20.1 C
Athens
Τρίτη, 30 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΤο πραγματικό επιτόκιο

Το πραγματικό επιτόκιο


Της Μαρίας Καράμπελα,

Πραγματικό επιτόκιο, είναι το επιτόκιο που πρέπει να πληρώσει ο δανειζόμενος με βάση την πραγματική αξία του χρήματος. Κατά προσέγγιση, ισούται με το ονομαστικό επιτόκιο μείον τον πληθωρισμό. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι οι τιμές αυξάνουν κατά 8% κάθε χρόνο και το ονομαστικό επιτόκιο δανεισμού είναι 10%. Εάν κάποιος έχει δανειστεί 100 ευρώ, θα πληρώσει στο τέλος του χρόνου 110 ευρώ. Όμως, η πραγματική αξία των χρημάτων που πληρώνει είναι μικρότερη εξαιτίας του πληθωρισμού. Έτσι, σε πραγματικούς όρους, ο δανειζόμενος ωφελείται και ο δανειστής βλάπτεται. Ο δανειζόμενος σε πραγματικούς όρους θα πληρώσει μετά από έναν χρόνο χρήματα που τώρα αξίζουν 101,85=( 110/1,08 ) ευρώ. Συνεπώς, το πραγματικό επιτόκιο είναι 1,85%. Ο δανειζόμενος σε πραγματικούς όρους επιβαρύνεται μόνο κατά 1,85%. Όπως αναφέραμε παραπάνω, το πραγματικό επιτόκιο υπολογίζεται προσεγγιστικά σε 2%, δηλαδή το ονομαστικό επιτόκιο 10% μείον τον πληθωρισμό 8%. Γενικά, εάν i=ονομαστικό επιτόκιο, π=πληθωρισμός και r=πραγματικό επιτόκιο, από το παράδειγμα προκύπτει ότι (1+i)/(1+π)=1+r. Η εξίσωση αυτή μπορεί προσεγγιστικά να γραφεί r=i-π, όταν το ονομαστικό επιτόκιο i και ο πληθωρισμός π είναι σχετικά μικρότεροι αριθμοί του 0,2.

Είναι σημαντικό να λαμβάνει κάποιος υπόψιν του τον πληθωρισμό, όταν δανείζεται χρήματα. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το ονομαστικό επιτόκιο είναι ίσο με τον πληθωρισμό, οπότε ο δανεισμός χρημάτων είναι προς όφελος του δανειζόμενου. Σε αυτήν την περίπτωση, ο δανειζόμενος επιστρέφει στον δανειστή μετά από έναν χρόνο χρήματα που έχουν σήμερα την ίδια αγοραστική αξία, δηλαδή το πραγματικό επιτόκιο είναι μηδενικό.

Πηγή εικόνας: academy.treasurers.org

Οι επιχειρήσεις άλλοτε χρηματοδοτούν τα επενδυτικά προγράμματα που σχεδιάζουν με δανεισμό και άλλοτε από τα αδιανέμητα κέρδη τους. Ανεξάρτητα, όμως, από τη μέθοδο της χρηματοδότησης της δαπάνης των επενδυτικών σχεδίων, το πραγματικό επιτόκιο είναι μέρος του κόστους ευκαιρίας. Σε κάθε περίπτωση, η επιχείρηση πρέπει να σταθμίσει το όφελος από την επένδυση σε νέο κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, δηλαδή την αύξηση στα μελλοντικά κέρδη με το τρέχον κόστος της επένδυσης. Εάν η επιχείρηση δανειστεί τα χρήματα αυτά, τότε για να είναι η επένδυση επικερδής, θα πρέπει τα μελλοντικά κέρδη να επαρκούν ώστε να αποπληρωθεί το κεφάλαιο και οι τόκοι. Όμως, όσο αυξάνεται το πραγματικό επιτόκιο τόσο πιο ασύμφορος γίνεται ο δανεισμός και τόσο μεγαλύτερα θα πρέπει να είναι τα μελλοντικά κέρδη, ώστε να επαρκούν για να καλυφθεί το κόστος της επένδυσης. Οι επιχειρήσεις συνήθως επιλέγουν από μία σειρά των δυτικών σχεδίων που θα ήθελαν να αναλάβουν, π.χ. επέκταση εγκαταστάσεων αναβάθμιση τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού αυτοματοποίηση της παραγωγής και τα λοιπά. Όταν το πραγματικό επιτόκιο είναι χαμηλό, τα περισσότερα από αυτά τα επενδυτικά σχέδια θα είναι επικερδή και συνεπώς η ζήτηση για αυτά θα είναι μεγάλη. Αντίθετα, με υψηλό πραγματικό επιτόκιο, πολύ λίγα από αυτά θα είναι επικερδή και η ζήτηση για επενδύσεις μειώνεται.

