16.9 C
Athens
Σάββατο, 4 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ δράση του Αλέξανδρου Παπάγου κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (Α΄ Μέρος)

Η δράση του Αλέξανδρου Παπάγου κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (Α΄ Μέρος)


Του Στέλιου Καραγεώργη,

Ο Αλέξανδρος Παπάγος γεννιέται στην Αθήνα τον Δεκεμβρίου του 1883. Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν Αξιωματικός του Πυροβολικού. Σε ηλικία 18 ετών, εισέρχεται στη Νομική Σχολή Αθηνών, μετά από επιθυμία του πατέρα του. Φοίτησε μόνο για έναν χρόνο, καθώς η αγάπη του για το στράτευμα τον οδήγησε στη Στρατιωτική Σχολή των Βρυξελλών. Επιστρέφει στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1906, ως Ανθυπίλαρχος του Ελληνικού Στρατού, και το 1910 ως Υπίλαρχος αναλαμβάνει υπασπιστής του Πρωθυπουργού και Υπουργού Στρατιωτικών, Ελευθερίου Βενιζέλου. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13 υπηρετεί ως προσωπικός διαγγελέας του Αρχιστρατήγου διαδόχου και μετέπειτα Βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου ξεχωρίζει για την ανδρεία του. Μετά το πέρας των πολέμων στέλνεται τιμητικά στην Ακαδημία Πολέμου της Γαλλίας, από την οποία αποφοιτά ως πρώτος. Κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού τάσσεται με το μέρος του Βασιλιά, απόφαση που θα τον οδηγήσει σε διαθεσιμότητα και σε διαδοχικές εξορίες σε ελληνικά νησιά, την περίοδο 1917-20.

Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και την επιστροφή του Βασιλιά Κωνσταντίνου, ανακαλείται στο στράτευμα και προάγεται σε Αντισυνταγματάρχης. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας θα συμμετάσχει σε όλη την προέλαση έως τον Σαγγάριο ποταμό, επιδεικνύοντας τις επιτελικές του ικανότητες. Θα πάρει μέρος στο αποτυχημένο αντικίνημα του 1923 εναντίον των Πλαστήρα – Γονατά και θα αποταχθεί. Ωστόσο το 1927, η Οικουμενική Κυβέρνηση θα τον επαναφέρει. Τον Οκτώβριο του 1935 ως αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού θα συμμετάσχει σε κίνημα βασιλοφρόνων αξιωματικών, που θα καταλύσει την Αβασίλευτη Δημοκρατία και θα επαναφέρει τον Βασιλιά Γεώργιο Β΄. Κατά τη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου θα παραμείνει Αρχηγός του Επιτελείου, διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην αναδιοργάνωση του στρατεύματος.

Η επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄. Στο κέντρο διακρίνεται ο Παπάγος δεξιά του Βασιλιά και πίσω από τον Κονδύλη. Πηγή εικόνας: kathimerini.gr

Στις 7 Απριλίου του 1939, η Ιταλία καταλαμβάνει την Αλβανία στα πλαίσια της προσπάθειας αναβίωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Μπενίτο Μουσολίνι. Ο Παπάγος, ως αρχηγός του Επιτελείου, αρχίζει κρυφή επιστράτευση μέσω προσωπικών προσκλήσεων. Στη 1 Σεπτεμβρίου του 1939, γερμανικά στρατεύματα εισβάλουν στην Πολωνία και δύο ημέρες αργότερα η Βρετανία και η Γαλλία κηρύσσουν τον πόλεμο στην Γερμανία. Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης παραδίδει τελεσίγραφο στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά. Η Ιταλία καλούσε την Ελλάδα να της παραχωρήσει στρατηγικές θέσεις εντός της επικράτειάς της, χωρίς να τις κατονομάζει. Η απάντηση από μέρους της ελληνικής ηγεσίας ήταν αρνητική και ο Παπάγος ως Αρχιστράτηγος, πλέον, εκδίδει την πρώτη λακωνική του διαταγή για γενική επιστράτευση και άμυνα του εθνικού εδάφους.

Στις 5.30 π.μ. της ίδιας ημέρας τα ιταλικά στρατεύματα παραβιάζουν τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Οι ιταλικές δυνάμεις επιχείρησαν δυο παραπλανητικές επιθέσεις, η πρώτη στο μέτωπο της βορειοδυτικής Μακεδονίας με κατεύθυνση προς τη Θεσσαλονίκη από τρεις μεραρχίες πεζικού. Η δεύτερη στο μέτωπο της Ηπείρου με κατεύθυνση προς το λιμάνι της Πάργας, ακολουθώντας τις ακτές του Ιονίου, από μία μεραρχία πεζικού και δύο συντάγματα ιππικού. Ανάμεσα στα δύο μέτωπα, εξαπολύθηκαν οι δύο κύριες επιθέσεις των Ιταλών. Η πρώτη στην περιοχή του Καλπακίου με σκοπό την κατάληψη των Ιωαννίνων από δύο μεραρχίες πεζικού, υποστηριζόμενες από πυροβολικό και άρματα μάχης. Η δεύτερη συμπαγής επίθεση εξαπολύθηκε μέσω Πίνδου, με στόχο την κατάληψη του Μετσόβου από τη Μεραρχία Αλπινιστών Τζούλια, συνεπικουρούμενη από ορειβατικό πυροβολικό. Το ιταλικό σχέδιο έγινε αντιληπτό από τον Παπάγο, από τις πρώτες ημέρες των εχθροπραξιών. Ο αρχιστράτηγος διέταξε να τηρηθούν τα ήδη υπάρχοντα σχέδια αμύνης και ενίσχυσε το μέτωπο της Ηπείρου με δυνάμεις από την ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Παράλληλα, όλες οι εφεδρείες που έφταναν στη Θεσσαλονίκη από την Αθήνα, στέλνονταν άμεσα στο μέτωπο. Έως τις 31 Οκτωβρίου τα ιταλικά στρατεύματα προέλασαν στα ελληνικά εδάφη, εκτός από το μέτωπο της βορειοδυτικής Μακεδονίας, οπού αρκέστηκαν σε ασθενείς επιθέσεις. Οι ελληνικές δυνάμεις του Α΄ και Β΄ Σώματος Στρατού που αντιμετώπιζαν τους Ιταλούς στο Καλπάκι και στην Πίνδο υπάγονταν απευθείας στις εντολές του Αρχιστρατήγου.

