19.9 C
Athens
Δευτέρα, 12 Μαΐου, 2025
ΑρχικήΠολιτισμόςO Ιρλανδός και η Αμερικανική εργατική τάξη

O Ιρλανδός και η Αμερικανική εργατική τάξη


Του Βασίλη Μορφονιού,

Νόμιζα πως ο Scorsese είχε ήδη ολοκληρώσει μια άτυπη τριλογία με τα “Goodfellas”, “Casino” και “The Wolf of Wall Street”. Οι τρεις αυτές ταινίες χαρτογραφούν την εγκληματική δραστηριότητα σε τρία διακριτά επίπεδα: το πεζοδρομιακό και εξ ολοκλήρου παράνομο, το εταιρικό και ημι-νομιμοφανές, και τέλος, το θεσμικό και πλήρως ενσωματωμένο στον κοινωνικοπολιτικό ιστό. Κοινός παρονομαστής, ωστόσο, σε κάθε αφήγηση είναι η πνευματική απονέκρωση του πρωταγωνιστή στην τελική πράξη: Όχι μέσω φυσικού θανάτου ή ισόβιας φυλάκισης, αλλά δια της αναγκαστικής παραίτησης από τον εκθαμβωτικό βίο του εγκλήματος και της ένταξης στην κοινή, άχαρη κανονικότηταμ με αποτέλεσμα να καταλήγει, όπως δηλώνει εύγλωττα το “Goodfellas” ως «ένα συνηθισμένο ανθρωπάκι».

Έπειτα, όμως, έρχεται «Ο Ιρλανδός», μία ταινία που είτε αντικαθιστά το “Wolf of Wall Street” ως τρίτο κεφάλαιο αυτής της άτυπης τριλογίας είτε λειτουργεί ως τέταρτο και τελικό μέρος μιας τετραλογίας, που πλέον επεκτείνεται έως τα ανώτατα επίπεδα της ομοσπονδιακής εξουσίας —υπερβαίνοντας έτσι και τον ίδιο τον διάλογο περί νομιμότητας. Ο Martin Scorsese διέθετε πάντα μια σκηνοθετική ωριμότητα, που έπαιρνε στα σοβαρά την τέχνη του και εμπλούτιζε τις ταινίες του με μια σοφία που λίγοι διαθέτουν. Ωστόσο, ο «Ιρλανδός» είναι ο Scorsese στην πιο ώριμη και στοχαστική του φάση. Μετά το “Wolf of Wall Street”, που λειτούργησε σαν μια τελευταία «πάρτι» ταινία, τα επόμενα έργα του —το “Silence”, ο «Ιρλανδός» και το “Killers of the flower moon”— είναι δημιουργίες ενός ανθρώπου, ο οποίος αναλογίζεται σοβαρά την ηλικία και τη ζωή.

Τι θα γινόταν αν το “Goodfellas” γερνούσε; Τι θα γινόταν αν μια ταινία έπαιρνε τον χρόνο να καθίσει μέσα στον εαυτό της, πολύ μετά τα «γεγονότα» της πλοκής; Τι θα γινόταν αν έβλεπες ολόκληρη την ενήλικη ζωή, από κάθε σημαντική απόφαση, έως τα παγκόσμια γεγονότα, μέχρι και τις πιο μικρές λεπτομέρειες των προσωπικών επιλογών, να εκτείνονται μέχρι το τέλος μιας ανθρώπινης ζωής;

«Άφησε την πόρτα λίγο ανοιχτή· δεν μου αρέσει να είναι εντελώς κλειστή»

Συνεπής με τις υπαρξιακές και ηθικές θεματικές των προγενέστερων έργων, ο Frank Sheeran του “Irishman” ολοκληρώνει την πορεία του ως κενό περίβλημα του εαυτού του. Ενώ οι Henry Hill, Ace Rothstein και Jordan Belfort συνεχίζουν να ζουν —αν και λειψοί, περιορισμένοι και αφοπλισμένοι— ο Sheeran αντιμετωπίζει το αναπόδραστο του ίδιου του θανάτου.

