24.8 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΤο χρονικό της Μικράς Ασίας: 100 χρόνια από τον ξεριζωμόΜικρασιατική Εκστρατεία: Από τον εθνικό διχασμό, στο διχασμό για τη… Μεγαλύτερη Ιδέα

Μικρασιατική Εκστρατεία: Από τον εθνικό διχασμό, στο διχασμό για τη… Μεγαλύτερη Ιδέα


Της Αιμιλίας Δρακάκη,

Το έτος 2022 είναι αφιερωμένο στη Μικρασιατική Καταστροφή. Έναν αιώνα μετά, η μνήμη της τραγωδίας εξακολουθεί να υπάρχει, προκαλώντας θλίψη και αποτροπιασμό. Και παρόλο που το πέρασμα του χρόνου συνήθως επιτρέπει στην ιστορία να «αυτο-αποκαλυφθεί», στην περίπτωση της μικρασιατικής εκστρατείας αποδίδονται ακόμη ευθύνες για τη δραματική έκβασή της. Η αρχή είχε γίνει ήδη από την εποχή του Εθνικού Διχασμού αμέσως μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και δυστυχώς μία περίοδος εθνικού διχασμού ακολουθείται πάντα από μία εθνική καταστροφή. Τα ερωτήματα πολλά. Ήταν αναπόφευκτη η εμπλοκή της Ελλάδας στον αγώνα της απελευθέρωσης του αλύτρωτου ελληνισμού της Μ. Ασίας και της ολοκλήρωσης του οράματος της Μεγάλης Ιδέας; Ή μήπως επρόκειτο για έναν πόλεμο με αποικιοκρατικά κίνητρα;

Κύριος υποστηρικτής της Μεγάλης Ιδέας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος προωθούσε τα συμφέροντα της Ελλάδας και τις επιδιώξεις για εδαφική επέκταση τόσο στο εσωτερικό, αλλά πολύ περισσότερο στο εξωτερικό της χώρας. Η έντονη διπλωματική του δράση και η χαρισματική προσωπικότητά του βοήθησαν στη δημιουργία φιλικών και συμμαχικών σχέσεων με τα κράτη των Μεγάλων Δυνάμεων, και κυρίως με βρετανούς αξιωματούχους. Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα επέλεξε να διατηρήσει ουδέτερη στάση. Οι αντιδράσεις όμως στο εσωτερικό δεν άργησαν να εμφανιστούν. Αφενός το Κόμμα των Φιλελευθέρων με ηγέτη τον Βενιζέλο υποστήριξε έντονα την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Προβλέποντας νίκη των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Βενιζέλος θα έβρισκε την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τις υπάρχουσες συμμαχίες και να εξυπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα με την πραγμάτωση των εδαφικών βλέψεων της χώρας, κυρίως σε βάρος της Τουρκίας.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Πηγή εικόνας: iefimerida.gr

Από την άλλη, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος κατείχε φιλογερμανικά συναισθήματα και υποστήριξε την ουδετερότητα της Ελλάδας για δύο λόγους. Πρώτα η γεωγραφική θέση της χώρας και η υστέρησή της σε ναυτική δύναμη σε σύγκριση με τον αντίπαλο βρετανικό στόλο θα οδηγούσε σε σίγουρη ήττα, και έπειτα η εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων θα την έφερνε στο ίδιο στρατόπεδο με την Τουρκία και τη Βουλγαρία, οι οποίες δεν έκρυβαν τις επεκτατικές τους διαθέσεις σε βάρος ελληνικών εδαφών. Καθώς το όραμα της Μεγάλης Ιδέας αποτελούσε πίστη για το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος «έκρυψε» τις πραγματικές του ιδέες πίσω από την ουδετερότητα. Παρόλο που η Ελλάδα βρισκόταν ήδη από την 1η Ιουνίου του 1913 σε συνθήκη συμμαχίας με τη Σερβία, η συγκεκριμένη συνθήκη δεν υποχρέωνε σε καμία εμπλοκή παρά μόνο στην περίπτωση βαλκανικού πολέμου, επομένως η ουδέτερη θέση της Ελλάδας παρέμενε προς το παρόν ασφαλής.