Ο Ιωάννης Μεταξάς (αριστερά) με τον Αλέξανδρο Παπάγο. Πηγή εικόνας: lifo.gr

Στη 1 Νοεμβρίου, οι Ιταλοί προσπάθησαν να διαρρήξουν τις ελληνικές θέσεις στην περιοχή του Καλπακίου, καταλαμβάνοντας την επόμενη ημέρα το υψίστης σημασίας ύψωμα Γκραμπάλα. Τις ίδιες ημέρες, στην περιοχή της Πίνδου, οι Ιταλοί καταλαμβάνουν τα χωρία Σαμαρίνα και Βωβούσα, φτάνοντας στο πιο προωθημένο σημείο που θα καταφέρουν, αλλά πλέον είναι περικυκλωμένοι από τμήματά του ελληνικού στρατού. Στις 3 και 4 Νοεμβρίου τα ελληνικά στρατεύματα ανακαταλαμβάνουν τα δύο χωρία και στις 5 του μηνός εισέρχονται σε αλβανικό έδαφος, απωθώντας τους Ιταλούς στο μέτωπο της βορειοδυτικής Μακεδονίας. Ωστόσο, στο μέτωπο της Ηπείρου οι Ιταλοί σημειώνουν επιτυχίες και στις 6 Νοεμβρίου εισέρχονται στην Ηγουμενίτσα. Δυο ημέρες αργότερα, ο ελληνικός στρατός ανακαταλαμβάνει για τελευταία φορά το ύψωμα Γκραμπάλα στο Καλπάκι και η αποδεκατισμένη Μεραρχία Τζούλια, ενισχυμένη από τη Μεραρχία Μπάρι, που αρχικώς προοριζόταν για την κατάληψη της Κέρκυρας, έχουν απωθηθεί βορείως του όρους Σμόλικα στην Πίνδο. Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις έχουν ανακαταλάβει πλήρως την περιοχή του Καλπακίου, έχουν προωθηθεί στο μέτωπο της Ηπείρου και έχουν φτάσει μέχρι τη συνοριακή γραμμή της Αλβανίας, επικουρούμενες από χωρικούς και γυναικόπαιδα στη διαδικασία του ανεφοδιασμού. Οι Ιταλοί κατέχουν πλέον μόνο την Κόνιτσα, στην οποία προβάλουν πεισματική αντίσταση.

Ο Παπάγος αποφασίζει την έναρξη επιθέσεως εναντίον των Ιταλών σε όλα τα μέτωπα στις 14 Νοεμβρίου. Συγκεκριμένα, το Α΄ και Β΄ Σώμα Στρατού που βρίσκονται κάτω από τις άμεσες εντολές του, θα κινηθούν προς Αργυρόκαστρο και προς Κορυτσά αντίστοιχα. Η επίθεση αρχίζει στις 14 Νοεμβρίου, όπως προέβλεπε ο σχεδιασμός, και μέχρι τις 22 του μήνα ο ελληνικός στρατός έχει απελευθερώσει την Κόνιτσα και την Ηγουμενίτσα και έχει καταλάβει την Κορυτσά. Ο Αρχιστράτηγος αποφασίζει συνέχιση της προελάσεως των ελληνικών δυνάμεων, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη των περιοχών της Κλεισούρας και του Τεπελενίου. Μέχρι τις 29 Δεκεμβρίου ο ελληνικός στρατός, βοηθούμενος πλέον και από βρετανικές αεροπορικές δυνάμεις, θα έχει προωθηθεί σε βάθος 50 χλμ. στα εδάφη της Βορείου Ηπείρου, έχοντας καταλάβει το λιμάνι των Αγίων Σαράντα, το Αργυρόκαστρο και το Πόγραδετς. Στο τέλος του έτους, ο Παπάγος διατάσσει αναστολή των επιθετικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας, ώστε να εξασφαλιστούν οι θέσεις του στρατού, να βελτιωθεί ο ανεφοδιασμός και, παράλληλα, να φθάσουν ενισχύσεις από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ευάγγελος (2010), Φωτιά και τσεκούρι, Ελλάς 1946-49 και τα προηγηθέντα, Εκδόσεις Εστία.
  • Ηλιόπουλος, Ηλίας (2015), Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, Αθήνα: Πελασγός.
  • Μαυρογορδάτος, Γιώργος Θ. (2017), Μετά το 1922, Η παράταση του διχασμού, Αθήνα: Πατάκης.
  • Παπάγος, Αλέξανδρος (1995), Ο Πόλεμος της Ελλάδος, 1940-1941, Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στυλιανός-Λάμπρος Καραγεώργης
Στυλιανός-Λάμπρος Καραγεώργης
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου. Έχει λάβει επιμόρφωση στην διοίκηση ναυτιλιακών επιχειρήσεων, και στις σχέσεις του ελληνισμού με την Δύση. Είναι γνώστης της αγγλικής και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία, του 19ου και 20ου αιώνα.