16.1 C
Athens
Κυριακή, 5 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο αντάλλαγμα στον αδικαιολόγητο πλουτισμό: Θεωρητικές διαμάχες και αμφισβητήσεις

Το αντάλλαγμα στον αδικαιολόγητο πλουτισμό: Θεωρητικές διαμάχες και αμφισβητήσεις


Του Νίκου Αντωνάκη,

Ο αδικαιολόγητος πλουτισμός είναι ένας θεσμός που ρυθμίζεται στα άρθρα 904-913 του Αστικού Κώδικα, και προβλέπει την αποκατάσταση των περιουσιακών μετακινήσεων που λαμβάνουν χώρα χωρίς νόμιμη αιτία. Θεωρείται δε από την κρατούσα άποψη ότι εξυπηρετεί την αρχή της επανορθωτικής δικαιοσύνης. Πάνω στην αρχή αυτή συνομολογήθηκε η «κατασκευή» του ανταλλάγματος ως νόμιμης αιτίας πλουτισμού. Ωστόσο, όπως θα αναλυθεί εκτενώς και παρακάτω, η επινόηση αυτή δεν βρίσκει σύμφωνη μερίδα της ελληνικής αστικής θεωρίας που διατυπώνει εύλογες αντιρρήσεις και επιφυλάξεις.

Πριν, ωστόσο, από κάθε επιμέρους προσέγγιση του θέματος, είναι αναγκαία η αποσαφήνιση βασικών εννοιών και η παράθεση ενός βασικού παραδείγματος: «Νόμιμη αιτία πλουτισμού» συνιστά κάθε γεγονός που δικαιολογεί νομικά την οριστική διατήρηση του ληφθέντος πλουτισμού από τον λήπτη, ενώ «αντάλλαγμα» αποτελεί κάθε οικονομική θυσία, στην οποία υποβάλλεται ο λήπτης για την οριστική κτήση του πλουτισμού, στο παρόν δε άρθρο ειδικότερα η αντιπαροχή του λήπτη. Για παράδειγμα, ο πωλητής Π προκειμένου να αποκτήσει το τίμημα των 5.000 ευρώ από τον αγοραστή Α, οφείλει να του μεταβιβάσει την κυριότητα και να του παραδώσει τη νομή του μηχανήματος Χ που ο τελευταίος ζήτησε (ΑΚ 513, ΑΚ 1034). Το μηχάνημα αυτό συνιστά και το αντάλλαγμα που δίνει ο Π στον Α για την απόκτηση του χρηματικού ποσού. Άρα, γίνεται εξαρχής φανερό ότι το αντάλλαγμα αποκτά αξία στο πλαίσιο των αμφοτεροβαρών συμβάσεων, όπως στην πώληση ή τη μίσθωση ακινήτου, και όχι στις ετεροβαρείς συμβάσεις (δωρεά) όπου υπάρχει πάντα μία παροχή (αυτή του δωρητή στον δωρεοδόχο).

Στο πλαίσιο ακριβώς των ανίσχυρων αμφοτεροβαρών συμβάσεων, υποστηρίζεται από την επικρατούσα άποψη στη θεωρία ότι το αντάλλαγμα αναπτύσσει δικαιολογητική δύναμη και συνιστά νόμιμη αιτία πλουτισμού αυστηρά, όμως, υπό δύο προϋποθέσεις: Πρώτον, υπό τον όρο ότι κάποια από τις παροχές δεν σώζεται ή δεν είναι δυνατόν να επιστραφεί από πραγματικούς ή νομικούς λόγους. (π.χ. το μηχάνημα καταστρέφεται από τον αγοραστή Α και στη συνέχεια η πώληση αποδεικνύεται εξαρχής άκυρη). Δεύτερον, μόνο αν η καταβολή του δεν αντιβαίνει στο νόμο (ΑΚ 175) ή τα χρηστά ήθη, δηλαδή την επικρατούσα κοινωνική ηθική (ΑΚ 178). Όταν οι δύο αυτές αρνητικές προϋποθέσεις ελλείπουν, το αντάλλαγμα συνιστά νόμιμη αιτία πλουτισμού και δικαιολογεί οριστικά τη διατήρηση του πλουτισμού εκ μέρους του λήπτη. Έτσι, στο παραπάνω παράδειγμα της πώλησης του μηχανήματος, αν αυτό καταστραφεί τυχαία ή από υπαιτιότητα του Α πριν από τον κρίσιμο χρόνο (ΑΚ 909), τότε ο αγοραστής Α δεν δικαιούται να απαιτήσει από τον πωλητή Π την επιστροφή των ευρώ που ο πρώτος του κατέβαλε, καθώς ο δεύτερος προέβη στην καταβολή μη δυνάμενου να επιστραφεί ανταλλάγματος (δηλαδή του μηχανήματος). Το αντάλλαγμα συνεπώς εδώ ανάγεται σε νόμιμη αιτία πλουτισμού και ο πωλητής δικαιούται να κρατήσει το τίμημα.

