Του Θανάση Πεταλά,
Εισαγωγικά
Στο προηγούμενο άρθρο μου επιχειρήθηκε μια εισαγωγή στη ρύθμιση της μεταγαμιαίας διατροφής, ενός κατεξοχήν θεσμού επιείκειας, δικαιολογούμενου από την προϋπάρχουσα κοινωνία βίου μεταξύ των πρώην συζύγων, και αναλύθηκαν οι προϋποθέσεις για τη γένεση της αξίωσής της. Η παρακάτω ανάπτυξη πραγματεύεται την εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης διατροφής και την παύση ή τους τυχόν περιορισμούς που μπορεί να της επιβληθούν.
Ύψος διατροφής
Το άρθρο 1443 ΑΚ παραπέμπει στις γενικές διατάξεις περί διατροφής του 10ου κεφαλαίου, ορίζοντας ότι ισχύουν στη μεταγαμιαία διατροφή αναλογικά ορισμένα άρθρα του. Ένα εξ αυτών αποτελεί η ΑΚ 1493, σύμφωνα με την οποία: «το μέτρο διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του».
Η διάταξη αυτή αποτελεί γνώμονα προς το δικαστήριο για τον καθορισμό δίκαιου ύψους διατροφής. Αυτή δηλαδή θα πρέπει να καλύπτει όχι μόνο τις θεμελιώδεις βιοτικές ανάγκες του δικαιούχου πρώην συζύγου, αλλά να του προσφέρει ένα επίπεδο διαβίωσης ανάλογο με εκείνο που απολάμβανε προηγουμένως. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στα πλαίσια της επιείκειας, που διαπνέει συνολικά τη ρύθμιση της μεταγαμιαίας διατροφής, κρίνεται ορθό το νέο επίπεδο ζωής του πρώην συζύγου να μην αποκλίνει υπερβολικά από το προηγούμενο, ενόψει και της κοινωνίας βίου που συνέδεε προηγουμένως τους πρώην συζύγους. Συνεπώς, το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους τη διατροφής το προηγούμενο επίπεδο ζωής του δικαιούχου, επιδικάζοντας ανάλογη διατροφή, που θα καλύπτει, συν τοις άλλοις, την ανατροφή, την ψυχαγωγία και την εν γένει εκπαίδευσή του (1493 εδ. β).
Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο, ότι τα μέρη δε μπορούν να ρυθμίσουν διαφορετικά το ζήτημα της διατροφής μεταξύ τους. Οι επίμαχες διατάξεις για τον καθορισμό του μέτρου της διατροφής συνιστούν ενδοτικό δίκαιο, δηλαδή μπορεί να παρακαμφθούν από την ιδιωτική βούληση με έγκυρη συμφωνία των μερών. Επομένως, συμβατικός καθορισμός των όρων της διατροφής (ύψους, διάρκειας, τρόπου καταβολής κ.λπ.) κατόπιν συμφωνίας των συζύγων δεν αποκλείεται, εφόσον η συμφωνία τους δεν προσκρούει στα άκρα όρια που θέτει ή έννομη τάξη στην ιδιωτική αυτονομία των μερών, και ιδίως στις διατάξεις του αστικού κώδικα περί ανηθικότητας ή αισχροκέρδειας (ΑΚ 178, 179).

Τρόπος και χρόνος καταβολής
Ο κανόνας είναι ότι η διατροφή καταβάλλεται κάθε μήνα χρηματικά (1443 εδ. β). Υπάρχει ωστόσο και η αντίθετη άποψη ότι είναι σύμφωνη με το γράμμα του νόμου και η παροχή διατροφής σε είδος, δεδομένου του ενδοτικού χαρακτήρα της ΑΚ 1496 εδ. β. Όταν πρόκειται πάντως για χρηματική παροχή διατροφής, η καταβολή της λαμβάνει χώρα στον τόπο κατοικίας του δικαιούχου-δανειστή της, καθώς αποτελεί κομίσιμο χρέος.
Όσον αφορά τον τρόπο καταβολής αξίζει να σημειωθεί ότι η περιοδικότητα στην καταβολή της διατροφής (κάθε μήνα) δεν είναι απόλυτη. Μπορεί να καταβληθεί και εφάπαξ, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει έγγραφη συμφωνία των πρώην συζύγων. Το επιληφθέν δικαστήριο διαθέτει επίσης την ευχέρεια να επιδικάσει εφάπαξ καταβολή, εφόσον συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι που τη δικαιολογούν (1443 εδ. γ).
