Της Αναστασίας Χέλη,
Η χρήση ηχογραφημένων συνομιλιών ως αποδεικτικά μέσα αποτελεί ένα επίκαιρο και σύνθετο ζήτημα στο ελληνικό δίκαιο, ιδίως υπό το πρίσμα της συνταγματικής προστασίας του ιδιωτικού βίου (άρθρο 9 και 9Α Σ), του απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρο 19 Σ), καθώς και της αρχής της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 ΕΣΔΑ). Ειδικότερα, τίθεται το ερώτημα αν και υπό ποιες προϋποθέσεις μία παράνομα καταγεγραμμένη συνομιλία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο τόσο στο ποινικό όσο και στο αστικό δίκαιο.
Ως αποδεικτικά μέσα νοούνται όλα εκείνα τα μέσα με τα οποία ο δικαστής σχηματίζει άποψη για την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Η ηχογράφηση συνομιλιών, όταν πραγματοποιείται χωρίς τη συναίνεση του καταγραφόμενου προσώπου, θεωρείται γενικά παράνομη πράξη που προσκρούει στα άρθρα 370 και 370Α ΠΚ (παραβίαση του απορρήτου της επικοινωνίας και της μη δημόσιας συνομιλίας).Η τοποθέτηση του Αρείου Πάγου το 2001 «η δικαιοσύνη δεν μπορεί να παρέχεται έναντι οποιουδήποτε τιμήματος» οφείλει να αποτελεί την αφετηρία του συλλογισμού μας σε κάθε περίπτωση.
Συνταγματικό και ποινικό πλαίσιο
- Άρθρο 19 Συντάγματος: Κατοχυρώνει το απόρρητο των επικοινωνιών. Κάθε παραβίασή του είναι κατ’ αρχήν παράνομη, εκτός αν επιτρέπεται από τον νόμο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
- Άρθρο 9Α Συντάγματος: Κατοχυρώνει το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
- Άρθρο 370Α ΠΚ: Τυποποιεί την πράξη της παραβίασης μη δημόσιας συνομιλίας. Όποιος χωρίς τη συναίνεση των συμμετεχόντων καταγράφει ή αποκαλύπτει περιεχόμενο ιδιωτικής συνομιλίας τιμωρείται.

Αστικό δίκαιο και Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ)
Κατά το άρθρο 400 ΚΠολΔ, τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να είναι νόμιμα. Η αξιολόγηση, όμως, της αποδεικτικής αξίας ενός παράνομου μέσου εναπόκειται τελικώς στην κρίση του δικαστηρίου. Εδώ τίθεται η σύγκρουση δύο θεμελιωδών δικαιωμάτων: του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 ΕΣΔΑ) και του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα.
Νομιμότητα χρήσης ηχογραφήσεων
Στο ποινικό δίκαιο
Η νομολογία του Αρείου Πάγου έχει καθιερώσει μία πάγια νομολογιακή γραμμή σύμφωνα με την οποία η παράνομη ηχογράφηση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στο ποινικό δίκαιο, ακόμη και αν αποδεικνύει την αθωότητα του κατηγορουμένου. Ο Άρειος Πάγος θεωρεί ότι η παραβίαση του απορρήτου είναι τόσο σοβαρή, ώστε δεν μπορεί να επιτραπεί η χρήση τέτοιου μέσου.
ΑΠ 1/2017 (Ολομ.)
Η Ολομέλεια έκρινε ότι η καταγραφή συνομιλίας χωρίς συναίνεση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο, καθώς παραβιάζει το άρθρο 19 Σ. και αποτελεί αποδεικτικό μέσο αποκτηθέν κατά παράβαση δικαιώματος.
Στο αστικό δίκαιο
Το αστικό δίκαιο εμφανίζεται πιο ελαστικό. Η νομολογία δέχεται κατ’ εξαίρεση τη χρήση παράνομου αποδεικτικού μέσου όταν πρόκειται για άσκηση δικαιώματος και δεν υπάρχει άλλος τρόπος προστασίας του. Πρόκειται για εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
ΑΠ 115/2019
Το δικαστήριο έκρινε ότι η ηχογράφηση συνομιλίας μπορεί να γίνει δεκτή ως αποδεικτικό μέσο εφόσον ο καταγράφων συμμετείχε στη συνομιλία και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να προστατεύσει το δικαίωμά του.
