23.2 C
Athens
Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΜια ιστορία για την κανονικοποίηση κοινωνικών συμπεριφορών

Μια ιστορία για την κανονικοποίηση κοινωνικών συμπεριφορών


Της Αλεξάνδρας Μαρκεζίνη,

Η στάση του λεωφορείου απέχει περίπου 30 λεπτά από το σπίτι μου. Αν βιάζομαι φτάνω σε 20 λεπτά. Κατέβηκα από το λεωφορείο και έστριψα δεξιά. Ήθελα απεγνωσμένα καφέ. Στον κεντρικό πεζόδρομο, υπάρχουν πολλές καφετέριες και, εννοείται, επειδή ήταν απόγευμα ήταν όλες γεμάτες. Φοιτητές, οικογένειες, εργαζόμενοι, που μόλις είχαν τελειώσει τη δουλειά ή έπιναν ένα εσπρέσο, για να προετοιμαστούν ψυχολογικά για την επόμενη βάρδια. Το μάτι μου «έπεσε» σε μια οικογένεια, όπου οι γονείς απολάμβαναν τον καφέ τους, ενώ το παιδί έπαιζε με το κινητό με τέτοια αφοσίωση που, μακάρι να την είχα κι εγώ όσο διάβαζα για την εξεταστική. «Μην αγχώνεσαι, έχω φορτίσει το κινητό, μια χαρά θα περάσουμε» είπε ο πατέρας τη στιγμή που πέρασα από δίπλα τους, για να φτάσω στο ταμείο. Το κινητό έχει αναδειχθεί σε μια «φτηνή babysitter» που απασχολεί τα παιδιά και τα κρατάει ήσυχα, όταν οι γονείς θέλουν να ηρεμήσουν, να βγουν βόλτα, να κάνουν δουλειές του σπιτιού… Και οι γονείς, πολλές φορές νιώθουν χαρούμενοι και εφησυχασμένοι που κατάφεραν το παιδί τους να ηρεμήσει. Η εικόνα παιδιών —ή και χειρότερα μωρών— να κοιτούν αποσβολωμένα και ευτυχισμένα μια οθόνη δεν θα έλεγα ότι είναι το πιο ευχάριστο πράγμα και αμφιβάλω για την επίδρασή του στην ενδοοικογενειακή επικοινωνία. Μετά από αυτές τις σκέψεις, παρήγγειλα τον καπουτσίνο μου. Όση ώρα περίμενα, κοντοστάθηκε δίπλα μου ένας άντρας, ο οποίος φαινόταν αρκετά νευριασμένος. Όταν τον ρώτησε ο ταμίας πώς μπορεί να τον βοηθήσει, εκείνος άρχισε να του κάνει μια επίθεση περί αχρηστίας και ανικανότητας, επειδή αντί για μέτριος, ο καφές του ήταν γλυκός. Από τη μια, καταλαβαίνω το συναίσθημα της απογοήτευσης, όταν ο καφές που λαχταράς δεν ανταποκρίνεται σε αυτό που περιμένεις. Από την άλλη, από πότε θεωρείται κανονικοποιημένη η αγενής αντιμετώπιση των εργαζομένων από τους πελάτες; Πρέπει να καταρριφθεί ότι ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.

