Του Σταύρου Πραβή,
Ιστορικό πλαίσιο
Για να καταλάβει κανείς πως κατέληξε ο κόσμος να ζει στον ρυθμό του διπόλου του Ψυχρού Πολέμου, πρέπει να εξετάσει ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο στρατιωτικών, διπλωματικών και πολιτικών εξελίξεων που έλαβαν χώρα στην σταδιακή λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και τα οικονομικά δεδομένα τα οποία καθόρισαν τον γεωπολιτικό στόχο των Μεγάλων Δυνάμεων. Πολλές αναλύσεις διεθνών σχέσεων, εξετάζοντας εκείνες των Αμερικανών, των Άγγλων και των Σοβιετικών της εποχής, οδηγούν σε διάφορα συμπεράσματα «απτής πραγματικότητας» των συμφωνιών, της φιλοδοξίας, αλλά της συνεννόησης των μεγάλων ηγετών των νικηφόρων χωρών του Δευτέρου Παγκοσμίου, και όντως, αυτές οι αναλύσεις πραγματικά δίνουν ένα μεγάλο γόητρο σε εκείνη την περίοδο, και προσφέρουν ένα φως στους σκοπούς των συμμαχικών δυνάμεων. Η απτή πραγματικότητα όμως, αυτήν την φορά, δεν εμπεριέχεται μόνο στην ομιλία και στις διαπραγματεύσεις περί διευθέτησης της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ηπείρου, και των νέων συνόρων. Οι διασκέψεις βασίζονται στην οικονομική πρώτον, και δεύτερον στην στρατιωτική πραγματικότητα της συγκεκριμένης περιόδου, το 1944.
Η οικονομική πραγματικότητα αφορούσε κυρίως τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της εποχής, τα οποία σύμφωνα με τον Τζορτζ Κένναν (Αμερικανός διπλωμάτης και ιστορικός), ήταν τα πέντε κέντρα τα οποία καθόριζαν την σχετικότητα της ισχύος στον πλανήτη και ο έλεγχος αυτών θα «κρατούσε το βάρος» της παγκόσμιας κυριαρχίας. Ήταν τα κέντρα της Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της Σοβιετικής Ένωσης, της Ιαπωνίας, αλλά και της Δυτικοκεντρικής Ευρώπης ιδιαίτερα της Γαλλίας αλλά ακόμη πιο πολύ εκείνη της Γερμανίας. Η αμφίβολη λοιπόν περιοχή αφορούσε τον ισχυρό γερμανικό βιομηχανικό χώρο και την αντιπαλότητα ως προς την κυριαρχία των δυνάμεων επί αυτού. Μια οικονομία όπως εκείνη της Γερμανίας «αργά ή γρήγορα» θα επανέκαμπτε, (πόσο μάλλον σε ένα εκ νέου ενωμένο γερμανικό κράτος με κοινό νόμισμα) και αυτό ακριβώς ήταν ο φόβος του Στάλιν, για μια πιθανή μελλοντική εισβολή, παρόμοια με εκείνη το 1941.

Η στρατιωτική πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να είναι πιο ολιστική από εκείνη του Ερυθρού Στρατού, ο οποίος είχε προελάσει έως το μέσο της Γερμανίας, καταλαμβάνοντας την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, την Ρουμανία, την ανατολική Γερμανία, την μισή Αυστρία (με την Βιέννη) ενώ στην Βουλγαρία είχε μόλις επικρατήσει κομμουνιστικό καθεστώς, καθεστώς με μεγάλη λαϊκή υποστήριξη. Οι Σοβιετικοί βέβαια δεν διέθεταν στρατιωτική παρουσία στην Γιουγκοσλαβία καθώς είχε επιχειρήσει την δική της απελευθέρωση με τους Παρτιζάνους του Τίτο. Απέναντι του, ο Ερυθρός Στρατός «έβλεπε κατάματα» τις δυτικές δυνάμεις που κατείχαν την Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ιταλία, την Δυτική Γερμανία (πυρήνας της γερμανικής βιομηχανίας), αλλά και τμήματα της Αυστρίας. Μπορεί λοιπόν κανείς να φανταστεί πως, τα λόγια και οι διαπραγματεύσεις, αν και διαθέτουν ισχύ, δεν μπορούν να αναιρέσουν την «απτή πραγματικότητα» του Ερυθρού Στρατού, του ισχυρότερου στρατού εκείνης της περιόδου. Επομένως, οι απαρχές του Ψυχρού Πολέμου βρίσκονται στην «καρδία της Γηραιάς Ηπείρου», ενώ η ομίχλη που έβλεπαν οι δυτικές δυνάμεις επί της Ανατολικής Ευρώπης στο πρόσωπο του Ερυθρού Στρατού, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αναδιευθέτηση των νέων μεταπολεμικών κρατιδίων της τελευταίας.
