19.7 C
Athens
Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟ θεσμός του ανακριτή στην ελληνική Ποινική Δικονομία

Ο θεσμός του ανακριτή στην ελληνική Ποινική Δικονομία


Της Βασιλικής Φώτη,

Ένα πρόσωπο της ποινικής διαδικασίας, του οποίου ο ρόλος διαμορφώθηκε μέσα από ποικίλες κοινωνικό- ιστορικές εξελίξεις και μέχρι σήμερα αποτελεί αντικείμενο αμφισβητήσεων τόσο ως προς τις εξουσίες του όσο και ως προς  την ίδια την ύπαρξή του, είναι αυτό του ανακριτή. Εμφανίζεται και ενεργεί στην ποινική διαδικασία κατά το στάδιο της προδικασίας, προετοιμάζοντας την προς κρίση από το δικαστήριο υπόθεση.

Πρόκειται επί της ουσίας για έναν ανεξάρτητο δικαστικό λειτουργό, που ασκεί δικαιοδοτικό έργο, που απολαμβάνει μια λειτουργική αυτονομία, ενεργώντας βάσει της δικής του ανακριτικής πρωτοβουλίας σε αντίθεση με τους ανακριτικούς υπαλλήλους που λειτουργούν μόνον κατόπιν εντολών του εισαγγελέα.

Η αναγκαιότητα της ύπαρξης του ανακριτή ως μονομελούς δικαιοδοτικού οργάνου αμφισβητήθηκε πολλάκις. Η Γερμανία προχώρησε σε κατάργηση του θεσμού  το 1974 και ακολούθως η Ιταλία το 1988, καθόσον πολλοί ήταν οι ευρωπαίοι θεωρητικοί που υποστήριζαν ότι η είσοδος του ανακριτή στην προδικασία επηρεάζει την ανεξαρτησία του δικαστηρίου και τείνει προς την ενίσχυση της θέσης του κατηγορουμένου. Οι αντιλογίες αυτές κατάφεραν να κλονίσουν το θεσμό του ανακριτή ακόμα και στη χώρα γέννησης του, τη Γαλλία.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: geralt

Σε ό,τι αφορά το ελληνικό ποινικό δικονομικό γίγνεσθαι, αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντιμετωπιστεί ως ένα σταθερό και παγιωμένο μέγεθος, καθόσον οι αλλαγές, συνήθως σε διατάξεις θεμελιώδεις, είναι συνεχείς. Συναφώς και ο θεσμός της κύριας ανάκρισης βρέθηκε στη δίνη πολλών μεταρρυθμιστικών τροχών τα τελευταία χρόνια. Παρά τις πλείονες συζητήσεις που υπήρξαν αναφορικά με τη χρησιμότητα διατήρησης του θεσμού του τακτικού ανακριτή στο πλαίσιο των διεθνών εννόμων τάξεων, η διατήρηση του στην ελληνική ποινική δικονομία εξακολουθεί να αποτελεί αξονική διαδικασία για τη συγκέντρωση του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού επί σοβαρών εγκλημάτων.

Σημαντικοί θεωρητικοί ανέπτυξαν αναφορικά με τον θεσμό του ανακριτή ενδιαφέρουσες απόψεις. Ειδικότερα, ο αείμνηστος καθηγητής Νομικής ΕΚΠΑ Ν. Ανδρουλάκης,  για λόγους επιτάχυνσης της προδικασίας, προέκρινε την κατάργηση του δικαιοδοτικού αυτού οργάνου, αναφέροντας πως η διενέργεια δύο επί της ουσίας ανακρίσεων (προκαταρκτική εξέταση και ανάκριση) καθιστούν την προδικασία ιδιαίτερα χρονοβόρο στάδιο της ποινικής διαδικασίας εν συνόλω, ενώ υπογράμμισε  ότι ο ανακριτής τις περισσότερες φορές προβαίνει σε μία απλή επανεξέταση των όσων έχουν ήδη εξετασθεί, για αυτό και  θεωρούσε ορθό η δικονομία μας, στο προδικαστικό στάδιο, να ακολουθήσει τα πρότυπα της Ιταλίας και της Γερμανίας και να διατηρηθεί μόνο η «εισαγγελική ανάκριση», εννοώντας ως τέτοια την προκαταρκτική εξέταση.