Εκείνο το διάστημα, ωστόσο, ο πρωθυπουργός Βενιζέλος άρχισε να εκδηλώνει στο υπουργικό συμβούλιο την υποστήριξή του προς τις δυνάμεις της Αντάντ, δηλώνοντας πως η Ελλάδα θα μπορούσε να συμπράξει μαζί τους με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, το έδαφος όμως δεν ήταν ακόμα πρόσφορο για κάτι τέτοιο, κι έτσι οι προσδοκίες του Βενιζέλου έπεσαν στο κενό. Η έξοδος της Τουρκίας στο μέτωπο στην πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων τον Νοέμβριο του 1914 ξεκαθάρισε το πολιτικό και στρατιωτικό τοπίο.

Στις αρχές του 1915, οι Δυνάμεις της Αντάντ αποφάσισαν να επιτεθούν στα Στενά των Δαρδανελίων και ζήτησαν από την Ελλάδα να συμμετάσχει. Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να εγκαταλείψει την ουδετερότητα, προκαλώντας την άμεση αντίδραση του Γενικού Επιτελείου και του βασιλιά, οι οποίοι εναντιώθηκαν απόλυτα σε αυτή την απόφαση, καθώς θεωρούσαν την επιχείρηση ασύμφορη και επικίνδυνη για τα ελληνικά συμφέροντα. Έπειτα από μακροχρόνιες πολιτικές ζυμώσεις και την αδυναμία εξεύρεσης κοινού εδάφους, ο Ελευθέριος Βενιζέλος σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη και κήρυξε πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις. Ολόκληρη η εποχή αυτή με τις δύο εν ενεργεία κυβερνήσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη είναι γνωστή ως περίοδος του Εθνικού Διχασμού.

Φωτογραφικό στιγμιότυπο από την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Πηγή εικόνας: wikiwand.com

Με το τέλος του πολέμου ξεκινά ένας δεύτερος –αυτή τη φορά διπλωματικός– πόλεμος για την Ελλάδα. Κατά την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων, τον Ιανουάριο του 1919, η ελληνική αντιπροσωπία προσπάθησε να υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα και να διεκδικήσει τα προσδοκώμενα εδάφη, ωστόσο οι ίδιοι οι Σύμμαχοι, οι νικητές του πολέμου, δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν για την τύχη των νέων κατακτήσεων που τελούσαν πλέον υπό την κυριαρχία τους. Όσον αφορά το ελληνικό ζήτημα, αρχικά παραχωρήθηκαν πλήρως στο ελληνικό κράτος οι περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης. Το μέλλον για τον ελληνισμό που βρισκόταν στα παράλια της Μ. Ασίας κατέστη πιο σύνθετο, μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα αναλάμβανε την διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης για πέντε έτη, ενώ μετά θα μπορούσε να αποφασιστεί με δημοψήφισμα η πλήρης ένωση.

Το όνειρο του Βενιζέλου είχε πραγματοποιηθεί και η παρουσία του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη αναπτέρωσε το εθνικό αίσθημα. Πολύ γρήγορα άρχισε η επέκταση προς τα ανατολικά, φτάνοντας σε βάθος 120 χιλιομέτρων στην Τουρκική επικράτεια. Η ταχύτατη προέλαση των Ελλήνων δεν πέρασε απαρατήρητη από τους Τούρκους, των οποίων ο άτακτος ακόμα στρατός δεν είχε περιθώρια άμεσης αντίδρασης. Όλοι όμως αντιλαμβάνονταν πως αυτό δεν θα αργούσε πολύ, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Βενιζέλος, όπου στήριζε τις ελληνικές επιτυχίες πολύ περισσότερο στη σύγκλιση με τις Μεγάλες Δυνάμεις και λιγότερο στους στρατιωτικούς συσχετισμούς. Μετά από την ήττα του στις εκλογές του Νοεμβρίου το 1920, και την επικείμενη επιστροφή του φιλογερμανού βασιλιά Κωνσταντίνου, υποστήριξε για τη σημασία της Συνθήκης των Σεβρών τα εξής: «Η Συνθήκη των Σεβρών δεν θα μας σώσει. Η Ιταλία με το ζόρι υπέγραψε. Η Γαλλία δεν θα μας υποστηρίξει εάν φέρουν τον Κωνσταντίνο. Μόνη η Αγγλία, δεν θα επιμείνει ή θα μας βάλει όρους. Εγώ δεν υπολόγισα ποτέ στις δυνάμεις του στρατού μας για να για να κρατήσουμε τα σύνορά μας, αλλά στις συμμαχίες και στα γενικά ευρωπαϊκά συμφέροντα.»