Πηγή εικόνας: imdb.com

Όπως και οι προηγούμενες ταινίες του Scorsese, έτσι και το Irishman ριζώνει στην αληθινή ιστορία ενός πραγματικού προσώπου και σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Η ταινία αφηγείται τη ζωή του Frank Sheeran (Robert De Niro), βετεράνου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οδηγού φορτηγού και μετέπειτα, εκτελεστικού στελέχους της Ένωσης Teamsters, με ισχυρές συνδέσεις στη μαφία. Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται η σχέση του με τον πρόεδρο των Teamsters, Jimmy Hoffa (Al Pacino), τον οποίο η ταινία παρουσιάζει ως τον δεύτερο ισχυρότερο άνδρα στην Αμερική των αρχών της δεκαετίας του ’60 — και πιθανώς όχι άδικα, εφόσον, όπως τονίζει συχνά και ο ίδιος ο Hoffa, «οτιδήποτε διαθέτει κανείς μεταφέρθηκε από κάποιο φορτηγό». Οι Teamsters ήλεγχαν τη ραχοκοκαλιά της αμερικανικής οικονομίας και μπορούσαν να την παραλύσουν εν μία νυκτί.

Αυτό το χαρακτηριστικό είναι καίριο για να διακρίνουμε το Irishman από τις προηγούμενες ταινίες του Scorsese για τη μαφία. Ο Sheeran δεν διακατέχεται από φιλοδοξίες, δεν γεννήθηκε στον υπόκοσμο και δεν νιώθει την «αίγλη» του όπλου. Για αυτόν, η συγκεκριμένη δουλεία είναι σαν όλες τις άλλες, απλά τυχαίνει να είναι καλός σε αυτή. Υπάρχουν μερικές σκηνές που σκόπιμα και διακριτικά παραπέμπουν σε εμβληματικές εικόνες του “Goodfellas”, μόνο που τώρα ο Scorsese τις αντιστρέφει. Η ταινία ανοίγει με ένα κλασικό τραγούδι των Five Satins από τα 1950s και ένα tracking shot, κάνοντάς μας να νιώσουμε ότι μπαίνουμε σε μία «τυπική» ταινία Scorsese. Μόνο που αυτή τη φορά η αίσθηση στον αέρα είναι διαφορετική, εξαιτίας του χώρου από τον οποίο περνάμε. Υπάρχει μια ήσυχη ωριμότητα που δεν τη συναντάς στις περισσότερες ταινίες του Scorsese. Ο Marty παίρνει τον χρόνο να αναλογιστεί και ίσως να νιώθει κάποια ευθύνη για το ότι δόξασε όχι και τόσο «καλούς» ανθρώπους στα έργα του.

Παρόλο που η ταινία περιέχει πολλή οικειότητα, ειδικά στα πρώτα της μέρη, ακόμη και σε σύγκριση με άλλα έργα του Scorsese, βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με αυτά. Αυτό που κάνει την ταινία τόσο ξεχωριστή είναι τα τελευταία 80-90 λεπτά, τα οποία δεν θα είχαν ούτε τη μισή δύναμη αν δεν είχε προηγηθεί ένα «ζωντανό» χτίσιμο. Υποψιάζομαι πως η τελευταία πράξη της ταινίας θα φανεί βαρετή σε κάποιους θεατές, αλλά είναι το κλειδί για την κατανόηση των θεματικών της ιστορίας. Αυτή η ταινία διαρκώς νιώθει «μεγάλη», σαν να προσπαθεί να περικλείσει το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας, όχι απλώς την ειδικότητα του να είσαι «γκάνγκστερ». Αυτό που πάντα καταλάβαινε με συμπόνια ο Marty είναι ότι οι «γκάνγκστερ» δεν διαφέρουν σε τίποτα από οποιοδήποτε άλλο «πιστεύω» —θρησκεία, πολιτική, αυτοκίνητα— δεν έχει σημασία. Οι περισσότεροι έχουν έναν ηγέτη, οι περισσότεροι έχουν έναν κώδικα ηθικής ή αυστηρούς κανόνες να τηρήσουν, και οι περισσότεροι, όταν μπεις βαθιά, προσπαθούν να σου φερθούν σαν οικογένεια. Υποθέτω, στο τέλος της μέρας, όλοι ακολουθούμε εντολές, προσπαθώντας να βγάλουμε χρήματα και να φτάσουμε στο τέλος του τούνελ έχοντας καταφέρει όσο το δυνατόν περισσότερα. Αλλά τι γίνεται όταν φτάσεις εκεί;