Από την άλλη, ο καθηγητής Νομικής Α. Καρράς, επηρεασμένος από άλλες ευρωπαϊκές δικονομίες, είχε πρότεινε  να ανατεθεί το έργο της κύριας ανάκρισης στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή σε ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους, οι οποίοι θα ενεργούσαν πάλι υπό την εποπτεία του πρώτου. Όταν δε θα τίθεται ζήτημα περί ποινικών δικονομικών προσβολών των ατομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, τότε θα πρέπει αυτές να επικυρώνονται από τακτικό δικαστή.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: katrin bolovtsova

Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το 2019 ταλαντεύτηκε και αυτή για τη συνέχιση ή μη της ύπαρξης του θεσμού της τακτικής ανακρίσεως, περισσότερο δε για τον αν υφίσταται εν τοις πράγμασι κάποια ουσιαστική αναγκαιότητα για τη διατήρησή του. Πολλοί από την επιτροπή ήταν που πρότειναν την κατάργηση της κύριας ανακρίσεως και την εισαγωγή της προκαταρκτικής ακροαματικής διαδικασίας στο στάδιο της προδικασίας, σύμφωνα με το ιταλικό δικονομικό πρότυπο (audenziapremilinare), καθόσον θεωρούσαν ότι  η εκ μέρους του ανακριτή σύνταξη του κατηγορητηρίου, η αλόγιστη από μέρους του επιβολή στερητικών της ελευθερίας μέτρων, καθώς, επίσης, και η μεγάλη διάρκεια της ανάκρισης οδηγούσαν στον υπερκορεσμό των ανακριτικών γραφείων και ως εκ τούτου σε μια συνολική επιβράδυνση της ποινικής δικαιοσύνης.

Τελικώς, η Επιτροπή έχοντας υπόψη τόσο την πορεία του ελληνικού νομικού πλαισίου όσο και την διαμορφωθείσα εγγυητική παράδοση του θεσμού του ανακριτή, κατέληξε στη διατήρηση αυτού, ενώ παράλληλα προέβη σε μεταρρυθμίσεις που ενίσχυαν τον ρόλο του ώστε να τιθασευτεί η άλλως υπερδιογκούμενη κυριαρχία του εισαγγελέα.

Έτσι, λοιπόν, στο ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο γίνεται λόγος για επικράτηση του μικτού τύπου ποινικής διαδικασίας, με τον κατηγορητικό χαρακτήρα, βέβαια, κατά το στάδιο της προδικασίας, να επικρατεί. Αυτό σημαίνει ότι η κίνηση της ποινικής δίωξης ανάγεται στις αρμοδιότητες του εισαγγελέα. Μέχρι και την ψήφιση του ν.4637/2019 στις αρμοδιότητες του ίδιου ως άνω προσώπου αναγόταν και η σύνταξη του κατηγορητηρίου εγγράφου, το οποίο παγιώνει επίσημα και τυπικά το αντικείμενο της ποινικής δίκης και την έκταση αυτής. Όμως αυτό ανετράπη μετά τον ν.4637/2019 και συγκεκριμένα με το άρθρο 248 παράγραφος 1 ΚΠΔ, με το οποίο η αρμοδιότητα σύνταξης κατηγορητηρίου ανατέθηκε στον ανακριτή, δημιουργώντας μια δογματική προβληματική. Ποιος τελικά κατηγορεί;- θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Ο ανακριτής – λόγω του ότι διατυπώνει την κατηγορία σύμφωνα με το άρθρο 248 παρ.1 ΚΠΔ – όντας ταυτόχρονα δεσμευμένος από την ποινική δίωξη που άσκησε ο εισαγγελέας-, ή ο εισαγγελέας επειδή ασκεί την ποινική δίωξη; Και σε ποια έκταση δεσμεύεται ο ανακριτής, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της διάταξης του άρθρου 250 παρ. 1 ΚΠΔ που δεν του επιτρέπει να μεταβάλλει ακριβώς την κατηγορία;