Πηγή εικόνας: istockphoto.com / Δικαιώματα Χρήσης: Jirapong Manustrong

Η θεωρητική αυτή κατασκευή, παρόλο που εξυπηρετεί την αρχή της επιείκειας και οδήγησε σε δίκαια αποτελέσματα, εντούτοις αμφισβητείται με πολύ πειστικά επιχειρήματα από μερίδα της θεωρίας. Συναφώς, υποστηρίζεται ότι η θεωρία του ανταλλάγματος καταστρατηγεί την ΑΚ 909, αφού επιτρέπει ακόμα και στον κακόπιστο λήπτη να επικαλεστεί την απώλεια της αντιπαροχής που κατέβαλε, δεδομένου ότι η ΑΚ 904 δεν διαχωρίζει μεταξύ καλόπιστου και κακόπιστου λήπτη, αλλά αφορά τις προϋποθέσεις γέννησης του πλουτισμού. Έτσι, στο παραπάνω παράδειγμα ακόμα και αν ο πωλητής Π γνώριζε εξαρχής την ακυρότητα της πώλησης, ήταν δηλαδή κακόπιστος, θα δικαιούταν και πάλι με συνεπή εφαρμογή της κρατούσας γνώμης να επικαλεστεί την καταστροφή της αντιπαροχής του και, κατ΄ αποτέλεσμα, την οικονομική του θυσία με αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής κατ’ άρθρο ΑΚ 904 και όχι προβάλλοντας τη γνήσια ένσταση της ΑΚ 909 η οποία όμως εν προκειμένω, δεν θα τελεσφορούσε, δεδομένου ότι η τελευταία διάταξη αποτελεί μοναδικό προνόμιο του καλόπιστου λήπτη.

Παρατηρείται συνεπώς, και ορθά, σύγχυση και μεταφορά αξιολογήσεων της μίας διάταξης στην άλλη. Ένα ακόμη βασικό επιχείρημα κατά της κρατούσας άποψης είναι ότι με την κατασκευή του ανταλλάγματος παραβλέπεται ο αναστροφικός χαρακτήρας των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού ή, με άλλα λόγια, παραμερίζονται οι διατάξεις για το ανίσχυρο των συμβάσεων. Όπως όμως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, όταν και οι δύο παροχές σώζονται, το αντάλλαγμα δεν θεωρείται νόμιμη αιτία πλουτισμού. Αντιτάσσεται όμως ορθά ότι ένα γεγονός δεν μπορεί ταυτόχρονα ή υπό όρους να συνιστά νόμιμη αιτία και υπό άλλους να μην συνιστά, καθόσον με τον τρόπο αυτό οδηγούμαστε και σε ανασφάλεια των συναλλαγών.

Οι αρνούμενοι την επικρατούσα άποψη της θεωρίας, επιχειρούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που ανακύπτουν στις ανίσχυρες αμφοτεροβαρείς συμβάσεις με άλλους τρόπους: Κατά την πιο πειστική γνώμη, στο ανωτέρω παράδειγμα της άκυρης εξαρχής πώλησης μηχανήματος, αν αυτό καταστραφεί από υπαιτιότητα του αγοραστή Α πριν τον κρίσιμο χρόνο (ΑΚ 909), τότε, με τελολογική συστολή της ΑΚ 909, ο πωλητής Π θα δικαιούται να απαιτήσει την αξία του κατεστραμμένου μηχανήματος από τον Α έως όμως το ύψος της δικής του αντιπαροχής, δηλαδή του τιμήματος των 5.000 ευρώ. Και αυτό με την αιτιολογία ότι στις ανίσχυρες αμφοτεροβαρείς συμβάσεις η καλοπιστία του λήπτη δεν εξαρτάται μόνο από την απόκτηση της παροχής αλλά εξαρτάται, ταυτοχρόνως, και από την οριστική εκπλήρωση της αντιπαροχής. Οι δε αντίθετες χρηματικές απαιτήσεις θα συμψηφιστούν μεταξύ τους (ΑΚ 440) κατά το μέρος που αποσβήνουν η μία την άλλη.

