17.6 C
Athens
Πέμπτη, 2 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και στάση των Μ.Μ.Ε.

Τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και στάση των Μ.Μ.Ε.

Της Λουίζας Παπαδοπούλου,

Προκειμένου η ποινική δίκη που διεξάγεται να είναι αληθινή και να μην έχουμε να κάνουμε με επίφαση ή φαινόμενο δίκης που υποβιβάζει την εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων σε στυγνή επιβολή κρατικής βίας, απαιτούνται εχέγγυα που θα εξασφαλίσουν στον κατηγορούμενο τη διεξαγωγή μίας δίκαιης δίκης. Το αίτημα της δίκαιης δίκης συνιστά θεμέλιο λίθο κάθε σύγχρονης ευνομούμενης πολιτείας και ταυτόχρονα προϋπόθεση για την ορθή πραγμάτωση του αληθινού σκοπού της ποινικής δίκης: την εμπέδωση της ειρηνικής έννομης τάξης.

Η αρχή της δίκαιης δίκης (fair trial), αποτυπώνεται στο άρθρο 6§1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (εφεξής «ΕΣΔΑ») και σε αυτή στηρίζεται ένα σημαντικό όπλο του κατηγορουμένου κατά της κατηγορούσας αρχής: το τεκμήριο αθωότητας. Σύμφωνα με αυτό το τεκμήριο, ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του. Έτσι, η σιωπή του κατηγορουμένου ή η άρνησή του να απαντήσει στις κατηγορίες δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως τεκμήριο ενοχής. Το πεδίο εφαρμογής του εκτείνεται από το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης ως την έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης (ήτοι απόφασης που δεν επιδέχεται ούτε αναίρεσης). Το τεκμήριο της αθωότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με  επιμέρους αρχές της ποινικής δίκης και πιο συγκεκριμένα: την αρχή ‘nullum crimen, nulla poena sine procesu’ (κανένα έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο και χωρίς δίκη – που έχει μάλιστα διεξαχθεί κατά τους νόμιμους τύπους-) και την αρχή ότι αποδεικτέα είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, από την οποία και πηγάζει η γνωστή αρχή της αμφιβολίας υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo). Μάλιστα, η αρχή αυτή πρέπει να εφαρμόζεται όχι μόνο κατά την τελική κρίση του δικαστηρίου, αλλά και σε κάθε δικονομικό στάδιο που τίθεται ζήτημα εκτίμησης της ενοχής του κατηγορουμένου. Το τεκμήριο αθωότητας διακηρύχθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 9 της γαλλικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη το 1789 και σήμερα κατοχυρώνεται στο άρθρο 6§2 ΕΣΔΑ. Στον ελληνικό χώρο για πρώτη φορά διατυπώθηκε στο Πολιτικό Σύνταγμα που ψήφισε η Γ’ Εθνοσυνέλευση το 1827 στην Τροιζήνα και συγκεκριμένα στο άρθρο 15 αυτής που όριζε ότι «έκαστος προ της καταδίκης του δεν λογίζεται ένοχος». Σήμερα, στην ισχύουσα ελληνική νομοθεσία δεν κατοχυρώνεται ρητά, ωστόσο δεν λείπει από την ελληνική νομική πραγματικότητα. Με την κύρωση της ΕΣΔΑ, το άρθρο 6 απέκτησε αυξημένη, κατά το άρθρο 28§2 του Συντάγματος (εφεξής «Σ»), τυπική ισχύ και δεν είναι δυνατόν να καταργηθεί με νόμο. Επιπρόσθετα, πλήθος διατάξεων του ποινικού δικονομικού δικαίου προστατεύουν την εφαρμογή του, με κυριότερη την διάταξη του α.171§1 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (εφεξής «ΚΠΔ») που απειλεί με απόλυτη ακυρότητα την παραβίασή του. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε πως το τεκμήριο της αθωότητας συνιστά αυτοτελές αμυντικό δικαίωμα, ισάξιο με τα υπόλοιπα συνταγματικά δικαιώματα, ενώ κατά μία άλλη άποψη αποτελεί μια γενικότερη ρήτρα προστασίας των ατομικών και υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη.