Μια συμφωνία ποσοστών
Σαφώς, κατά την διάρκεια του πολέμου οι ηγέτες των «Τριών Μεγάλων» διατηρούσαν την μεταξύ τους επικοινωνία, με μεγάλες συναντήσεις κορυφής να λαμβάνουν χώρα στην Τεχεράνη (Νοέμβριος 1943), στη Γιάλτα (Φεβρουάριος 1945), αλλά και στο Πόντσνταμ (Ιούλιος-Αύγουστος 1945), όμως η διαίρεση της Ευρώπης μετά τον πόλεμο δεν υπήρξε ξεκάθαρα αποτέλεσμα «συμφωνίας», όμως οι απόπειρες συνεννόησης ήταν πολλές. Κοιτώντας αυτό το ιστορικό πλαίσιο δεν μπορεί να μην αναφερθεί η πρώτη συνεννόηση, με επίκεντρο τα Βαλκάνια, όταν τον Οκτώβριο του 1944 συναντήθηκε ο Άγγλος Πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ με τον Σοβιετικό ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν κατά την διάρκεια των βρετανικών αποβάσεων, οι οποίες είχαν στόχο την απελευθέρωση της Ελλάδας, αλλά και των σοβιετικών στρατευμάτων στην Βουλγαρία. Ο Τσώρτσιλ επιζήτησε μια συμφωνία με την Μόσχα που θα του έδινε τη δυνατότητα «να προχωρήσει απρόσκοπτα στην Ελλάδα». Σε συναντήσεις των δύο ηγετών και σε δεύτερο στάδιο των δύο Υπουργών Εξωτερικών, Άντονυ Ήντεν και Βιάτσεσλαβ Μολότωβ «συνήφθη» η περίφημη «συμφωνία ποσοστών» που «προέβλεπε στην Ελλάδα 90% επιρροή για την Βρετανία και 10% για την Σοβιετική Ένωση, αντίστροφα ποσοστά στην Ρουμανία, 50-50 επιρροή στην Γιουγκοσλαβία και 80% για την Σοβιετική Ένωση και 20% για την Βρετανία στην Βουλγαρία και την Ουγγαρία».

Μάλιστα, οι δύο ηγέτες ενημέρωσαν τον Αμερικανό Πρόεδρο για την συμφωνία, διαβεβαιώνοντάς τον ότι επρόκειτο για μια συμφωνία που δεν θα καθόριζε απαραίτητα την μελλοντική διευθέτηση της Ευρώπης. Κρίνεται κυρίως ένα αναγκαίο στοιχείο για να αποτρέψει μελλοντικές ενδοσυμμαχικές έριδες. Η συμφωνία θεωρήθηκε αρχικά ένα μείζων βήμα για την διαίρεση της νοτιοανατολικής Ευρώπης, ενώ ο ίδιος ο Στάλιν την τήρησε όταν τον Δεκέμβρη βρετανικά και κυβερνητικά στρατεύματα θα αντιμετώπιζαν στην Αθήνα τις δυνάμεις του ΕΑΜ. Η Βρετανία, ούσα μεγάλη ναυτική δύναμη, δεν έκρυψε το ενδιαφέρον της για το ναυτικό κράτος της Ελλάδας, ένα κράτος γεωστρατηγικής σημασίας, γεγονός το οποίο η ΕΣΣΔ αποδέχθηκε.
