16.4 C
Athens
Πέμπτη, 2 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ έννοια του φόρου στο Φορολογικό Δίκαιο

Η έννοια του φόρου στο Φορολογικό Δίκαιο


Της Γιάννας Κοντοκώστα, 

Για να λειτουργεί σωστά ο κρατικός μηχανισμός απαιτούνται σημαντικές οικονομικές δαπάνες. Οι δαπάνες αυτές, δύσκολα μπορούν να καλυφθούν μόνο από τις διάφορες χρηματοδοτήσεις που μπορεί να έχει μια χώρα. Γι’ αυτόν τον λόγο, κρίνεται αναγκαία η μεταβίβαση αγοραστικής δύναμης από τον ιδιωτικό τομέα στο κράτος μέσω της φορολογικής διαδικασίας. Βέβαια, η καταβολή των φόρων στο κράτος, αποτελεί υποχρέωση όλων ανεξαιρέτως των πολιτών – και όχι μιας συγκεκριμένης μερίδας -, ανάλογα βέβαια πάντα με τις δυνατότητές τους. Αυτό, άλλωστε, ορίζεται ρητά και στο Σύνταγμα, στο άρθρο 4 παράγραφος 5, σύμφωνα με το οποίο: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Στο Φορολογικό Δίκαιο, επιχειρείται η εννοιολογική οριοθέτηση του φόρου. Ο φόρος, λοιπόν, είναι μια άμεση και οριστική παροχή των πολιτών προς την κρατική εξουσία, η οποία είναι αναγκαία για να καλυφθούν τα δημόσια βάρη. 

Ο φόρος, ως άμεση χρηματική παροχή, καταβάλλεται είτε εφάπαξ, είτε κατά διαστήματα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πέραν της προβλεπόμενης φορολόγησης (σε κινητή και ακίνητη περιουσία, μισθό κλπ.), επιβάλλονται από την κρατική εξουσία και έκτακτες εισφορές, προκειμένου να αντιμετωπιστούν σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα. Επιπλέον, ο φόρος συνιστά οριστική παροχή των ιδιωτών προς το δημόσιο και όχι προσωρινή. Το χαρακτηριστικό του αυτό, τον διαφοροποιεί τόσο από το εκούσιο όσο και από το αναγκαστικό δάνειο. Η παροχή του είναι μονομερής, πράγμα που σημαίνει ότι ο πολίτης τον εξοφλεί, δίχως να περιμένει ανταπόδοση από το κράτος (κάτι που συμβαίνει στα ανταποδοτικά τέλη). Σύμφωνα με τη θεωρία του καθήκοντος ή της θυσίας, ο φόρος λειτουργεί ως μια θυσία των πολιτών για την κάλυψη των κρατικών αναγκών. Αντιπαροχή από την πλευρά του κράτους δεν υπάρχει, και αν υπάρχει – έστω θεωρητικά -, συνίσταται στην παροχή εκ μέρους του κράτους δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών (π.χ. παιδεία, δικαιοσύνη, άμυνα). Βέβαια, αυτά τα αγαθά είναι προσβάσιμα σε όλους, οπότε ίσως είναι κάπως άτοπο να κάνουμε αναφορά για αντιπαροχή, έστω και θεωρητική.

Πηγή Εικόνας: istockphoto.com / Δικαιώματα χρήσης: simpson33

Ένα τελευταίο στοιχείο, το οποίο συνθέτει μαζί με τα ανωτέρω την έννοια του φόρου, είναι η υποχρεωτικότητα του. Ο φόρος δεν είναι μια παροχή, η οποία από άλλους πολίτες καταβάλλεται και από άλλους όχι. Κανένας πολίτης δεν έχει το περιθώριο επιλογής. Το κράτος, προκειμένου να εξασφαλίσει την συνέπεια των πολιτών ως προς την πληρωμή των φόρων, με νόμο, ψηφίζει μια σειρά μέτρων τα οποία υποχρεώνουν τους φορολογούμενους πολίτες να εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Η φορολογική ενοχή (=υποχρέωση), είναι μια εκ του νόμου ενοχή, οπότε ο πολίτης εάν επιθυμεί να λειτουργεί σύννομα, οφείλει πάντα να την εκπληρώνει χρηματικά. Βέβαια, πολλές εισφορές επιβαρύνουν οικονομικά συγκεκριμένες μόνο ομάδες του γενικού πληθυσμού και αυτό προκαλεί αντιδράσεις στο υπόλοιπο σύνολο. Ωστόσο, αν μέσω αυτών των εισφορών εξυπηρετείται άμεσα ή έμμεσα το γενικότερο κοινωνικό και πολιτειακό συμφέρον, τότε δεν τίθεται ζήτημα αδικίας, ούτε υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα.

