17.6 C
Athens
Πέμπτη, 2 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟι αρχές που διέπουν τον φόρο

Οι αρχές που διέπουν τον φόρο


Της Ειρήνης Τσαρούχα,

Η επιβολή φόρων αποτελεί για όλους τους διοικουμένους μια επαχθή επιβάρυνση και ένα δυσμενές μέτρο, καθώς αφαιρείται κομμάτι της περιουσίας και των εισοδημάτων των φορολογουμένων και το προσπορίζεται το κράτος. Η φορολόγηση αποτελεί στοιχείο της κρατικής εξουσίας και θεωρείται ο βασικός μηχανισμός κάλυψης των δημοσιονομικών αναγκών του κράτους και της ανακατανομής του πλούτου. Δεδομένης, λοιπόν, της σημασίας των φορολογικών εσόδων για το κράτος, αλλά και της υποχρεωτικότητας της καταβολής τω οικονομικών βαρών, το Σύνταγμα προστατεύει όλους τους υποκείμενους στη φορολογία πολίτες, καθιερώνοντας αρχές που πρέπει να τηρούνται από τους εφαρμοστές του δικαίου. Βεβαίως, τις αρχές αυτές επισφραγίζουν περαιτέρω και οι συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ΕΣΔΑ.

Καταρχάς, το Σύνταγμα στο άρθρο 78 παράγραφος 1 ορίζει: «Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο, που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος». Στην ουσία, το Σύνταγμα κατοχυρώνει εδώ την αρχή της νομιμότητας, με βάση την οποία για την έκδοση και την είσπραξη φόρου απαιτείται τυπικός νόμος. Δικαιολογητική βάση της αρχής αυτής είναι ότι η Βουλή, που αποτελεί την άμεση έκφραση της λαϊκής βούλησης, θα αποφασίσει για την επιβολή του οικονομικού βάρους, με τη λογική ότι ο καθορισμός του επαχθούς αυτού μέτρου πηγάζει απευθείας από τη θέληση του λαού.

Πηγή εικόνας: enikos.gr

Πέρα, όμως, από αυτά, απαιτείται όλα τα ουσιώδη στοιχεία του φόρου να προσδιορίζονται ρητώς στον τυπικό νόμο: το υποκείμενο, δηλαδή τους υπόχρεους στον φόρο διοικουμένους, το αντικείμενο, δηλαδή το περιουσιακό ή εισοδηματικό στοιχείο για το οποίο επιβάλλεται ο φόρος, οι συντελεστές, δηλαδή το ποσοστό με βάση το οποίο θα γίνει ο υπολογισμός, και τέλος οι απαλλαγές που μπορεί να υφίστανται για κάποιες κοινωνικές ομάδες. Εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, απαγορεύεται να δοθεί με νομοθετική εξουσιοδότηση αρμοδιότητα στην εκτελεστική εξουσία να προσδιορίσει τα παραπάνω ουσιαστικά στοιχεία. Τέλος, για την είσπραξη του φόρου χρειάζεται να έχει εκδοθεί και ο τυπικός νόμος του κρατικού προϋπολογισμού, στον οποίο θα αναγράφονται τα έσοδα του κράτους.

Άμεση συνέπεια της αρχής της νομιμότητας αποτελεί, επίσης, και η αρχή της βεβαιότητας. Η αρχή αυτή προστάζει τον φορολογικό νομοθέτη να προσδιορίζει με σαφήνεια και βεβαιότητα όλα τα ουσιώδη στοιχεία του φόρου. Μια ασαφή και διφορούμενη διάταξη προκαλεί αναμφίβολα προβλήματα σε όλους τους κλάδους του δικαίου, πολλώ δε μάλλον στο φορολογικό δίκαιο, στο οποίο ο νομοθέτης επιβάλλει κυρίως αυστηρές υποχρεώσεις στους φορολογούμενους, τις οποίες οφείλουν να γνωρίζουν και να υπακούν. Στο πλαίσιο της λογικής αυτής, άλλωστε, και το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει τονίσει την ανάγκη να ερμηνεύονται στενά οι φορολογικές διατάξεις, εμμένοντας αυστηρά στο γράμμα της κάθε ρύθμισης, τονίζοντας ότι η αρχή επιβάλλει την απαγόρευση της διασταλτικής ερμηνείας.