Η νομολογία έχει αποκρυσταλλώσει μερικούς δικαιολογητικούς λόγους, όπως για παράδειγμα η μεγάλη πιθανότητα διαφυγής του υποχρέου πρώην συζύγου στο εξωτερικό, η τέλεση νέου γάμου από αυτόν, η χρεοκοπία της επιχείρησής του και η περιέλευσή του σε οικονομική δυσχέρεια κ.ά.
Υποστηρίζεται, επιπρόσθετα, ότι είναι δυνατόν να καθορισθεί από το δικαστήριο και διαφορετικός χρόνος καταβολής, για παράδειγμα κάθε 20 μέρες ή ανά 1μιση μήνα. Το σκεπτικό της εν λόγω άποψης δε διαφοροποιείται σε σχέση με όσα λέχθηκαν πιο πάνω: δεδομένου του ενδοτικού χαρακτήρα της ΑΚ 1496, που εισάγει τη μηνιαία καταβολή διατροφής, τέτοια εξέλιξη δεν αντίκειται στο νόμο.
Αποκλεισμός / Περιορισμός του δικαιώματος
Σύμφωνα με τη διάταξη 1444 ΑΚ «η διατροφή μπορεί να αποκλειστεί ή να περιοριστεί, αν αυτό επιβάλλεται από σπουδαίους λόγους». Το δικαστήριο καλείται να εξετάσει τους ισχυρισμούς του υποχρέου, να τους αξιολογήσει και να κρίνει αν το πραγματικό γεγονός που επικαλείται συνιστά σπουδαίο λόγο που δικαιολογεί τη μείωση του ποσού της διατροφής ή τον αποκλεισμό της.
Πάντως η διάταξη προβαίνει και σε μια συγκεκριμενοποίηση της αόριστης νομικής έννοιας του σπουδαίου λόγου, παραθέτοντας και κάποια πραγματικά γεγονότα, με τη συνδρομή των οποίων τεκμαίρεται η ύπαρξη σπουδαίου λόγου, ικανού να αποκλείσει ή να μειώσει το ύψος της μεταγαμιαίας διατροφής. Τέτοια γεγονότα είναι:
1) Η μικρή διάρκεια του γάμου μεταξύ των συζύγων: όταν η έγγαμη συμβίωση για παράδειγμα διήρκεσε μόλις ένα μήνα, θα ήταν ανεπιεικές να επιβαρυνθεί οικονομικά ο εύπορος πρώην σύζυγος με την υποχρέωση διατροφής για ένα τόσο βραχύ χρονικά διάστημα γάμου. Χρήζει περαιτέρω διερεύνησης ωστόσο, εάν πριν από τη σύναψη του γάμου προηγήθηκε μακροχρόνια ελεύθερη συμβίωση των πρώην συζύγων, ικανή να δικαιολογήσει την επιδίκαση διατροφής υπέρ του άπορου πρώην συζύγου.

2) Η υπαιτιότητα του άπορου δικαιούχου: θα ήταν επίσης ανεπιεικές να δικαιούται να αξιώσει μεταγαμιαία διατροφή ο πρώην σύζυγος που κλόνισε ισχυρά το γάμο υπό την έννοια του άρθρου 1439. Για παράδειγμα ο σύζυγος που συμπεριφερόταν απαξιωτικά και υβριστικά προς τη σύζυγο και την οικογένειά της ή η σύζυγος που διέπραττε μοιχεία σε βάρος του συζύγου της θα δικαιούνται (εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της ΑΚ 1442) απλώς μειωμένη ή και καθόλου μεταγαμιαία διατροφή.
3) Η εκούσια απορία του δικαιούχου: όταν αυτός κατασπαταλά επίτηδες την περιουσία του ή παραιτείται από την εργασία του και αρνείται να αναζητήσει νέα, θα ήταν ανεπιεικές να δικαιούται διατροφή από τον έτερο πρώην σύζυγο. Άλλωστε τονίστηκε στο προηγούμενο άρθρο ότι ratio της μεταγαμιαίας διατροφής είναι η οικονομική διευκόλυνση του άπορου πρώην συζύγου στη νέα του ζωή, που δικαιολογείται από την κοινωνία βίου που συνέδεε προηγουμένως τους συζύγους. Στόχος της δεν είναι να οδηγήσει σε μία κατάσταση εκμετάλλευσης, στην οποία ο ένας σύζυγος θα ζει εις βάρος του άλλου, ασκώντας καταχρηστικά το δικαίωμα διατροφής του.
