21.2 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΌταν το μυαλό δεν έχει καρδιά

Όταν το μυαλό δεν έχει καρδιά


Της Χρυσάνθης Παπαναστασίου,

Όλοι κάποια στιγμή της ζωής τους έχουν αναρωτηθεί πόσο υψηλή είναι η νοημοσύνη τους. Ορισμένοι, μάλιστα, πολλάκις έχουν δοκιμαστεί και την έχουν υπολογίσει με επιστημονικά —ή όχι και τόσο— επιστημονικά μέσα. Διαδικτυακά τεστ που ανυψώνουν την αυτοπεποίθηση, με μικρές επεξηγηματικές παραγράφους που κατατάσσουν χιλιάδες άτομα στα «δέκα κορυφαία μυαλά της ανθρωπότητας», αποτελούν ενδεχομένως το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό, όταν γίνεται λόγος για την έννοια της νοημοσύνης. Φυσικά, τα γρήγορα μαθηματικά, τα αινίγματα ή οι ορθογραφικές σπαζοκεφαλιές ενδεχομένως να φανερώνουν την ευστροφία, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν προσεγγίζουν ολιστικά την έννοια της νοημοσύνης και κυρίως, της συχνά παραμελημένης συναισθηματικής νοημοσύνης.

Η συναισθηματική νοημοσύνη ή το EQ, βαδίζει παράλληλα με τον κλασικό δείκτη νοημοσύνης IQ, ο οποίος συχνά είναι πιο διαδεδομένος και εμπορικός, αφού συνδέεται με την αριστεία και θεωρείται δείγμα ενός ιδιοφυούς ανθρώπου. Ωστόσο, η συνολική καταμέτρηση της νοημοσύνης, που αναδεικνύει κάποιον ευφυή, περιλαμβάνει και την πιο «σκιασμένη», συναισθηματική νοημοσύνη. Η έννοια αυτή,  άρχισε να γίνεται πιο δημοφιλής με τη συμβολή του ψυχολόγου Daniel Goleman, ο οποίος, όπως προϊδεάζει από τον τίτλο του συγγράμματός του (Emotional Intelligence: Why It Can Matter More Than IQ), την αξιολογεί ως σημαντικότερη από το IQ. Πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε και κατανοούμε, πρωτίστως τα δικά μας συναισθήματα, αλλά και αντιλαμβανόμαστε τα συναισθήματα και τις προθέσεις όσων συναναστρεφόμαστε.

Πηγή Εικόνας: reuters.com/Kevin Coombs

Σύμφωνα με τη θεωρία του Goleman, η συναισθηματική νοημοσύνη συνίσταται σε πέντε στοιχεία: την αυτεπίγνωση, την παρακίνηση, την ενσυναίσθηση, τις κοινωνικές δεξιότητες και την αυτορρύθμιση. Η σωστή ενδοσκόπηση, λοιπόν, και η ενσυναίσθηση είναι βασικές συνιστώσες της συναισθηματικής νοημοσύνης. Τα απαραίτητα αυτά εφόδια, ωστόσο, δεν είναι συνυφασμένα με την εξυπνάδα, την ευστροφία ή ακόμη και τη νοητική αριστεία, ενώ η υποτίμησή τους αυτή ενδεχομένως και να τα κατατάσσει σε περιορισμένης χρησιμότητας στοιχεία. Η έλλειψή τους, όμως, είναι ορισμένες φορές μοιραία, ακόμη και σε πτυχές της καθημερινότητας που δεν κρίνονται ως οι πλέον συναισθηματικές.

