Της Ελένης Κάζου,
Σύμφωνα με το άρθρο 372 του Ποινικού Κώδικα, το έγκλημα της κλοπής συνίσταται στην αφαίρεση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος από την κατοχή άλλου με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση. Η αφαίρεση ως το βασικό στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης πραγματοποιείται αρχικά με τη θραύση της παλιάς κατοχής (απομάκρυνση δηλαδή του πράγματος από τον χώρο στον οποίο ο κάτοχός του το προόριζε να βρίσκεται ή το εξουσίαζε φυσικά) και ολοκληρώνεται με την θεμελίωση νέας κατοχής στο πρόσωπο του δράστη. Στην ουσία, με την αφαίρεση επέρχεται μια μετάθεση κατοχής, η οποία γίνεται χωρίς τη συναίνεση του παλαιού κατόχου. Τυχόν συγκατάθεση θα απέκλειε τον παράνομο χαρακτήρα της πράξης, καθώς θα επρόκειτο για μια παράδοση πράγματος (διάθεση της ιδιοκτησίας) και όχι παράνομη ιδιοποίηση.
Υπάρχουν, ωστόσο, περιπτώσεις κατά τις οποίες η αφαίρεση πραγματοποιείται μέσω του ίδιου του θύματος, το οποίο βρίσκεται σε άγνοια ως προς την ύπαρξη κατοχής από μέρους του. Οι περιπτώσεις αυτές καθιστούν ιδιαίτερα δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ της κλοπής και της απάτης του 386 ΠΚ στην οποία απάτη, η περιουσιακή βλάβη του θύματος επέρχεται ακριβώς με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Η διάκριση μεταξύ των δύο εγκλημάτων είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς μέσω αυτής καθορίζεται εν τέλει και ποιο είναι το έννομο αγαθό που θίγει ο δράστης με τις ενέργειες του: Με την κλοπή προσβάλλεται η ιδιοκτησία ως η εμπράγματη σχέση του ατόμου με το πράγμα, ενώ με την απάτη προσβάλλεται η περιουσία ως η συνολική χρηματική αξία των υλικών ή άυλων αγαθών, τα οποία ανήκουν σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, ανακύπτει πρακτικό ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά την επίλυση ζητημάτων ασφαλιστικού δικαίου: Όταν ένα πράγμα είναι ασφαλισμένο έναντι κλοπής, απαιτείται να διακριβωθεί το αν όντως τελέστηκε κλοπή.
Η βασική διαφορά μεταξύ των ανωτέρω αδικημάτων έγκειται στο ότι η κλοπή αποτελεί μια ετεροπροσβολή της περιουσίας, ενώ η απάτη είναι έγκλημα αυτοπροσβολής. Στην πρώτη περίπτωση, ο δράστης λειτουργεί ως άμεσος αυτουργός της αφαίρεσης του πράγματος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, ενεργεί ως έμμεσος αυτουργός της περιουσιακής βλάβης μέσω του θύματος το οποίο προβαίνει το ίδιο στην περιουσιακή διάθεση Συνεπώς, η με εξαπάτηση απόκτηση της συναίνεσης του κατόχου θεμελιώνει το αδίκημα της απάτης, καθώς το ίδιο το θύμα παραδίδει το περιουσιακό αντικείμενο. Βασική προϋπόθεση της απάτης είναι να προβαίνει το θύμα σε μετάθεση της κατοχής του αντικειμένου και όχι απλά να επιτρέπει την χαλάρωσή της (παραδείγματος χάρη κάποιος κλέβει, αφότου εισήλθε σε σπίτι προσποιούμενος τον τεχνικό). Σε αυτήν την περίπτωση, υπάρχει αφαίρεση αντικειμένων με ετεροπροσβολή (αφού το ίδιο το θύμα δεν διέθεσε κάτι) και στοιχειοθετείται το αδίκημα της κλοπής με τέχνασμα.
Αναγκαία προϋπόθεση της απάτης είναι εκτός από την διάθεση παράδοσης και η εξουσία διάθεσης: Το ίδιο το θύμα δηλαδή να διαθέτει το περιουσιακό στοιχείο και να έχει πλήρη συνείδηση της διάθεσης αυτής. Συνεπώς, η άγνοια της κατοχής από μέρους του θύματος ή ακόμη και η εξαπάτηση του με σκοπό να επιτευχθεί η αφαίρεση ή και η μη ελεύθερη διάθεση συνιστούν περιπτώσεις κλοπής με τέχνασμα (ή ακόμη και περιπτώσεις ληστείας ή εκβίασης, όταν ενυπάρχει το στοιχείο της βίας). Διαπράττει, επίσης, κλοπή με τέχνασμα ο δράστης που προσποιούμενος δικαστικό υπάλληλο εξαπατά το θύμα ώστε να του παραδώσει το πράγμα. Η παράδοση αυτή κρίνεται ως αφαίρεση, καθώς το θύμα δεν διαθέτει ελεύθερα το πράγμα, αλλά το παραδίδει θεωρώντας ότι είναι υποχρεωμένο να το κάνει.
Τέλος, αξίζει να αναλυθεί σε ό,τι αφορά την εξουσία διάθεσης, το ζήτημα της τριγωνικής απάτης, όταν δηλαδή ο δράστης παραπλανά κάποιον να του δώσει ένα πράγμα που ανήκει σε τρίτον. Η περίπτωση, ωστόσο, της τριγωνικής απάτης συγγενεύει με την κλοπή κατ’ έμμεση αυτουργία, κατά την οποία η αφαίρεση γίνεται μέσω ενός τρίτου προσώπου, το οποίο λειτουργεί ως όργανο του δράστη. Εφόσον βασικό στοιχείο της απάτης είναι η αυτοπροσβολή του θύματος, θα πρέπει ο τρίτος που προβαίνει στην παράδοση να βρίσκεται σε στενή σχέση με το θύμα ώστε η πράξη του να καταλογιστεί ως πράξη του τελευταίου.
Ωστόσο, είναι έντονα αμφισβητούμενο το αν αρκεί η στενή αυτή σχέση και δεν προϋποτίθεται αρμοδιότητα διάθεσης του πράγματος. Γίνεται δεκτό από την νομολογία ότι η παραπλάνηση προς παράδοση κατοχής ακόμη και αν δεν υπήρχε σχετική αρμοδιότητα αποτελεί καθαρή αφαίρεση, η οποία γίνεται μέσω τρίτου που λειτουργεί ως όργανο του δράστη. Αφαίρεση υπάρχει ακόμη και αν ο τρίτος δεν είναι καν κάτοχος και είναι βοηθός κατοχής (οικιακή βοηθός, υπάλληλος, φύλακας πάρκινγκ). Αν, όμως, δεν πρόκειται για βοηθό κατοχής, αλλά για συγκάτοχο, ο οποίος εξαπατάται προς παράδοση του πράγματος, υπάρχει ταυτόχρονα και κλοπή (ως προς την μέσω αυτού αφαίρεση της ξένης κατοχής του άλλου συγκατόχου) αλλά και απάτη (ως προς την δι’ εξαπατήσεως επιτευχθείσα διάθεση της δικής του κατοχής).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νικόλαος Μπιτζιλέκης, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, 2η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2023
- Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Τα περιουσιακά εγκλήματα, Δ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022