ΜΠρΑΘ 2567/2014
Έγινε δεκτό ότι η ηχογράφηση μπορεί να ληφθεί υπόψη σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας, διότι ήταν το μόνο μέσο απόδειξης της κακοποιητικής συμπεριφοράς.
Η νομολογία δεν είναι απολύτως ομοιογενής, κυρίως σε αστικές διαφορές. Άλλες αποφάσεις απορρίπτουν τη χρήση της ηχογράφησης ως παράνομης και άλλες την επιτρέπουν κατ’ εξαίρεση. Η κριτική επικεντρώνεται στο εάν πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στο δικαίωμα αποδείξεως έναντι του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα, ιδιαίτερα σε υποθέσεις με έντονη ηθική ή κοινωνική απαξία (όπως σεξουαλική παρενόχληση, ενδοοικογενειακή βία κ.λπ.).

Η χρήση ηχογραφήσεων συνομιλιών ως αποδεικτικών μέσων παραμένει νομικά αμφιλεγόμενο ζήτημα. Η πιο αυστηρή στάση του ποινικού δικαίου συνδέεται με την αυξημένη προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και του απορρήτου των επικοινωνιών, ενώ στο αστικό δίκαιο αναγνωρίζεται μεγαλύτερη ευελιξία με γνώμονα την προστασία εννόμων συμφερόντων και την αναλογικότητα.
Επομένως, κατά κανόνα στο πλαίσιο της ποινικής δίκης η χρήση η χρήση των αθεμίτως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων επιτρέπεται, καθώς διακυβεύονται θεμελιώδη έννομα αγαθά, όπως η αξία και η προσωπική ελευθερία του ατόμου.
Στην πολιτική δίκη, η φαινομενικά απόλυτη απαγόρευση χρήσης παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων (κατά παράβαση του ΓΚΠΔ, του άρθρου 9Α και του ν. 4624/2019) τείνει να εξασθενεί. Ο δικαστής εφαρμόζει σταθμιστική μέθοδο in concreto, δηλαδή αξιολογεί κατά περίπτωση ποιο δικαίωμα υπερέχει: το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Σ) ή το δικαίωμα έννομης προστασίας και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των διαδίκων (άρθρο 20 παρ. 1 Σ). Η σταθμιστική αυτή προσέγγιση βασίζεται και στο ευρωπαϊκό δίκαιο, καθώς το ΕΔΔΑ έχει δεχτεί ότι η χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων δεν αντίκειται κατ’ ανάγκην στο δικαίωμα της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 ΕΣΔΑ), όταν η χρήση τους είναι αναγκαία και αναλογική σε σχέση με τα έννομα συμφέροντα που διακυβεύονται.
Η Δικαιοσύνη χωρίς Ηθική είναι απλώς οργανωμένη εξουσία, όπως εύστοχα σημείωνε ο Blaise Pascal, κι όταν η ελευθερία του ενός απειλείται από την παραβίαση της ελευθερίας του άλλου, όπως προειδοποιούσε ο John Stuart Mill, τότε η αναζήτηση της αλήθειας δεν μπορεί να αγνοεί τα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ο νόμος οφείλει να είναι όχι μόνο εργαλείο αποδείξεως, αλλά και καθρέφτης αξιών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Α. Διονυσοπούλου/Χ. Παπαχαραλάμπους/Σ. Παύλου…, Αποδεικτικές απαγορεύσεις στην Ποινική Δίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015
-
Κώστας Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 5η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2023
-
Βασιλική Πουσπουρίκα, «Χρήση προσωπικών δεδομένων ως αποδεικτικών μέσων στο Δικαστήριο», ikee.lib.auth.gr, Διαθέσιμο εδώ