Στον εργασιακό τομέα, η ύπαρξη αυξημένου βαθμού συναισθηματικής νοημοσύνης, είναι ένα υποτιμημένο προτέρημα. Άτομα που τη διαθέτουν, θεωρούνται βάσει ερευνών πιο αποδοτικά στο πλαίσιο μιας ομάδας, πιο παραγωγικά σε ηγετικές θέσεις και έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν σημαντική επαγγελματική ανέλιξη. Με τις τρέχουσες εξελίξεις στον τρόπο ζωής, αλλά και σκέψης, δημιουργείται συχνά η εσφαλμένη αντίληψη πως το να υπεισέρχεται το συναίσθημα ή το ένστικτο στον επαγγελματικό ή οικονομικό παράγοντα, οδηγεί στην ρομαντικοποίησή του και κρίνεται ως λανθασμένος μηχανισμός αντιμετώπισης προβλημάτων, εκδήλωσης της κρίσης ή επιλογής. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να κριθεί ως υπεραπλουστευτικό, δεδομένου πως η συνθετότητα της ανθρώπινης νόησης και συμπεριφοράς δεν μπορεί να δρα, με τόσο μονοδιάστατο τρόπο, αποκλείοντας έναν ολόκληρο τρόπο διαχείρισης και κατανόησης. Ο συγκερασμός της νοητικής λογικής και της συναισθηματικής νοημοσύνης, είναι όχι απλώς απαραίτητος, μα και πρέπει να είναι τόσο φυσικός, ώστε κάθε κίνηση και απόφαση να είναι προϊόν αυτής της ασυναίσθητης συνεργασίας των δυο.

Ποιος είναι ο λόγος, όμως, που έχουμε ως κοινωνία αποφασίσει να αποκλείσουμε το συναίσθημα, όταν πρόκειται για «σοβαρά ζητήματα»; Γιατί νοήμων και σωστός κρίνεται μόνο αυτός που αποφασίζει με βάση τη λογική, σταθμίζοντας σχεδόν αριθμητικά τις παραμέτρους, τα υπέρ και τα κατά, ενώ ως αφελής αυτός που εμπιστεύεται τα συναισθήματα του; Από πότε δημιουργήθηκε το «ταμπού» της συναισθηματικής επιλογής και γιατί κάποιος κρίνεται λιγότερο δυναμικός, όταν την αξιοποιεί; Τα ερωτήματα αυτά δεν μπορούν παρά να συνδεθούν με το σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο, εκπαραθυρώνοντας τις συναισθηματικές ανάγκες, στοχεύει στην επιβράβευση ενός μηχανοποιημένου τρόπου αντιμετώπισης των καταστάσεων, που προτάσσει τη λογική. Η απαρχή του κολασμού του συναισθήματος, ίσως εντοπίζεται στη σύνδεση της δυναμικότητας και της αυστηρής λογικής με την επιτυχή λήψη αποφάσεων. Οι εκφράσεις «είμαι ρεαλιστής» ή «λειτουργώ αποκλειστικά με το μυαλό», που συχνά θέλουμε να χρησιμοποιούμε ως δείγματα σωστού χειρισμού καταστάσεων, μπορούν ευκόλως να συνδεθούν με τον κυνισμό που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα μοντέλα σκέψης.

Ας αρκεστούμε προς το παρόν, στο παράδειγμα της εργασιακής κουλτούρας, η οποία έχει διαβρωθεί αρκετά από την προαναφερθείσα πρόταξη. Ακολουθώντας το μοντέλο του Goleman, η βάση της συναισθηματικής νοημοσύνης, είναι η ενδοσκόπηση και η παρακίνηση, αλλά και η κατανόηση των δυνατοτήτων και των αναγκών μας. Ο σύγχρονος εργαζόμενος, όμως, στο πλαίσιο της ανταγωνιστικότητας συχνά υπερεκτιμά τις δυνατότητές του και κυρίως αγνοεί τις ανάγκες του, δημιουργώντας προσδοκίες ανέφικτες, οι οποίες, αντί να αποτελούν στόχους που τον παρακινούν να εξελιχθεί, αποτελούν συναισθηματικό βάρος και πρόσθετη καταπίεση. Η «σίγαση» των συναισθηματικών αναγκών δημιουργεί ανθρώπους-έρμαια της κουλτούρας της «υπερπαραγωγικότητας», που εκτός από τα δικά τους αγνοούν και τα συναισθήματα των συναδέλφων τους, καθιστώντας αυτούς τους πλέον ακατάλληλους για οποιαδήποτε ηγετική θέση, και ανυπόφορους σε συνεργατικές σχέσεις. Θετική παράμετρος στο ζήτημα είναι πως ο συναισθηματικός αναλφαβητισμός, όπως και ο γνωστικός, είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί. Απαιτεί σημαντική εσωτερική προσπάθεια, αλλά και προσωπική κατανόηση του προβλήματος, και θέληση για αλλαγή.