Με μια δεύτερη ανάγνωση, πιθανότατα ο άντρας αυτός να μην ενοχλήθηκε τόσο με την λάθος παραγγελία, αλλά να το βρήκε σαν αφορμή, προκειμένου να «ξεσπάσει» την ένταση της ημέρας του. Κάτι το οποίο έχει γίνει normalized είναι να κάνουμε και τους άλλους μετέχοντες στον θυμό μας και τον «ξεσπάμε» πάνω τους, χωρίς να αναλογιζόμαστε τον πιθανό αντίκτυπο. Για παράδειγμα, είναι σύνηθες, όταν τα πράγματα στη δουλειά δεν πάνε καλά να «προσκαλούμε» τα νεύρα, τον θυμό και την αρνητική ενέργεια στο σπίτι για φαγητό. Πήρα τον καφέ μου και συνέχισα. Στη διαδρομή πέρασα από ένα φροντιστήριο. Πρέπει μόλις να είχαν σχολάσει ή να έπαιρναν βαθμούς, αφού στην είσοδο ήταν μια μάνα που έλεγε στο παιδί της ότι δεν διαβάζει και ότι δεν γίνεται να γράφει τόσο κακούς βαθμούς και ότι έτσι δεν θα καταφέρει τίποτα. Και αναρωτήθηκα, γιατί άραγε, όλα τα παιδιά να πρέπει να είναι καλοί μαθητές; Ή ακόμα χειρότερα, γιατί ένα παιδί για να είναι ικανό ή για να δεχτεί την επιβράβευση των γονιών του πρέπει να έχει καλούς βαθμούς; Γιατί να επαινούμε ένα παιδί, επειδή αρίστευσε στην ιστορία, την οποία θα έχει ξεχάσει την επόμενη μέρα; Πιθανότατα, συνειρμικά, να σας ήρθε στο μυαλό ως απάντηση το εξής: «Επειδή είναι Ελληνίδα μάνα». Ο χαρακτηρισμός αυτός, για τον οποίο έχουν γίνει σειρές, ταινίες, standup comedies —καθιστώντας τον πλέον «αναπόσπαστο» κομμάτι της ελληνικής κουλτούρας—, στην πραγματικότητα «αντιπροσωπεύει» μια νοοτροπία που «εγκολπώνει» αρκετές τοξικές συμπεριφορές. Είναι απόρροια μακραίωνων διαγονεϊκών τραυμάτων που κατέληξαν στο σήμερα με τη μορφή της Ελληνίδας μάνας, η οποία νοιάζεται πολύ, ενδιαφέρεται πολύ, παρεμβαίνει πολύ. Και αυτό το «ΠΟΛΥ», το οποίο πλέον θεωρείται φυσιολογικό, ελλοχεύει κινδύνους για την ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών.

Πηγή εικόνας: nj.com

Συνέχισα τον δρόμο μου και συνάντησα τυχαία ένα συμφοιτητή μου, με τον οποίο δεν είχα μιλήσει σχεδόν ποτέ κι όμως εκείνη τη φορά με χαιρέτησε και μου έπιασε την κουβέντα για κάνα δεκάλεπτο. Αν το έλεγα στην παρέα μου, πιθανώς να κατέληγαν στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι με φλερτάρει. Από πότε η ανθρώπινη επικοινωνία έγινε τόσο παρεξηγήσιμη; Νιώθουμε ότι, αν κάποιος μας μιλήσει, κάτι ζητάει. Στην περίπτωση των συζητήσεων μεταξύ δύο ατόμων αντίθετου φύλου, πάντα ο ένας πρέπει να προσπαθεί να φλερτάρει τον άλλον. Πόσο αυτό, όμως, είναι ρεαλιστικό; Γιατί το ανθρώπινο ενδιαφέρον να «υποκρύπτει» ερωτικές βλέψεις ασυζητητί; Έτσι, αποδοκιμάζουμε εκείνους που μας μιλάνε, κατηγορώντας τους για ένα ανύπαρκτο φλερτ, θεωρώντας απίθανη τη φιλία μεταξύ ανθρώπων αντίθετου φύλου. Δεν είναι φυσιολογικό ένας άντρας να αναπτύσσει φιλικές σχέσεις με μια γυναίκα, εκτός κι αν είναι άσχημη. Το ίδιο ισχύει και για τις γυναίκες. Επίσης, φτάνουμε και στο άλλο άκρο, κατηγορώντας εκείνους που πέρασαν δίπλα μας και δεν μας χαιρέτησαν, δίχως να αναλογιστούμε ότι μπορεί να μη μας είδαν, ότι είναι εσωστρεφείς και ότι δεν νιώθουν άνετα να μιλάνε σε ανθρώπους, με τους οποίους δεν νιώθουν οικεία ή ότι έχουν μια κακή μέρα. Αυτόματα στο μυαλό μας ο άλλος καθίσταται ξινός, αγενής, απόμακρος… Παρατηρώντας τις προαναφερθείσες καταστάσεις, είναι σίγουρο ότι η κανονικοποιημένη απολυτότητα «αλλοιώνει» σημαντικά τις ανθρώπινες προσεγγίσεις.