Πηγή εικόνας: istockphoto.com / Δικαιώματα Χρήσης: Panya_sealim

Στην προκειμένη συνεπώς, περίπτωση ο πωλητής Π θα απαλλαγεί πλήρως από την υποχρέωση επιστροφής του τιμήματος, δεδομένου ότι η αγοραία αξία του απολεσθέντος μηχανήματος και το τίμημα του αγοραστή Α είναι ισόποσα (5.000 ευρώ). Αν πάλι το μηχάνημα καταστραφεί τυχαία, ο αγοραστής δικαιούται να απαιτήσει ολόκληρο το καταβληθέν τίμημα με το επιχείρημα ότι ούτε καν ο κακόπιστος λήπτης δεν ευθύνεται για την τυχαία απώλεια ή χειροτέρευση της παροχής (Η άποψη αυτή διατυπώθηκε από τον καθηγητή Βαλτούδη. Αναλυτικότερα βλ. Βαλτούδης στη ΣΕΑΚ, άρθρο 909 αρ. 15-28 αλλά και άρθρο 904 αρ. 133-146 για την κριτική της θεωρίας του ανταλλάγματος).

Τέλος, η αναγωγή του ανταλλάγματος σε νόμιμη αιτία πλουτισμού, αμφισβητείται και στο πλαίσιο των διαρκών συμβάσεων όπου, υποτίθεται, διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο. Για παράδειγμα, σε μία σύμβαση μίσθωσης ο εκμισθωτής του ακινήτου οφείλει να επιστρέψει στον μισθωτή τα μισθώματα που ο τελευταίος κατέβαλε και ο μισθωτής, καταρχήν, την μισθωτική αξία του ακινήτου, καθώς η χρήση του μισθίου δεν είναι επιδεκτική αυτούσιας επιστροφής και είναι άλλο το αν ο καθένας από αυτούς νομιμοποιείται να εγείρει την ένσταση της ΑΚ 909 (π.χ. ο καλόπιστος μισθωτής μπορεί να εγείρει την ένσταση μειωμένης εξοικονομηθείσας δαπάνης, η οποία υπολείπεται της αντικειμενικής μισθωτικής αξίας του ακινήτου ή ο καλόπιστος εκμισθωτής μπορεί να επικαλεστεί τη δαπάνη των μισθωμάτων που εισέπραξε και πάλι όμως με τους όρους της ΑΚ 909).

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα Χρήσης: Ralphs_Fotos

Συμπερασματικά, μπορεί να λεχθεί ότι εφόσον, και σε όσο βαθμό, λύσεις στα ανακύπτοντα ζητήματα μπορούν να δοθούν μέσω ερμηνείας των ίδιων των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, περιττεύει η αναγωγή του ανταλλάγματος σε νόμιμη αιτία πλουτισμού. Είναι αναγκαίο δε να επισημανθεί πως η διαμάχη δεν περιορίζεται σε θεωρητικό μονάχα επίπεδο, αλλά επεκτείνεται και στην πράξη, αφού η υιοθέτηση της μίας ή της άλλης άποψης δεν στερείται ουσιαστικών και δικονομικών συνεπειών.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Συμβολή Βαλτούδη στη ΣΕΑΚ, 2023, άρθρα 904-913
  • Γεωργιάδης Απόστολος, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Εκδόσεις ΠΝ Σάκκουλας 2015
  • Κορνηλάκης Πάνος, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλας 2023
  • Σταθόπουλος Μιχαήλ, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλας 2018

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Αντωνάκης
Νίκος Αντωνάκης
Φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Του αρέσει ιδιαίτερα η ενασχόληση με τον τομέα του Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο επιδιώκει την ανάγνωση συγγραμμάτων και μελετών με σκοπό την περαιτέρω εξειδίκευσή του στους κλάδους αυτούς.