Η Ελλάδα πράγματι, δεν υπήρξε ποτέ στο στόχαστρο του μεταπολεμικού ενδιαφέροντος των Σοβιετικών. Πιο πολύ νοιάζονταν για χώρες του εσωτερικού, στις οποίες ήταν παρών ο Ερυθρός Στρατός (και κατ’ επέκταση τίποτα να μην μπορεί να του σταθεί εμπόδιο) και που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα κράτη ως «μαξιλάρια» στα σύνορά τους για την δική τους ασφάλεια. Οι δύο χώρες γνώριζαν και είχαν αντιληφθεί τα όρια των δυνατοτήτων τους και «περιορίζονταν στην επιδίωξη των στόχων τους». Η συμφωνία αυτή σίγουρα δεν πρέπει να υπερτονίζεται καθώς δεν αποτέλεσε μια γενική καθοριστική διευθέτηση των νικητών του πολέμου για την διαίρεση της Ευρώπης. Μπορεί όμως να υποδείξει την ευκολία συνεννόησης και συμβιβασμού επί των Βαλκανίων για τις Μεγάλες Δυνάμεις, και κατ’ επέκταση να υποδηλώνει την μικρότερη σημασία της περιοχής αυτής, σε σύγκριση πάντα με την βορειοανατολική Ευρώπη, η οποία διέθετε μια μεγαλύτερη γεωπολιτική εμβέλεια. Πιο πολύ αποτέλεσε ένα μέσο «συναντίληψης» για τους δύο ηγέτες, ούτως ώστε να γίνουν κατανοητές οι επιδιώξεις και των δύο πλευρών.
Το ζήτημα της Ανατολικής Ευρώπης
Οι διασκέψεις της Γιάλτας (4–11 Φεβρουαρίου 1945) και του Πότσνταμ (17 Ιουλίου–2 Αυγούστου 1945) είχαν στόχο να καθορίσουν τη μεταπολεμική διευθέτηση, με μια συμφωνία «διαίρεσης της Ευρώπης», όμως η τελευταία δεν κρίθηκε ούτε απόλυτη, ούτε επίσημη. Στη Γιάλτα, «οι Τρείς Μεγάλοι» συμφώνησαν στη δημιουργία του ΟΗΕ, (αρχικά οι Σοβιετικοί είχαν φέρει κάποιες αντιρρήσεις), τη σύσταση ζωνών κατοχής στη Γερμανία (της γαλλικής), την ρύθμιση των Πολωνικών συνόρων, ενώ η ηθελημένη εγκαθίδρυση δημοκρατικών καθεστώτων υπέκρυπτε μια σειρά μελλοντικών διενέξεων. Οι ΗΠΑ ανησυχούσαν για την Σοβιετική επιρροή και προσπαθούσαν να εμποδίσουν την εγκαθίδρυση των «κρατών-δορυφόρων». Η Σοβιετική Ένωση, αντίθετα, θεωρούσε ότι η απόλυτη στρατιωτική και πολιτική επιρροή ήταν απαραίτητη για την ασφάλεια της, ειδικά στην στρατηγικά ευαίσθητη περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης, η οποία άλλωστε είχε παλαιότερα χρησιμεύσει ως «ανάχωμα» εναντίον της ΕΣΣΔ, και ως εφαλτήριο μιας δυτικής εισβολής.