Πηγή εικόνας: pixabay.com

Πράγματι, η τροποποίηση του άρθρου 248 ΚΠΔ από τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 13 του ν. 4637/2019 μετέβαλλε σε σημαντικό βαθμό το δικονομικό σύστημα που είχε διαμορφωθεί από τον νόμο 4620/2019. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 248 ΚΠΔ δίνονται σαφείς οδηγίες στον ανακριτή αναφορικά με τις ενέργειες, στις οποίες πρέπει να προβεί μόλις λάβει στα χέρια του την παραγγελία του Εισαγγελέα. Ειδικότερα, ο ανακριτής  βάσει του άρθρου 248 ΚΠΔ, είναι δικονομικά υποχρεωμένος να καλέσει τον κατηγορούμενο σε απολογία, να επαναλάβει ή και να διενεργήσει νέες ανακριτικές πράξεις και σαφώς να προβεί στη σύνταξη του κατηγορητηρίου.

Μια ακόμα σημαντική τροποποίηση του ν.4637/2019  αφορά στο άρθρο 250 ΚΠΔ, στο οποίο ορίστηκε, κυρίως  για λόγους διαχωρισμού των ρόλων ανακριτή και εισαγγελέα, ότι «ο ανακριτής έχει το δικαίωμα να επεκτείνει την δίωξη σε όλους όσοι συμμετείχαν στην ίδια πράξη». Αυτό συνεπάγεται ότι ο  ανακριτής κατά τη διενέργεια της κύριας ανάκρισης μπορεί να απαγγείλει κατηγορία κατά οποιουδήποτε συμμετόχου, ο οποίος με την κλήτευση του σε απολογία αποκτά την ιδιότητα του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 72 ΚΠΔ. Συναφώς, η επέκταση της ασκηθείσας ποινικής δίωξης για κακουργηματικές πράξεις και σε βάρος άλλου συμμετόχου για τις πράξεις του αρχικώς κατηγορουμένου, δεν προϋποθέτει την προηγούμενη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Η δυνατότητα αυτή του ανακριτή αποτελεί συνέπεια της αρχής in rem και όχι in personam άσκησης της ποινικής δίωξης.

Ωστόσο, δε δύναται να πράξει το αντίστροφο, ήτοι να προβεί στη συρρίκνωση της κατηγορίας ως προς συγκεκριμένους συμμετόχους, αφού μια τέτοια ενέργεια άπτεται των αρμοδιοτήτων του δικαστικού συμβουλίου. Στην περίπτωση δε που προκύψουν αμφιβολίες ως προς την ταυτότητα του κατηγορουμένου, έχει υποστηριχθεί ότι ο ανακριτής δεν δύναται να προβεί σε αναστολή της δίωξης. Εάν, εντούτοις, είναι αδύνατη η απόδειξη της ταυτότητας του κατηγορουμένου, τότε ο ανακριτής με διάταξη του θα βεβαιώσει την αδυναμία αυτή και θα απολύσει το πρόσωπο έως ότου εξακριβωθεί η ταυτότητά του σύμφωνα με το άρθρο 77 παράγραφος 2 και 3 ΚΠΔ.

Δύναται ο ανακριτής να μεταβάλλει τον χαρακτηρισμό της πράξης για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη; Από το άρθρο 250 ΚΠΔ προκύπτει ότι, όταν ο ανακριτής με βάση τα στοιχεία που συγκέντρωσε από τη διεξαγωγή της κύριας ανάκρισης, διαμορφώσει την άποψη ότι το περιεχόμενο της κατηγορίας, είτε υπολείπεται σε νομικό επίπεδο εκείνης, για την οποία κινήθηκε η ποινική δίωξη είτε αντίστροφα ότι η κατηγορία είναι νομικά επιβαρυμένη, υπόκειται στο θεματικό – νομικό περιορισμό της ασκηθείσας ποινικής δίωξης και δεν μπορεί να μεταβάλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, για την οποία ασκήθηκε δίωξη ούτε να απομειώσει την κατηγορία αλλά ούτε και να την αναβαθμίσει.

