Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Η ελληνική μουσική σκηνή, αναμφισβήτητα, έχει να επιδείξει μια πληθώρα καλλιτεχνών μέσα από τους διάφορους χώρους και τα ρεύματα που έχει. Ωστόσο, λίγοι είναι αυτοί που γράφουν ιστορία και μένουν στη συνείδηση και τα χείλη των Ελλήνων, κατακτώντας με το ταλέντο αλλά και την προσωπικότητά τους επάξια μια ξεχωριστή θέση. Μία από αυτές τις μορφές είναι και ο Μανώλης Μητσιάς που μέσα από τις ερμηνείες του άλλαξε την πορεία της εγχώριας μουσικής και δημιούργησε μια δική του «σχολή».

Την προσωπικότητα και καλλιτεχνική αυτή φύση καταγράφει με αξιομνημόνευτο τρόπο ο Γιάννης Κουρκουλος μέσα από το βιβλίο του Μανώλης Μητσιάς: Ήλιος χειμωνιάτικος, άρχοντας λαμπρός που μπορείτε να το βρείτε από τις Εκδόσεις Μετρονόμος. Ο συγγραφέας του έργου είναι δημοσιογράφος με εμπειρία πάνω από τέσσερις δεκαετίες και μέλος τόσο της ΕΣΗΕΑ όσο και του ΠΣΑΤ. Έχει εργαστεί για μεγάλο διάστημα σε εφημερίδες πανελλαδικής εμβέλειας (Αθλητική Ηχώ, Ώρα για Σπορ κ.α.), ενώ έχει περάσει και από τη θέση του ραδιοφωνικού παραγωγού. Επιπλέον, έχει συνεργαστεί και με αθλητικά περιοδικά, αλλά και με μια σειρά από εγχώριες αθλητικές ομοσπονδίες διαφόρων χώρων (πάλη, πυγμαχία, στίβο κ.α.). Τέλος, είναι παντρεμένος με την οικονομολόγο, Βασιλική Χαραλαμποπούλου, και η μεγάλη του αγάπη για το καλό ελληνικό τραγούδι οδήγησε τα βήματά του στην εκπόνηση του εν λόγω έργου.
Επιστρέφοντας στο βιβλίο, αξίζει αρχικά να αναφέρουμε πως δεν πρόκειται για μια απόπειρα βιογράφησης του καλλιτέχνης, αλλά σκοπός του συγγραφέα είναι να δώσει στο αναγνωστικό κοινό μια πλήρη εικόνα της αξίας του μεγάλου μουσικού τόσο μέσα από τις διηγήσεις του ίδιου όσο και από τις «καταθέσεις» συγγενών και συνεργατών του. Έτσι, λοιπόν, το βιβλίο ξεκινάει με την αφήγηση και τις αναμνήσεις του Μανώλη Μητσιά σε ένα μικρό χωριό, στα Δουμπιά Χαλκιδικής, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε αμισθί επί 13 έτη ως κοινοτάρχης. Σε αυτά τα πρώτα χρόνια του στο μικρό χωριό ήρθε σε επαφή και με τη μουσική ακούγοντας στο πικάπ τραγούδια του Καζαντζίδη, της Πόλυς Πάνου, του Αγγελόπουλου και άλλων, ενώ όταν άρχισε τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο του Πολύγυρου άκουσε για πρώτη φορά τον Επιτάφιο του Θεοδωράκη και το έργο του Χατζιδάκι. Με αυτόν τον τρόπο, καθώς μεγάλωνε, η μουσική έμπαινε όλο και περισσότερο στη ζωή του και όταν πήγε στη Θεσσαλονίκη και έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση σε σκηνή στην μπουάτ «Σκαμνιά», ξεκινώντας τη μεγάλη του πορεία.
Το ένα έφερε το άλλο και από τις μπουάτ της Θεσσαλονίκης κατέβηκε στην Αθήνα και πέρασε στη δισκογραφία, ενώ συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους μουσικοσυνθέτες της εποχής, όπως ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Γκάτσος κ.α. ως συνδαιτυμόνας τους στο περίφημο στέκι της καλλιτεχνικής Αθήνας το Φλόκα-Zonar’ s. Πέραν, όμως, από τη διήγηση του ίδιου του Μητσιά μιλάνε —όπως αναφέραμε και παραπάνω— άνθρωποι που τον γνωρίζουν πάρα πολύ καλά, όπως τα αδέλφια του Παναγιώτα και Θανάσης, ο κουνιάδος του Χρήστος Στέφας, αλλά και στενοί του φίλοι. Δεν παραλείπεται, ωστόσο, και η παράθεση των εμπειριών που είχαν από τον Μανώλη Μητσιά σπουδαίοι συνεργάτες του από τον χώρο, όπως η Μαρία Φαραντούρη που αναφέρει πως ο Μητσιάς «συνδυάζει την ψυχαγωγία με την ψυχική ανάταση», αναπολώντας τα πρώτα χρόνια που συνεργάστηκαν, ενώ ιδιαίτερη μνεία κάνει και στη φωνή του με την έντονη βυζαντινή χροιά, κάτι που βρίσκει σύμφωνο και τον Σταύρο Ξαρχάκο, ο οποίος αναφέρει πως μέσα από τη φωνή του «μας ταξίδεψε σε καιρούς βυζαντινούς», εκθειάζοντάς τον και για την προσωπικότητά του βάρος στη σεμνότητά του.
Κλείνοντας, οφείλουμε να αναφέρουμε πως όλο το βιβλίο διατρέχουν εικόνες από τη ζωή του Μανώλη Μητσιά προσφέροντας μια επιπλέον ζωντάνια στο έργο φέρνοντάς μας πιο κοντά στον καλλιτέχνη, ενώ στο τέλος ένας μέρος από την πλούσια δισκογραφία του και τις ζωντανές του ερμηνείες.