Φορέας της φορολογικής εξουσίας και αποδέκτης των φόρων είναι, καταρχήν, το κράτος. Το κράτος ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ασκεί αυτή την εξουσία «εξ ιδίου δικαίου». Επιπλέον ένας άλλος φορέας και αποδέκτης, είναι οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), οι Δήμοι δηλαδή και οι Κοινότητες, που ακούν την εξουσία τους «κατ’ εξουσιοδότηση» του κράτους. Η δράση τους υποκινείται απευθείας κατ’ εντολή του Συντάγματος, στη διάταξη του άρθρου 102 παρ. 5 ως εξής: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με την απόδοση και κατανομή, μεταξύ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των φόρων ή τελών που καθορίζονται υπέρ αυτών και εισπράττονται από το Κράτος». Και η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), όμως, λειτουργεί ως φορέας, με δύο τρόπους. Είτε άμεσα, θεσπίζοντας κανονισμούς με άμεση ισχύ στα κράτη – μέλη, είτε έμμεσα μέσω της εναρμόνισης των εθνικών ρυθμίσεων του κάθε κράτους – μέλους με τις νέες οδηγίες που εκδίδονται. Από την άλλη, η Ε.Ε., λειτουργεί και ως αποδέκτης των φορολογικών εσόδων, εξασφαλίζοντας την ανάπτυξη όλων των ευρωπαϊκών κοινοτήτων, αλλά και τη διασφάλιση αυστηρής πειθαρχίας, σε ό,τι έχει να κάνει με τα δημοσιονομικά θέματα και όχι μόνο. 

Πηγή Εικόνας: istockphoto.com / Δικαιώματα χρήσης: pcess609

Προκειμένου, όμως, να είναι ουσιαστικός ο ρόλος των φορέων και αποδεκτών της φορολογικής εξουσίας, οι υπόχρεοι των φόρων οφείλουν να τους καταβάλλουν. Υπόχρεοι, κατά βάση είναι οι ιδιώτες. Ως ιδιώτες νοούνται όχι μόνο τα φυσικά πρόσωπα, αλλά και τα νομικά (νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ΝΠΙΔ). Υπόχρεοι, όμως, δεν μπορούν να είναι τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), αλλά και το Κράτος, καθώς κάτι τέτοιο, θα συνιστούσε αυτοφορολογία. Στην ουσία, το κράτος, θα φορολοφούσε τον ίδιο τον εαυτό του και αυτό θα ερχόταν σε αντίθεση με τον ρόλο του ως φορέα και αποδέκτη των φόρων. Κατ’ εξαίρεση και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, θα ήταν υπόχρεοι εαν ενεργούσαν ως ιδιώτες. Απαλλαγή από την εγχώρια φορολογική διαδικασία, προβλέπεται για τα αλλοδαπά κράτη και τους διπλωμάτες τους, λόγω οργανικής ασυλίας. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν ισχύει και για τους αλλοδαπούς πολίτες, οι οποίοι διαμένουν στη χώρα μας. Εφόσον διαμένουν στην Ελλάδα και εργάζονται σ αυτή, υποχρεούνται στην φορολογική διαδικασία – όσον αφορά την κατοικία και τα εισοδήματά τους -, όπως κάθε Έλληνας πολίτης.