Εντούτοις, η νομολογιακή πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων  έχει επιδείξει μία διστακτικότητα στην πρακτική ενσωμάτωσης της προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων  μεταξύ των οποίων και της δίκαιης δίκης και του τεκμηρίου αθωότητας με αποτέλεσμα να καταδικάζεται η χώρα μας με ανησυχητική συχνότητα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής «ΕΔΔΑ»).

Αναγκαία για τη διερεύνηση των ενδεχόμενων παραβιάσεών του είναι η αναφορά στα πρόσωπα που δεσμεύει. Πρωτίστως, δεσμεύονται στην τήρησή του με ποινή απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, δικαστές, δικαστικά πρόσωπα, κρατικά όργανα ή οποιοιδήποτε λειτουργοί (δικηγόροι, δικαστικοί υπάλληλοι, κοινωνικοί λειτουργοί) που παίρνουν μέρος στη διαδικασία. Πέρα από την τήρηση των δικονομικών τύπων, μείζονος σημασίας είναι το ήθος και η στάση των προσώπων αυτών και ιδίως του διευθύνοντος τη διαδικασία. Οι δικαστές οφείλουν να είναι αμερόληπτοι καθώς η εμπαθής και προκατειλημμένη συμπεριφορά τους καταλύει τη δίκαιη δίκη και πλήττει τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Μάλιστα κατά τον Ανδρουλάκη τέτοια συμπεριφορά ιδρύει λόγο εξαίρεσης του δικαστή βασιζόμενος στο υπέρτερης τυπικής ισχύος άρθρο 6§1 ΕΣΔΑ, παρόλο που το άρθρο 15 του ΚΠΔ ορίζει το αντίθετο. Το τεκμήριο δεσμεύει ακόμα και εκπροσώπους του κράτους όπως ρητά κατέδειξε το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Κώνστα κατά Ελλάδος. Στην εξεταζόμενη διαφορά, οι δηλώσεις δύο πολιτικών προσώπων περί ενοχής του κατηγορουμένου μεσούσης της κατ’ έφεση δίκης, κρίθηκαν ως αντιβαίνουσες στο άρθρο 6§2 ΕΣΔΑ και στον προσφεύγοντα επιδικάστηκε αποζημίωση 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

Πρόβλημα υφίσταται, όμως, όσον αφορά την περίπτωση προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από ιδιώτες, καθώς το άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ δεν προσφέρει καμία προστασία. Υποστηρίζεται, ωστόσο, ότι το τεκμήριο αναπτύσσει τριτενέργεια στον ιδιωτικό χώρο, η οποία σήμερα αναγνωρίζεται ρητά από το αναθεωρημένο άρθρο 25§1Σ. Σε αυτόν το χώρο ο κατηγορούμενος έχει ανάγκη ιδιαίτερης προστασίας, ιδίως από τα ΜΜΕ, τα οποία μπορούν να καταστρατηγήσουν το τεκμήριο αθωότητας, προβάλλοντας τον κατηγορούμενο ευθύς εξαρχής ως ένοχο!  Η ανάγκη αυτή του κατηγορουμένου αποτυπώνεται στην πρόβλεψη του Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων-μελών της Ε.Σ.Η.Ε.Α. και του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας στην Ραδιοτηλεόραση, που ψηφίστηκε το 1991 από το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο, ότι: “Οι κατηγορούμενοι δεν αναφέρονται ως ένοχοι. Η αρχή ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι την καταδίκη του γίνεται σεβαστή”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθ. 35 παρ. 4 του Ν. 2172/1993: «Απαγορεύεται η μετάδοση από την τηλεόραση ή η κινηματογράφηση ή βιντεοσκόπηση ή φωτογράφηση των προσώπων που προσάγονται ενώπιον των δικαστικών ή εισαγγελικών ή αστυνομικών και λοιπών αρχών, εφόσον αυτά δεν συναινούν ρητά».