Παύση του δικαιώματος
Το δικαίωμα μεταγαμιαίας διατροφής παύει κατ’ αρχήν, όταν αρθούν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1442, που οδήγησαν στη γένεσή του. Για παράδειγμα η εύρεση εργασίας από τον άπορο δικαιούχο ή η αποδοχή μεγάλης κληρονομιάς που τον βγάζει από τη κατάσταση απορίας που βρισκόταν μπορεί να οδηγήσουν σε παύση της μεταγαμιαίας διατροφής.
Η παράγραφος 2 του άρθρου 1444 παραθέτει μερικούς επιπρόσθετους λόγους που παύουν το δικαίωμα διατροφής μετά το γάμο, όπως:
1) Η τέλεση νέου γάμου εκ μέρους του δικαιούχου: ανεξάρτητα από την οικονομική άνεση του νέου συζύγου, θεωρείται εν προκειμένω δικαιοπολιτικά ορθό να μη δικαιούται ο άπορος πρώην σύζυγος διατροφή, ενώ έχει ιδρύσει με άλλον άνθρωπο νέα κοινωνία βίου.
2) Η μόνιμη συμβίωση στα πλαίσια ελεύθερης ένωσης: ακόμα και η ελεύθερη συμβίωση, που εμφανίζει ωστόσο κάποια στοιχεία μονιμότητας και προσιδιάζει στην έγγαμη συμβίωση αρκεί για να παυθεί το δικαίωμα διατροφής του άπορου πρώην συζύγου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο αστικός νομοθέτης αντιλαμβάνεται πως μια τέτοια ελεύθερη ένωση ιδρύει ουσιαστικά κάτι σαν κοινωνία βίου μεταξύ των συντρόφων, η οποία σε σχέση με την κοινωνία βίου μεταξύ των συζύγων δε διαφέρει ουσιωδώς. Συνεπώς, για τον λόγο που εκτέθηκε παραπάνω παύει η αξίωση διατροφής του δικαιούχου.
Το αν η διάλυση της ελεύθερης συμβίωσης αναβιώνει το δικαίωμα διατροφής του δικαιούχου από τον εύπορο πρώην σύζυγό του αμφισβητείται. Η επιεικέστερη άποψη δέχεται πως μπορεί η αξίωση μεταγαμιαίας διατροφής να αναβιώσει, εφόσον υπάρχει ακόμα λόγος γένεσής της (ΑΚ 1442), που αφορά αυστηρά στο πρόσωπο του δικαιούχου και, επίσης, δεν έχει γεννηθεί η ίδια αξίωση και κατά του πρώην συντρόφου.

Ας σημειωθεί εδώ ότι η σύμβαση μνηστείας επίσης οδηγεί σε παύση του δικαιώματος διατροφής του άπορου πρώην συζύγου, καθώς κατ’ αρχήν πληροί όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν την ελεύθερη ένωση ικανή να παύσει το δικαίωμα διατροφής, τουτέστιν πρόθεση μονιμότητας, μεγάλη διάρκεια και κάποια κοινωνική παρουσία του ζευγαριού.
3) Ο θάνατος του δικαιούχου ή του υποχρέου διατροφής: με το θάνατο του δικαιούχου άπορου πρώην συζύγου το δικαίωμα διατροφής αποσβήνεται. Εξαίρεση αποτελεί η αξίωση για δόσεις του δικαιούχου για δόσεις που ήταν ήδη απαιτητές κατά το θάνατό του ή που αφορούν σε παρελθόντα χρόνο. Σε αυτές τις περιπτώσεις περιέρχονται στους κληρονόμους του δικαιούχου και εκείνοι δικαιούνται να τις διεκδικήσουν από τον υπόχρεο.
Στον αντίποδα με τον θάνατο του υποχρέου σε διατροφή πρώην συζύγου η αξίωση διατροφής δεν παύει να υπάρχει αλλά βαραίνει πλέον τους κληρονόμους του, σε αναλογία με το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Απόστολος Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, 3η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022
- Αθηνά Κοτζάμπαση, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, 3η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2023