Η φορολογία, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο πρόβλημα της οικονομικής ύφεσης, καθώς οδηγεί στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η φορολογική πολιτική, θα πρέπει να λειτουργεί ενθαρρυντικά για τον ιδιωτικό τομέα, να προσφέρει κίνητρα για επέκταση και επενδύσεις, και ταυτόχρονα, να αποθαρρύνει κάθε μη παραγωγική δαπάνη. Παράλληλα, θα πρέπει να συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος, με την ενθάρρυνση – για παράδειγμα – των επιχειρήσεων να αποκτήσουν μέσα και οχήματα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, αλλά και στην καταπολέμηση του πληθωρισμού και στη «διόρθωση» του ισοζυγίου πληρωμών. 

Όσον, τώρα, αφορά στις κοινωνικές λειτουργίες του φόρου, αυτός αποτελεί ένα σημαντικό μέσο αντιμετώπισης της ανισοκατανομής του πλούτου. Μέσω συντελεστών που εισάγονται στη φορολογία του εισοδήματος, αφαιρείται μεγαλύτερο χρηματικό ποσό από τους πιο εύρωστους οικονομικά, σε σχέση με τους οικονομικά αδύναμους και έτσι οι οικονομικές ανισότητες μειώνονται. Επιπλέον, καταπολεμείται η ανεργία, με την απαλλαγή από τη φορολογία των κρατικών επενδύσεων, που δίνονται σε επιχειρήσεις για προσλήψεις ανέργων, ενώ η απαλλαγή της αγοράς πρώτης κατοικίας από τον φόρο μεταβίβασης ακινήτων, παίζει σημαντικό ρόλο για το στεγαστικό πρόβλημα των πολιτών. Η επιβολή υψηλών φορολογικών συντελεστών, από την άλλη, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στην ενέργεια και το περιβάλλον, οδήγησε στην πιο ορθή χρήση τους, αλλά και στην μείωση των περιστατικών μόλυνσης του περιβάλλοντος. Τέλος, η ευνοϊκή φορολογική αντιμετώπιση των κατοίκων που ζούνε ή και διατηρούν επιχειρήσεις στις παραμεθόριες περιοχές της χώρας, πληροί τις απαιτήσεις του άρ. 106 παρ.1 του Συντάγματος, το οποίο επιβάλλει τη λήψη μέτρων για την ανάπτυξη της παραμεθορίου και συμβάλλει σημαντικά στο πρόβλημα της οριστικής ερήμωσής της.

Πηγή Εικόνας: istockphoto.com / Δικαιώματα χρήσης: sesame

Συμπερασματικά, ο φόρος αποτελεί ένα σημαντικό μέσο της κρατικής εξουσίας για την κάλυψη των δαπανών της και για την ομαλή λειτουργία του κράτους εν συνόλω. Δεν είναι ένα αυθαίρετο μέτρο που στοχεύει στην οικονομική αποδυνάμωση των πολιτών, αλλά στην ομαλή κοινωνική ζωή και την οικονομική ανάπτυξη. Η εφαρμογή της φορολογικής διαδικασίας είναι αναγκαία και πηγάζει απευθείας από το Σύνταγμα (άρ. 4 παρ. 5). Τέλος, όπως ρητά αναφέρεται στο άρθρο 78 παράγραφος 1 του Συντάγματος, ο φόρος πρέπει να επιβάλλεται και να εισπράττεται μόνο εφόσον έχει προηγηθεί η ψήφιση και η έκδοση σχετικού νομοσχεδίου, διαφορετικά δεν έχει ισχύ.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Φινοκαλιώτης Κ., Φορολογικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2020.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιάννα Κοντοκώστα, Υπεύθυνη Διόρθωσης
Γιάννα Κοντοκώστα, Υπεύθυνη Διόρθωσης
Γεννήθηκε το 1999 στην Θεσσαλονίκη όπου και διαμένει μόνιμα τα τελευταία έξι χρόνια. Το 2021 αποφοίτησε από το τμήμα Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής ΑΠΘ και από τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους είναι προπτυχιακή φοιτήτρια της Νομικής Σχολής ΑΠΘ. Την ελκύουν ιδιαίτερα οι κλάδοι του Ποινικού, του Εμπορικού και του Αστικού Δικαίου. Διαβάζει φιλοσοφία, λογοτεχνία και ιστορία, της αρέσει η τέχνη και η ποίηση και ενδιαφέρεται για τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.