Η θεοποίηση, λοιπόν, της αυστηρής λογικής μπορεί εξαρχής να μοιάζει σημείο του καιρού μας, αλλά μακροπρόθεσμα αυτή της η επικράτηση, μόνο προοδευτική δεν είναι. Μία γενιά «εξελιγμένων» ανθρώπων, που βάσει των σύγχρονων απαιτήσεων, συσσωρεύει γνώσεις και δεξιότητες και δημιουργεί στον εαυτό της ακόρεστες φιλοδοξίες, ενώ παράλληλα ναρκώνει τη συναισθηματική πλευρά της ύπαρξής της, είναι αναπόφευκτο πως θα σμιλεύσει ένα κόσμο βουτηγμένο στον κυνισμό και την υστεροβουλία. Μία κοινωνία γεμάτη από έξυπνους ανθρώπους που είναι συναισθηματικά ανώριμοι και μουδιασμένοι. Ορισμένες καταστάσεις, όμως, δεν είναι μετρήσιμες, με αποτέλεσμα οι μη έχοντες συναισθηματικό υπόβαθρο να είναι αβοήθητοι απέναντί τους. Αυτή η «παράλυση» των συναισθημάτων και των ενστίκτων, εκτός του ότι δημιουργεί ανθρωπόμορφες μηχανές  αντί για ανθρώπους, οδηγεί και στην υποβάθμιση της αξιοπρέπειας και της νοημοσύνης.

Πηγή Εικόνας: financialexpress.com

Όταν καθετί είναι προγραμματισμένο και «ρεαλιστικά» σταθμισμένο, μπαίνουμε στη διαδικασία να αποδίδουμε με αριθμητικά μοντέλα, ακόμη και θεμελιώδεις αξίες. Δίνεται το πράσινο φως να «κοστολογούμε» την αγάπη, την αξιοπρέπεια ή τον σεβασμό, ζυγίζοντας το κέρδος και τη ζημία οποιασδήποτε πράξης ή συναισθήματός μας. Ο απολογισμός μίας πράξης πλέον γίνεται με βάση το «τιμολόγιο του συμφέροντος» και όχι τις εμπειρίες ή τα συναισθήματα, δημιουργώντας την αντίληψη πως κάθε λάθος υπολογισμός είναι μοιραίος και στρέβλωση της πορείας. Δεν δίνεται χώρος ψυχικής εξέλιξης, παρά μόνο υπάρχει ο μελλοντικός αυτοσκοπός του περιορισμού της ψυχικής «χασούρας». Με βάση την οπτική αυτή, δεν είμαστε παρά συσκευές απομνημόνευσης, που γνωρίζουν τα πάντα εκτός από την ίδια τους τη ψυχή. Αυτή η τρομακτική συναισθηματική ανιδεότητα, μας αφήνει εγκαταλελειμμένους και χαμένους στην αχλή των φιλοδοξιών μας.

Άραγε, σκεπτόμαστε αρκετά σωστά, ώστε να αισθανθούμε; Ή αισθανόμαστε αποδοτικά για να αποφασίσουμε σωστά; Υπάρχει πράγματι συναισθηματικός αναλφαβητισμός και, αν ναι, γιατί δεν τον θεωρούμε ως εξίσου σημαντικό πρόβλημα, όσο τον γνωστικό; Μήπως στο πλαίσιο της νοητικής αφύπνισης έχουμε υποπέσει στη συναισθηματική αποβλάκωση;


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • The Role of Intelligence Quotient and Emotional Intelligence in Cognitive Control Process, ncbi.nlm.nih.gov, διαθέσιμο εδώ 
  • Emotional intelligence: do you have it?, weforum.org, διαθέσιμο εδώ 
  • Goleman, D. (2005), Emotional Intelligence: Why It Can Matter More Than IQ, Random House Publishing Group

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χρυσάνθη Παπαναστασίου
Χρυσάνθη Παπαναστασίου
Γεννήθηκε το 2003 και μεγάλωσε στον Βόλο. Είναι φοιτήτρια Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μιλάει Αγγλικά και Γαλλικά. Τα ενδιαφέροντά της εστιάζονται στα σύγχρονα κοινωνικά και νομικά ζητήματα τόσο σε εθνική όσο και σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι λάτρης των ταξιδιών, ενώ στον ελεύθερό της χρόνο της αρέσει να διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία, γεγονός που καλλιέργησε και την αγάπη της για την αρθρογραφία.