Τηρούνται όμως πράγματι οι ως άνω προβλέψεις ή μήπως εκτυλίσσεται εκτός δικαστικών εδράνων μία παράλληλη δίκη; Αναλογιζόμενη τη συνηθισμένη εικόνα των τηλεοπτικών συνεργείων να κυκλώνουν ασφυκτικά τον κατηγορούμενο κατά τη μεταφορά του στο ακροατήριο, καθώς και τις παραπειστικές ερωτήσεις των δημοσιογράφων που παρουσιάζουν ως δεδομένη την ενοχή του και ζητούν πληροφορίες για τον τρόπο και τους λόγους τέλεσης του καταλογιζόμενου εγκλήματος, μπορώ με βεβαιότητα να δώσω αρνητική απάντηση στο ως άνω ερώτημα. Τα ΜΜΕ συχνά προτού καν επιληφθεί της υπόθεσης το ποινικό δικαστήριο, βγάζουν καταδικαστική εικόνα και με πανηγυρικές δηλώσεις φανατίζουν το κοινό, το όποιο υπεισέρχεται στη θέση καθοδηγούμενων λαϊκών δικαστών.

Η έμμεση λαϊκή δημοσιότητα (δηλαδή η παρουσία του Τύπου και των ΜΜΕ κατά τη διεξαγωγή της κύριας διαδικασίας) εξασφαλίζει τον έλεγχο των τεκταινομένων από το κοινό, αυξάνει την εμπιστοσύνη των κοινωνών στην ισχύ της έννομης τάξης και εντείνει το αίσθημα ευθύνης των δικαστικών λειτουργών. Η παρουσία των ΜΜΕ λοιπόν συνιστά πραγμάτωση των πολιτικών δικαιωμάτων ελέγχου και ενημέρωσης επί των δικαστικών κρίσεων και έκφανση της αξίωσης για ενεργό συμμετοχή στα κοινά. Ωστόσο, όριο στα ως άνω δικαιώματα των ΜΜΕ και των γραφόντων εν γένει αποτελούν σε κάθε περίπτωση τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, μιας και τα όρια των ατομικών δικαιωμάτων των ατόμων σταματούν εκεί που θίγουν ατομικά δικαιώματα των συνανθρώπων του, στην προκειμένη περίπτωση των κατηγορουμένων.

Σε γενικές γραμμές συνίσταται  ψυχραιμία και αυτοκυριαρχία της κοινωνίας και των ΜΜΕ, καθώς ναι μεν η εξέταση της ηθικής πλευράς του ζητήματος και η διατύπωση απόψεων είναι θεμιτή, αλλά η καταδίκη ή η αθώωση του κατηγορουμένου είναι έργο της δικαστικής εξουσίας. Η ψυχραιμία που απαιτείται αντικατοπτρίζεται στην ποιότητα του δημοσίου λόγου που θα συνθέσει τα περιβάλλον της δίκης. Η ευθύνη λοιπόν του δημοσιογράφου σε υποθέσεις ποινικού ενδιαφέροντος είναι κάθε άλλο παρά ήσσονος σημασίας, καθώς εξ ορισμού έργο του είναι η αναζήτηση της αλήθειας και η μετάδοση της είδησης, αλλά παράλληλα καθήκον του είναι ο σεβασμός των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, μεταξύ των οποίων και το θεμελιώδες τεκμήριο της αθωότητας, που του επιβάλλει την απεμπλοκή του από την ιδιότητα του λαϊκού δικαστή.


Πηγές

  • Ανδρουλάκης. Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 4η έκδοση, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2012.
  • Δαγτόγλου Π, Συνταγματικό Δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005.
  • Νέστωρ Ε. Κουράκης Συμβολές στη μελέτη της Ανακριτικής, Δεύτερη έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα Ε.Ε.
  • https://www.echr.coe.int/Documents/CP_Greece_GRC.pdf
  • https://www.esiea.gr/arxes-deontologias/
  • http://www.cmcc.org.cy/code_practice2_gr.html
Λουίζα Παπαδοπούλου

Γεννήθηκε το 1998 στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος των Εκπαιδευτηρίων Δούκα και τριτοετής φοιτήτρια Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι προβληματισμοί της γύρω από ζητήματα διεθνής πολιτικής την ώθησαν να συμμετάσχει από τα σχολικά χρόνια σε προσομοιώσεις. Τομείς ενδιαφέροντός της αποτελούν το ποινικό δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μέσω της αρθρογραφίας της στην OffLine Post επιθυμεί να μελετήσει σε βάθος επίκαιρα νομικά ζητήματα και να μοιραστεί τις σκέψεις και γνώσεις της σχετικά με αυτά.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