Πηγή εικόνας: vulture.com

Βλέπουμε τον Σίραν να ζει πολύ πέρα από τη χρησιμότητά του ως εκτελεστής της μαφίας, να εκτίει ποινή φυλάκισης, να επιζεί όλων των φίλων και εχθρών του και τελικά να μετακομίζει σε γηροκομείο. Εκεί αναζητά πνευματική άφεση και συμφιλίωση με τις τέσσερις κόρες του, ιδίως με τη δεύτερη μεγαλύτερη, την Πέγκι (Anna Paquin), η οποία παραμένει αδιάφορη στη νέα του μεταμέλεια. Ένας άνθρωπος που ποτέ δεν αναζήτησε κάποιο πνευματικό νόημα βρίσκεται ξαφνικά χωρίς σκοπό και προσπαθεί —πολύ αργά— να επανορθώσει. Η ζωή σπάνια προσφέρει καθαρές εξηγήσεις για τη φθορά των στενών σχέσεων, αυτό φαίνεται και εδώ. Το μόνο που περιμένει τον Σίραν στο τέλος της ζωής του είναι ένα φέρετρο και η γνώση ότι κάποτε συναναστράφηκε με μερικούς από τους πιο ισχυρούς άνδρες του κόσμου.

Βέβαια, οι περισσότεροι από μας δεν θα μπορέσουν ποτέ να ταυτιστούν με αυτούς τους άντρες με συγκεκριμένους τρόπους, αλλά —σε ευρύτερο επίπεδο— το τρομακτικό είναι ότι κανείς μας δεν είναι τόσο διαφορετικός. Αν δουλεύεις 40 ώρες την εβδομάδα, είσαι σαν τον Φρανκ. Αν πήγες σχολείο, βρήκες δουλειά, έκανες οικογένεια, τότε είσαι σαν αυτόν. Αν υπήρξες ποτέ στρατιώτης ή ακολούθησες πιστά την καθοδήγηση κάποιου (οικογένεια ή άλλον), τότε έκπληξη: είσαι σαν αυτόν. Οι περισσότεροι από εμάς δεν είμαστε ψυχοπαθείς δολοφόνοι χωρίς τύψεις, αλλά είμαστε όλοι προϊόντα του περιβάλλοντός μας, προσπαθώντας απλώς να φτάσουμε στην επόμενη μέρα και ίσως να κάνουμε και μερικά πράγματα στην πορεία. Αυτή η ταινία αποτυπώνει το εύρος της εργατικής ζωής, όπως καμία άλλη. Παρουσιάζει τους ανθρώπους—εργάτες να δουλεύουν μέχρι να πεθάνουν, ενώ, ταυτόχρονα δείχνει τις υπαρξιακές συνέπειες του να ζεις μια ζωή δίχως στόχους ή νόημα. Η απόφαση του Σίραν να σκοτώσει τον φίλο του, προδίκασε το τέλος της ζωής του, ενώ στα τελευταία 90 λεπτά απλά διανύει την απόσταση ανήμπορος να αλλάξει το αποτέλεσμα.

Με το πλαίσιο της τελευταίας πράξης στο μυαλό, το υπόλοιπο της θεματολογίας αποκτά καθαρότητα. Αυτή είναι μια ιστορία για τις επιλογές που κάνουν οι άνθρωποι και πού οδηγούν τελικά αυτές οι επιλογές. Από πολύ μεγάλες αποφάσεις, όπως το να αφαιρέσεις μια ζωή, μέχρι μικρές, όπως το να ζητήσεις συγγνώμη, επειδή άργησες σε μια συνάντηση. Διανύουμε τη ζωή κάνοντας επιλογές, χωρίς να ξέρουμε ποιες θα περάσουν απαρατήρητες και ποιες θα οδηγήσουν σε καταστροφική αλυσιδωτή αντίδραση. Όταν πια έχουμε την απόσταση για να σκεφτούμε καθαρά, είναι πολύ αργά για να αλλάξουμε την πορεία. Έτσι είναι η ζωή. Έτσι γράφεται η ιστορία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • The Irishman, IMDb, διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασίλης Μορφονιός
Βασίλης Μορφονιός
Είναι 21 ετών. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, στο Νέο Ηράκλειο και σπουδάζει Γεωγραφία στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Λατρεύει τον κινηματογράφο και το όνειρό του θα ήταν να γράφει σενάρια και να τα σκηνοθετεί.Τα χόμπι του είναι να φτιάχνει playlist στο spotify, οι ταινίες, το σκάκι, να διαβάζει βιβλία και να οργανώνει πάρτι. Είναι φανατικός του Στάνλεϊ Κιούμπρικ.