Τμήματα του ελληνικού στρατού αποβιβάζονται στην προκυμαία της Σμύρνης. Πηγή εικόνας: kathimerini.gr

Από την πρώτη ημέρα ανάληψης της εξουσίας οι Αντιβενιζελικοί ήρθαν αντιμέτωποι με τις εξελίξεις στο Μικρασιατικό μέτωπο. Ο εσωτερικός διχασμός κατέστησε τη νέα κυβέρνηση ανήμπορη να λάβει οργανωμένα δραστικές αποφάσεις όσον αφορούσε την εκστρατεία, φοβούμενη τις συνέπειες. Ουσιαστικά δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συνεχίσουν τον πόλεμο με τον οποίο οι Έλληνες μόνοι τους θα επέβαλλαν για λογαριασμό όλων των συμμάχων τους όρους των νικητών στην Τουρκία. Περί τα μέσα του 1921 ο στρατός του Κεμάλ είχε οργανωθεί και αντιστεκόταν σθεναρά, περιορίζοντας σημαντικά τις νίκες αλλά και το ηθικό των Ελλήνων. Έλληνες αξιωματούχοι εξέφραζαν την ανησυχία τους για την πορεία του μετώπου. Από τη μία γινόταν πλέον φανερό πως έπειτα από την ανασυγκρότηση των Τουρκικών στρατευμάτων οι στρατιωτικοί συσχετισμοί είχαν μεταβληθεί, από την άλλη κανείς δεν ήθελε να αναλάβει την ευθύνη ματαίωσης της εκστρατείας, καθώς θα προδίδονταν έτσι οι υποσχέσεις για απελευθέρωση προς το Μικρασιατικό ελληνισμό.

Οι Μεγάλες Δυνάμεις προχώρησαν σε νέα μεσολαβητική πρωτοβουλία, ζητώντας αναστολή των εχθροπραξιών, εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό και διορισμό χριστιανού διοικητή στην Ιωνία, ωστόσο αυτή η πρόταση απορρίφθηκε αμέσως από την ελληνική κυβέρνηση. Οι επιθέσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας συνεχίστηκαν, η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει. Η ελληνική κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να πολεμήσει μέχρι εσχάτων για να συντρίψει τον εχθρό, αγνοώντας τις φωνές που προμήνυαν την επικείμενη καταστροφή. Η Ελλάδα σταδιακά βρέθηκε απομονωμένη από τους συμμάχους της, σε ένα μέτωπο πολλών χιλιομέτρων στην καρδιά της Τουρκίας και με εξουθενωμένο στράτευμα, αρκετά πιο μακριά από τα «ελληνικά» παράλια της Μ. Ασίας, στα χώματα των οποίων θα γραφόταν με τραγικό τρόπο το τέλος της ιστορίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Παπαρρηγόπουλος, Κ. (2009), Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος 24, Αθήνα: Εκδόσεις Τέσσερα Πι
  • Μιχαηλίδης, Ιάκωβος (2018), «Μικρασιατική Καταστροφή», Μικρές Εισαγωγές, no. 15, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδόπουλος

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αιμιλία Δρακάκη
Αιμιλία Δρακάκη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νεάπολη Λακωνίας, και τα τελευταία χρόνια ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του ΟΠΑ, ενώ γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά. Εκτός από την ιστορία, τις διεθνείς σχέσεις και την πολιτική, λατρεύει και ασχολείται με τη μουσική, το θέατρο και τον κινηματογράφο.