλά ως έμπνευση για το μέλλον.
ENΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Η Άννα Αποστολάκη και οι πρώτες αρχαιολόγοι, academia.edu, διαθέσιμο εδώ
- Άννα Εμμ. Αποστολάκη, politistiko-rethymno.org, διαθέσιμο εδώ
- Το Ρέθυμνο τίμησε την Άννα Αποστολάκη, rethnea.gr, διαθέσιμο εδώ
- Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, ejournals.epublishing.ekt.gr, διαθέσιμο εδώ