Κατά τον καθηγητή Νομικής ΑΠΘ, Γ. Καλφέλη, ο νομοθέτης του ν. 4637/2019 με την ανωτέρω ρύθμιση έχει κυοφορήσει ένα εντελώς αντιφατικό και (δικονομικά) αλλοπρόσαλλο «περιβάλλον», σε ό, τι αφορά τη θέση και τις εξουσίες του ανακριτή και αυτό μπορεί κανείς να το συνάγει, αν αναλογιστεί ότι στο άρθρο 248 παράγραφος 4 ΚΠΔ αφενός χορηγείται στον ανακριτή η υποχρέωση σύνταξης του κατηγορητηρίου και διατύπωσης της κατηγορίας και αφετέρου στο άρθρο 250 ΚΠΔ ορίζεται ότι ο ανακριτής δεν έχει δικαίωμα συρρίκνωσης και επέκτασης της δίωξης. Πρόκειται για μια αλλοπρόσαλλη δικονομική εξέλιξη, συμπέρασμα της οποίας είναι ότι ο σύγχρονος νομοθέτης δεν έχει καμία σαφή και μακροπρόθεσμη στρατηγική για το θεσμό του ανακριτή και για τις «σχέσεις» του τελευταίου με τον εισαγγελέα.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: cottonbro studio

Περαιτέρω, ο ανακριτής, τόσο με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όσο και με το προϊσχύον καθεστώς, δε δύναται να επεκτείνει την ποινική δίωξη σε άλλες πράξεις, ακόμα και αν αυτές είναι συναφείς ως προς την διωκόμενη. Αν αυτό συνέβαινε, θα παραγόταν απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171 παράγραφος 1 εδάφιο β’, λόγω μη τήρησης των διατάξεων που αφορούν στην ποινική δίωξη. Έχει, ωστόσο, κριθεί ότι σε ό, τι αφορά στην επέκταση της δίωξης σε πράξεις του ίδιου  κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, αυτή είναι επιτρεπτή  από τον ανακριτή, αρκεί να έχει ασκηθεί από τον εισαγγελέα ποινική δίωξη για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα.

Συναφώς, μετά τη διενέργεια, κατά την κρίση του ανακριτή, των αναγκαίων για τη συλλογή αποδείξεων ανακριτικών πράξεων, το έργο του περατώνεται αφενός με την κλήση του κατηγορουμένου σε απολογία (τυπική περάτωση ανακρίσεως), κατά την οποία οφείλει να ακούει πραγματικά τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, εκπληρώνοντας τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 20 Σ (δικαίωμα ακροάσεως)  και αφετέρου με την απόφασή του αναφορικά με την επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, σταθμίζοντας τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας και δρώντας πάντα με γνώμονα την αρχή της δίκαιης δίκης και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 5η Έκδοση, Αθήνα, 2020
  • Λ. Μαργαρίτης, Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας- Ερμηνεία κατ’ άρθρο του ν.4620/2019, 2020
  •  Γ. Καλφέλης,  Ποινική Δικονομία- Μελέτες Εμβάθυνσης, Νομική Βιβλιοθήκη

 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασιλική Φώτη
Βασιλική Φώτη
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην Κατερίνη. Είναι φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ. Από το πρώτο μέχρι και το τρίτο έτος των σπουδών της εργαζόταν σε δικηγορικό γραφείο της Θεσσαλονίκης, το οποίο εξειδικευόταν σε ζητήματα του εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου. Η αρθρογραφία, τα λογοτεχνικά βιβλία, το θέατρο και η άθληση συγκαταλέγονται μεταξύ των ενδιαφερόντων της. Διαθέτει άριστη γνώση της αγγλικής και καλή γνώση της γερμανικής γλώσσας.