17.6 C
Athens
Πέμπτη, 2 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΟι... “περιπέτειες” του εκλογικού νόμου στην Μεταπολιτευτική Ελλάδα (Μέρος Β', Το ιστορικό...

Οι… “περιπέτειες” του εκλογικού νόμου στην Μεταπολιτευτική Ελλάδα (Μέρος Β’, Το ιστορικό των αλλαγών)


Του Μίνωα Ράπτη,

Μετά το 1989 και την πρώτη μεγάλη πολιτική κρίση και αστάθεια που πέρασε η Ελλάδα μεταπολιτευτικά, κι ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε την αρχή χρησιμοποιώντας τους κρατικούς θεσμούς και νόμους για προσωπικό (και κομματικό) του όφελος, παρατηρούμε μια σειρά τέτοιων ενεργειών από κυβερνήσεις και των 3 κομμάτων εξουσίας, με πιο πρόσφατη την εκ νέου τροποποίηση του εκλογικού νόμου από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, καταργώντας το “μπόνους” των 50 εδρών που δίνεται στο πρώτο κόμμα ως δικλείδα ασφαλείας για την αποφυγή ακυβερνησίας.

1990 – Αλλαγή του εκλογικού νόμου σε “ενισχυμένη” αναλογική

Έχοντας περάσει το γολγοθά πολιτικής αστάθειας και ακυβερνησίας, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη άλλαξε τον εκλογικό νόμο από απλή αναλογική με ρήτρα του +1, σε ενισχυμένη αναλογική με ρήτρα +1, με στόχο την ανάδειξη ισχυρής και αυτοδύναμης κυβέρνησης, με τη δυνατότητα το πρώτο κόμμα να μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, ακόμα και αν έχει διαφορά από το δεύτερο κόμμα μικρότερη του 1%. Εδώ εισάγεται και για πρώτη φορά το πλαφόν του 3% σε πανελλαδικό επίπεδο, για να εκπροσωπηθεί ένα κόμμα ή ένας ανεξάρτητος υποψήφιος στη Βουλή. Με το σύστημα αυτό, όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των ψήφων που διοχετεύονται σε συνδυασμούς που δεν συγκεντρώνουν το 3% και μένουν εκτός Βουλής, τόσο πιο εύκολα σχηματίζεται η αυτοδυναμία.

2004 – Η παγκόσμια πρωτοτυπία των εδρών “μπόνους”

Ψηφίζεται το 2004 από την τελευταία κυβέρνηση Σημίτη, και εφαρμόζεται πρώτη φορά το 2007 ο περίφημος νόμος Σκανδαλίδη. Ο νόμος διατηρεί την ρήτρα του +1, το πλαφόν του 3% για την ένταξη στη Βουλή, μόνο που πλέον μόνο οι 260 από τις 300 έδρες κατανέμονται αναλογικά στους συνδυασμούς που κερδίζουν την είσοδο τους στη Βουλή. Οι υπόλοιπες 40, κατανέμονται αυτομάτως στο πρώτο σε ψήφους κόμμα, ακόμα κι αν η διαφορά του από το δεύτερο είναι μία ψήφος. Οι εγκέφαλοι του νόμου, είχαν κατά πάσα πιθανότητα προεξοφλήσει την ήττα του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2004 έπειτα από 11 χρόνια στην εξουσία και μια οριακή (και αμφιλεγόμενη) νίκη στις εκλογές του 2000, και είχαν ήδη στρέψει τα βλέμματα (αλλά και τον σχεδιασμό τους) στις επόμενες εκλογές, με στόχο να επανέλθουν στην εξουσία έπειτα από μια σύντομη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με μια άνετη για το ΠΑΣΟΚ αυτοδυναμία. Η πραγματικότητα φυσικά τους διέψευσε, καθώς ο Κώστας Καραμανλής κέρδισε και τις εκλογές του 2004, όπως περίμεναν και αυτές του 2007. Το 2007 μάλιστα, σχημάτισε οριακά αυτοδύναμη κυβέρνηση, με 152 βουλευτές, κάτι που με τα ίδια αποτελέσματα δεν θα είχε καταφέρει να κάνει εάν το ΠΑΣΟΚ δεν ψήφιζε το συγκεκριμένο νόμο. Το λες και μπούμερανγκ.