Ένα πρόβλημα που μπορεί να ανακύψει και να θίξει την αρχή της βεβαιότητας του φόρου είναι το κατά πόσο επιτρέπεται να αλλάξει η μακροχρόνια ερμηνεία από τις φορολογικές αρχές μιας διάταξης, που καθορίζει τα στοιχεία του φόρου. Επειδή αυτό είναι προφανές ότι παραβιάζει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διοικουμένων, οι οποίοι βασίζονται σε δικαιώματα από το υπάρχον καθεστώς, καλό θα ήταν να αποφεύγεται.

Το Σύνταγμα κατοχυρώνει, επίσης, στο άρθρο 4 παράγραφος 1 και 5, την ισότητα όλων των Ελλήνων ως προς τη συμμετοχή τους στα δημόσια βάρη, καθώς και την αρχή της καθολικότητας. Αυτό αποτελεί αναμφίβολα κατάκτηση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Η αρχή της ισότητας προστάζει η κατανομή των δημοσίων βαρών να γίνεται με βάση τη φοροδοτική ικανότητα του κάθε πολίτη, απαγορεύοντας διακρίσεις του νομοθέτη σε βάρος μόνο κάποιας κοινωνικής ομάδας ή υπέρ κάποιας άλλης.

Πηγή εικόνας: businessdaily.gr

Από την άλλη, η αρχή της καθολικότητας προστάζει, επίσης, τη συμμετοχή όλων των πολιτών στα φορολογικά βάρη χωρίς να επιτρέπονται –καταρχήν– οι απαλλαγές. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι κάθε απαλλαγή καταπατά την αρχή της καθολικότητας, αλλά μπορεί να επιβάλλεται από το κοινωνικό κράτος δικαίου. Άλλωστε, ρητά ο ίδιος ο συντακτικός νομοθέτης προβλέπει ιδιαιτέρως την προστασία της οικογένειας, επιτρέποντας, για παράδειγμα, να θεσπίζονται εξαιρέσεις για τους πολύτεκνους, αλλά προστατεύει και άλλες ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες.

Τέλος, κορυφαία επιταγή του Συντάγματος για την προστασία των φορολογουμένων αποτελεί η αρχή της μη αναδρομικότητας των φορολογικών διατάξεων (άρθρο 78 παράγραφος 2 Συντ.). Δικαιολογητική βάση της αρχής αυτής είναι προφανώς η ασφάλεια δικαίου, το δικαίωμα στην περιουσία και η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των διοικουμένων, οι οποίοι έχουν εξασφαλίσει δικαιώματα από ένα ισχύον φορολογικό καθεστώς. Απαγορεύεται, λοιπόν, η αναδρομική επαύξηση φόρου, αλλά εύλογα υπάρχουν διατάξεις, που προβλέπουν μειώσεις φόρων, καθώς είναι ευνοϊκές για τον φορολογούμενο.

Οι αρχές αυτές, λοιπόν, αποτελούν κατάκτηση και σε ενωσιακό επίπεδο, δεδομένου, μάλιστα, του γεγονότος, ότι σχεδόν εξ ολοκλήρου η φορολογική πολιτική καθορίζεται στις Βρυξέλλες, ιδίως όσον αφορά την έμμεση φορολόγηση. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ιθαγένειας προβλέπεται και η επέκταση της αρχής της ισότητας και για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Φορολογικό δίκαιο, Κωνσταντίνος Δ. Φινοκαλιώτης, εκδόσεις Σάκκουλα, στ΄ έκδοση 2021, Αθήνα – Θεσσαλονίκη


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ειρήνη Τσαρούχα
Ειρήνη Τσαρούχα
Κατάγεται από ένα μικρό χωριό στα Τρίκαλα, τον Άγιο Βησσαρίωνα. Βρίσκεται στο δεύτερο έτος των σπουδών της στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στο Δημόσιο Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό. Στο ελεύθερό της χρόνο, της αρέσει να διαβάζει νομικά άρθρα και βιβλία και να περνάει χρόνο με τους φίλους μου.