Της Μαρίας Κουλούρη,
Οι μνήμες του ανθρώπου παραμένουν, ως έναν βαθμό, αναλλοίωτες στον χρόνο, ακόμα και όταν ο οργανισμός με τα χρόνια φθείρεται. Τι συμβαίνει, όμως, όταν οι πιο «ύπουλες» ασθένειες, αυτές που προσβάλλουν τη μνήμη και το μυαλό, κάνουν την εμφάνισή τους και «απειλούν» τις αναμνήσεις μας; Η πρωταγωνίστρια του βιβλίου Η δεσμοφύλακας, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, είναι —ή, καλύτερα, ήταν— ένας άνθρωπος που αντιμετώπισε τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Το παραπάνω έργο φέρει την υπογραφή του Νίκου Δαββέτα. Ο Νίκος Δαββέτας γεννήθηκε το 1960 στην Αθήνα. Εργάζεται ως συγγραφέας και κριτικός, έχοντας εκδώσει μέχρι σήμερα 14 βιβλία, 7 πεζογραφικά και 7 ποιητικά. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2022 και με το Βραβείο Ελληνικού Μυθιστορήματος Athens Prize for Literature για το έργο του Άντρες χωρίς άντρες. Τέλος, το έργο του Η Εβραία νύφη τιμήθηκε με το βραβείο μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών το 2010.

Ας επιστρέψουμε στην υπόθεση του βιβλίου. Η πρωταγωνίστριά του, όπως αναφέρθηκε και προλογικά, πάλεψε γενναία για χρόνια με την εξουθενωτική ασθένεια του Αλτσχάιμερ. Ήταν μια σωφρονιστική υπάλληλος που έφυγε στα 89 της χρόνια, νικημένη από τη νόσο, την οποία φρόντιζε όλα αυτά τα χρόνια όσο νοσούσε ο γιος της. Στον πρόλογο του βιβλίου, βρισκόμαστε στο Μητρώο Ασφαλισμένων, το οποίο ο γιος της επισκέπτεται λίγο καιρό μετά τον θάνατό της, με σκοπό να συμπληρώσει κάποια ελλιπή στοιχεία σχετικά με την ίδια. Μάλιστα, του ανακοινώνεται πως δικαιούται το επίδομα φροντιστή, εφόσον προσκομίσει και τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Τότε, η θλίψη του εξελίσσεται σε πηγή έμπνευσης και αποφασίζει να γράψει τη βιογραφία της μητέρας του, καθώς και όσες αναμνήσεις είχε εκείνος μαζί της.
Όπως είναι φυσικό, η μητέρα του αφότου χτυπήθηκε από το Αλτσχάιμερ δεν αναγνώριζε τον γιο της, δεν τον θυμόταν. Έως το τέλος της ζωής της, όμως, θυμόταν πολλά πράγματα από τη δουλειά της ως δεσμοφύλακας στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού, η οποία τη στιγμάτισε βαθιά, τόσο που οι δυνατές της μνήμες παρέμειναν ζωντανές, ακόμα και μετά το Αλτσχάιμερ. Στο βιβλίο καταγράφονται μνήμες της από τις κρατούμενες, τα μικρά τους ονόματα, καθώς και τις στιγμές που έζησε μαζί τους στη φυλακή, ενώ με αυτές τις μνήμες συνδυάζονται και εκείνες του γιου της, που τον σημάδεψαν μεγαλώνοντας. Ενδεικτικά, αξιοσημείωτη αναφορά είναι η περιγραφή της ιστορίας της καλύτερης φίλης της μητέρας του, η οποία ήταν μια κρατούμενη που είχε σκοτώσει τον άντρα της και τη γνώρισε στα μαγειρεία της φυλακής. Όταν αποφυλακίστηκε, επισκέφθηκε τη φίλη της, τον μόνο άνθρωπο που τη δέχτηκε μετά τη φυλακή, της χάρισε ένα κέντημα που είχε φτιάξει στην απομόνωση και μετά από λίγο καιρό έβαλε τέλος στη ζωή της, όπως το ίδιο της το παιδί την είχε «συμβουλεύσει».
Οι ιστορίες που συνθέτουν το βιβλίο είναι πολλές και όλες συγκινητικές, γιατί είναι σε βάθος αληθινές. Η δεσμοφύλακας δεν ζωντανεύει μόνο στις μνήμες του αγαπημένου της γιου, αλλά και στη φαντασία όλων μας, αφού η παραστατικότητα και οι σύντομες και γλαφυρές περιγραφές του έργου οδηγούν τον αναγνώστη στο να «κοιτάξει» τη ζωή μέσα από τα «μάτια» της. Αναμφισβήτητα, πρόκειται για ένα βιβλίο που συγκινεί και αγγίζει το αναγνωστικό κοινό ανεπιτήδευτα.