Εάν η επένδυση χρηματοδοτηθεί με τα αδιανέμητα κέρδη της επιχείρησης, τότε το κόστος ευκαιρίας είναι το πραγματικό επιτόκιο, διότι αυτά τα χρήματα θα μπορούσε να τα δανείσει η επιχείρηση στο πραγματικό επιτόκιο ή να αγοράσει ομόλογα που θα της αποφέρουν εισόδημα. Έτσι, όσο μεγαλύτερο είναι το πραγματικό επιτόκιο, τόσο πιο ελκυστικό είναι για την επιχείρηση να δανείσει τα χρήματά της ή να αγοράσει ομόλογα παρά να τα επενδύσει για αγορά κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν το πραγματικό επιτόκιο είναι χαμηλό, τότε ενδεχομένως να μη συμφέρει την επιχείρηση να δανείσει τα χρήματά της, αλλά να τα διαθέσει σε επενδυτικά σχέδια, που θα αυξήσουν την παραγωγή και τα κέρδη της. Συνεπώς, η ζήτηση για επένδυση επηρεάζεται αρνητικά από το πραγματικό επιτόκιο.

Η ζήτηση για επένδυση αυξάνεται, όταν μειώνεται το πραγματικό επιτόκιο και μειώνεται, όταν αυξάνεται το πραγματικό επιτόκιο αντίστοιχα. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, από το 1992 έως το 1997, το ονομαστικό επιτόκιο σε αρκετές περιπτώσεις ήταν πάνω από 20% με πληθωρισμό κοντά στο 10%. Έτσι, με πραγματικό επιτόκιο 10% οι επενδύσεις ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα περιορισμένες με συνέπεια τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.

Πηγή εικόνας: yourmortgage.com.au

Το πραγματικό επιτόκιο είναι αυτό που επηρεάζει τις επενδυτικές αποφάσεις. Όπως είδαμε, αυτό ισούται με το ονομαστικό επιτόκιο μείον τον πληθωρισμό. Όμως, όταν η επιχείρηση δανείζεται χρήματα για να πραγματοποιήσει την επένδυση, δεν γνωρίζει ποιο θα είναι το ύψος του πληθωρισμού κατά την περίοδο που θα διαρκέσει η δανειοδότηση μέχρι την αποπληρωμή του δανείου. Έτσι, η επιχείρηση πρέπει να υπολογίσει το πραγματικό επιτόκιο με βάση όχι τον τρέχοντα πληθωρισμό, αλλά αυτόν που προσδοκά. Το προσδοκώμενο ή αναμενόμενο πραγματικό επιτόκιο, ισούται με το ονομαστικό επιτόκιο μείον τον προσδοκώμενο ή αναμενόμενο πληθωρισμό. Επομένως, το προσδοκώμενο πραγματικό επιτόκιο είναι αυτό που επηρεάζει την επένδυση και το οποίο γράφουμε ως r = i – π^e, όπου π^e είναι ο προσδοκώμενος πληθωρισμός. Το προσδοκώμενο πραγματικό επιτόκιο θα είναι διαφορετικό από το πραγματικό επιτόκιο, όταν ο προσδοκώμενος πληθωρισμός διαφέρει από τον πραγματικό. Πολλές φορές, όταν αναφερόμαστε στο πραγματικό επιτόκιο, εννοούμε το προσδοκώμενο, αφού αυτό είναι που επηρεάζει την επένδυση. Εάν υποθέσουμε ότι το γενικό επίπεδο τιμών είναι σταθερό, τότε το πραγματικό επιτόκιο ισούται με το ονομαστικό.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ

  • Αρχές Μακροοικονομικής Θεωρίας, Δημήτρης Γιαννέλης, Εκδόσεις Τσότρας.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Καράμπελα
Μαρία Καράμπελα
Είναι 22 ετών, γεννημένη στην Αθήνα. Εισήχθη 2η στο Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Της αρέσουν οι πεζοπορίες και γενικά οι εξορμήσεις στη φύση, καθώς είναι εγγεγραμμένη στον πεζοπορικό όμιλο Αθηνών.