Πηγή Εικόνας: e-spincorp.com/ Δικαιώματα Χρήσης: phloxii / Shutterstock

Σκεπτόμενη όλα αυτά ξεκλείδωνα την εξώπορτα του σπιτιού μου. Τότε μια γειτόνισσά μου γύρω στα 50, έβγαινε από την πολυκατοικία και μου έπιασε την κουβέντα. Μεταξύ άλλων, με ρώτησε πώς πάει η σχολή και της είπα ότι είμαι αρκετά πιεσμένη, διότι ξεκινάει σε λίγο η εξεταστική. Με παραξενεμένο ύφος μου είπε: «Μπα! Και δεν σου φαίνεται! Αφού κάθε μέρα είσαι έξω». Με αιφνιδίασε τόσο αυτό που άκουσα που απλώς την κοίταξα με ένα ύφος που «μαρτυρούσε» ότι είχα ενοχληθεί. Αμέσως εκείνη για να το σώσει, καθώς κατάλαβε ότι είχα προσβληθεί, είπε το φοβερό: «Έλα μην είσαι τόσο ευαίσθητη. Το είπα χαριτολογώντας». Από αυτό το περιστατικό δεν θα ήθελα να αναλωθώ στην αδιακρισία που συναντάμε στις πολυκατοικίες ή στην απώλεια της ιδιωτικότητας. Αντίθετα, αξίζει να εστιάσουμε στην αντίδρασή της, η οποία είναι αρκετά συχνή στις περιπτώσεις που οι άνθρωποι επιδιώκουν να πουν κάτι σοβαρό, αλλά εκφράζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην προσβάλλουν. Η «κεκαλυμμένη» από χιούμορ προσβολή αποτελεί μορφή άμυνας και υποκατάστατο της συγνώμης. Δεν έχουμε το θάρρος να παραδεχτούμε ότι αυτό που ειπώθηκε ήταν αγενές και αφιλτράριστο, καθώς τότε θίγεται ο εγωισμός. Μάλιστα, αν ο δέκτης φανεί ότι ενοχλήθηκε με αυτό το υποτιθέμενο αστείο, αυτόματα προσπαθούμε να υποβιβάσουμε τη σκέψη και το συναίσθημά του, κατηγορώντας τον πάντα ανάλαφρα και περιπαιχτικά περί ευαισθησίας και υπερβολής. Το «Μα εγώ μια πλάκα ήθελα να κάνω» δε σημαίνει ότι εκλαμβάνεται και ως πλάκα. Αντίθετα, σημαίνει ότι εκείνη τη στιγμή προσπαθείς να μεταβιβάσεις την ευθύνη στον δέκτη και να «ελαφρύνεις» τον αντίκτυπο τον λέξεων που ενόχλησαν, υπονοώντας ότι το πρόβλημα έγκειται στην ευαισθησία του άλλου. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η ακύρωση του συναισθήματος κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης επικοινωνίας συμβάλλει σε μια κουλτούρα, όπου οι άνθρωποι αποθαρρύνονται να εκφραστούν και φοβούνται μη θεωρηθούν συναισθηματικά αδύναμοι.

30 λεπτά είναι αρκετά, για να παραθέσω μερικά παραδείγματα συμπεριφορών που έχουν κανονικοποιηθεί, οι οποίες, ωστόσο, δεν είναι «υγιείς» ή «ηθικές». Με τον όρο «κανονικοποίηση» εννοούνται πεποιθήσεις, φράσεις, ενέργειες οι οποίες είναι μεν άσχημες, αλλά εν τέλει γίνονται αποδεκτές και ενσωματώνονται στην κοινωνία. Η υιοθέτησή τους «συνδέεται» με την έλλειψη τόσο κριτικής αξιολόγησης των πιθανών επιπτώσεών τους όσο και με την απουσία επαφής με εναλλακτικές απόψεις, με αποτέλεσμα την εγκατάστασή τους ως επιβλαβείς κανόνες επικοινωνίας και συμπεριφοράς.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αλεξάνδρα Μαρκεζίνη
Αλεξάνδρα Μαρκεζίνη
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2002 και κατάγεται από τη Μάνη. Σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Πατρών, στο τμήμα του Βιολογικού. Λατρεύει τις ξένες γλώσσες και μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ελπίζει να μάθει και κινεζικά. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με τη λογοτεχνία και τη μουσική. Όνειρο ζωής: να πάει στους γιατρούς χωρίς σύνορα.