2008 – Η κρίση έρχεται, το μπόνους βόλεψε και ενισχύεται

Το 2008, μια ταραχώδη χρονιά για την Ελληνική πολιτική σκηνή, τροποποιείται από την Κυβέρνηση Καραμανλή ο νόμος Σκανδαλίδη και οι 40 έδρες που λειτουργούν ως “μπόνους” για το σχηματισμό κυβέρνησης στο πρώτο κόμμα, γίνονται 50, αφήνοντας τις άλλες 250 να κατανέμονται αναλογικά σε όσα κόμματα συγκεντρώσουν πάνω από 3%. Ήταν ήδη από τότε ξεκάθαρο ότι η πολιτική κρίση στη χώρα δεν θα ήταν σύντομη, γι’ αυτό και έγινε πιο επιτακτική η ανάγκη να “τονωθεί” το μπόνους. Ο νόμος εφαρμόζεται για πρώτη φορά στις εκλογές Μαΐου 2012. Στα 4 αυτά χρόνια η Ελλάδα έχει βυθιστεί στην οικονομική κρίση, έχει μπει στο Μνημόνιο και ως συνέπεια παρατηρούμε βαθιά πολιτική αστάθεια, κοινωνική αναταραχή, αλλά και την κατάρρευση του δικομματισμού έπειτα από δεκαετίες. Πλέον ακόμα και το δώρο των 50 εδρών δεν φαίνεται αρκετό για τον σχηματισμό κυβέρνησης και η χώρα οδηγείται τον Ιούνιο του 2012, ξανά στις κάλπες.

2016 – Επαναφορά στην απλή αναλογική

Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ υπό τον Αλέξη Τσίπρα, αλλάζει τον εκλογικό νόμο και καταργεί την ενισχυμένη αναλογική και όλα τα “μπόνους” εδρών, διατηρώντας απλά το πλαφόν εισόδου στη Βουλή για τα κόμματα που συγκεντρώνουν λιγότερο από το 3% των ψήφων Πανελλαδικά. Πολλοί οπαδοί της κυβέρνησης ισχυρίζονται ότι απλά ο ΣΥΡΙΖΑ τήρησε μια μακροχρόνια προεκλογική του δέσμευση αλλάζοντας τον εκλογικό νόμο. Θα μου επιτρέψετε να σκεφτώ πιο πονηρά.

Όπως και το ΠΑΣΟΚ του 1989 και του 2004, ο ΣΥΡΙΖΑ του 2016 ξέρει καλά ότι θα ‘ναι αδύνατο να ξαναβγεί πρώτος στις επόμενες εκλογές όποτε κι αν γίνουν κι ότι θα κληθεί να επιβιώσει πολιτικά, όντας πια μειοψηφία. Ποντάρει λοιπόν (και νομοθετεί) στην ενδυνάμωση της μειοψηφίας, κάτι που είναι ευδιάκριτο κι απ’ το πρόσφατο νόμο που ψήφισε η κυβέρνηση για την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Μια τέτοια αλλαγή στον εκλογικό νόμο μπορεί να αποβεί μοιραία για την πολιτική σταθερότητα που έχει εισέλθει η χώρα τα τελευταία 3 περίπου χρόνια. Με το ενδεχόμενο μη σχηματισμού κυβέρνησης από το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών (όποτε κι αν γίνουν) και την διεξαγωγή επαναληπτικών εκλογών με την απλή αναλογική η χώρα θα μπορούσε να εισέλθει σε μια περίοδο εξαιρετικά εύθραυστης διακυβέρνησης ή ακόμη και ακυβερνησίας. Μην ξεχνάμε ότι ο δικομματισμός κατέρρευσε, τα μικρά κόμματα που παρουσιάζουν την μεγαλύτερη εκλογική σταθερότητα (Χρυσή Αυγή και ΚΚΕ) δεν αποτελούν επιλογές για κυβερνητικούς εταίρους και στα τέλη του 2019 η Βουλή θα κληθεί να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με κίνδυνο αν δεν εκλεγεί να πάμε ξανά σε πρόωρες κάλπες. Η κυβέρνηση με γνώμονα το συμφέρον της παίζει επικίνδυνα παιχνίδια στις πλάτες της χώρας και πρέπει επιτέλους να αναρωτηθούμε ως πότε θα αφήνουμε την εκάστοτε κυβέρνηση για να βοηθήσει το κόμμα της να παίζει με τους θεσμούς και τους νόμους του Κράτους.

(Bonus info: τον Ιανουάριο του 2015, η Κυβέρνηση Σαμαρά αρνήθηκε στη γενιά του 1997 (που βάσει Συντάγματος είχε δικαίωμα από την 1η Ιανουαρίου 2015 να ασκήσει το εκλέγειν) να ψηφίσει, με πρόφαση την έλλειψη χρόνου για τον κρατικό μηχανισμό να τους εντάξει στους εκλογικούς καταλόγους. Τα δημοσκοπικά νούμερα που έδιναν συντριπτική ήττα της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στις ηλικίες 18-24 φυσικά και δεν είχαν να κάνουν τίποτα με την απόφαση αυτή)

«Σημασία δεν έχει ποιος ψηφίζει, αλλά ποιος μετράει τις ψήφους», φέρεται να είπε, κάποτε, ο Στάλιν. Και με ποιο εκλογικό σύστημα, νόμο και κανονισμό τις μετράει, θα προσέθετα.


Μίνωας Ράπτης

Γεννημένος και μεγαλωμένος από το 1998 στην Αθήνα, προπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης & Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης στην Κομοτηνή, στην κατεύθυνση της Πολιτικής Επιστήμης.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