Στην διάσκεψη του Πόντσνταμ το 1945, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Στάλιν, Τρούμαν, και του νέου Βρετανού Πρωθυπουργού Άττλι δεν κατέληξαν σε κοινή συμφωνία. Ο θάνατος του Ρούσβελτ και η ανάληψη της προεδρίας από τον Τρούμαν έφεραν αλλαγή στην αμερικανική πολιτική, με σκληρότερη στάση απέναντι στην Μόσχα. Η πολιτική αυτή αύξησε την καχυποψία και όξυνε τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Στο μεταξύ, η παράλληλη εμφάνιση δύο «μπλοκ», του φιλελεύθερου-καπιταλιστικού στην δύση και ενός «ανερχόμενου» μονοκομματικού-κομμουνιστικού στην Ανατολή είναι από τα βασικά κέντρα αντιπαράθεσης του Πολωνικού ζητήματος, που αναδείχθηκε κορυφαίο πρόβλημα, λόγω της στρατηγικής σημασίας, αλλά και του έντονου αγωνιστικού παρελθόντος της Πολωνίας έναντι του Άξονα, υπέρ μιας ανεξαρτησίας, που εν τέλει είχε «πάρει στα χέρια του» ο Ερυθρός Στρατός.
Οι Σοβιετικοί, υποστήριζαν κομμουνιστικά καθεστώτα μέσω εκλογών ή μέσω άσκησης βίας επί των αντιπάλων, στην Ρουμανία (Νοέμβριος 1946), στην Πολωνία (Ιανουάριος 1947), και Ουγγαρία (Αύγουστος 1947). Στην Βουλγαρία, το Πατριωτικό Μέτωπο κυριάρχησε με μεγάλη λαϊκή υποστήριξη και με την εμφάνιση του Ερυθρού Στρατού. Μόνο στην Τσεχοσλοβακία οι κομμουνιστές δεν εξασφάλισαν πλήρη πλειοψηφία το 1946 (38% των ψήφων), αλλά κατάφεραν να επιβάλουν τον έλεγχο τους στις κρίσιμες κρατικές υπηρεσίες. Στην νότια Ανατολική Ευρώπη, κομμουνιστικά καθεστώτα σταθεροποιήθηκαν, συχνά με εσωτερική λαϊκή υποστήριξη και όχι μόνο λόγω σοβιετικής επιρροής, όπως συνέβη στην Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία. Στην βόρεια Ανατολική Ευρώπη, αντίθετα, επικρατούσε παραδοσιακή αντιρωσική στάση. Επίσης, ο ιδεολογικός διπολισμός της Ευρώπης (δυτικής και ανατολικής) οδήγησε σε δυσπιστία μεταξύ «των δύο μεγάλων». Η Μόσχα ερμήνευε την αμερικανική επιμονή σε ελεύθερες εκλογές ως απειλή, ενώ οι Αμερικανοί έβλεπαν την σοβιετική δράση ως παραβίαση συμφωνηθέντων.
Το 1946, η Μόσχα απέρριψε την δημιουργία ζώνης ελεύθερου εμπορίου στην Ανατολική Ευρώπη, και οι δυτικοί απάντησαν με άρνηση σε βαθύτερη συνεργασία. Η ατμόσφαιρα καχυποψίας εντάθηκε. Τον Μάρτιο του 1946, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, σε μια ιστορική oμιλία στο Φούλτον του Μισούρι, κατήγγειλε το «σιδηρούν παραπέτασμα» που είχε πέσει στην Ευρώπη, χωρίζοντας την ήπειρο σε δυτική και ανατολική ζώνη επιρροής. Η έκφραση αυτή έμελλε να γίνει το σύμβολο της σοβιετικής απολυταρχίας στην Ανατολική Ευρώπη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Derek J. Aldcroft, Η Ευρωπαϊκή Οικονομία 1914-2000, εκδ. Αλεξάνδρεια
- Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου, εκδ. Πατάκη
- Ivan T. Berend, Οικονομική ιστορία του ευρωπαϊκού 20ου αιώνα: Τα οικονομικά συστήματα από το laissez-faire στην παγκοσμιοποίηση, Επιμέλεια-Μετάφραση-Σημειώσεις: Θανάσης Α. Βασιλείου εκδ. Gutenberg
- Svetozar Rajak, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ειρήνη Καραμούζη, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Τα Βαλκάνια στον Ψυχρό Πόλεμο, εκδ. Παπαδόπουλος
- Bell Phillip, Michael Hett, The World Since 1945: An international History εκδ. Hodder Education