20.9 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤουρκική εισβολή στην Κύπρο – Ένα διαρκές έγκλημα (Μέρος B’)

Τουρκική εισβολή στην Κύπρο – Ένα διαρκές έγκλημα (Μέρος B’)


Της Μαρίας Χαραλαμπίδου,

H τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, την οποία η Τουρκία έσπευσε να κατονομάσει ως «ειρηνευτική επιχείρηση», αποποιούμενη τον όρο «εισβολή», εγείρει ζητήματα απόδοσης ποινικών ευθυνών. Είναι χαρακτηριστικό πως οι ενέργειες των Τούρκων κατά τον χρόνο της εισβολής, και εν συνεχεία κατοχής, πραγματώνουν την αντικειμενική υπόσταση εγκλημάτων που τυποποιούνται στο Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ). Για να μπορέσει, εντούτοις, το ΔΠΔ να θεμελιώσει αρμοδιότητα επί των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, τις οποίες θα επεξηγήσουμε εκτενώς παρακάτω.

Σε προηγούμενο άρθρο, έγινε εξατομικευμένη ανάλυση των διαπραχθέντων, στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, εγκλημάτων της Τουρκίας, τα οποία έχουν ως εξής (1) Επίθεση, (2) Κατοχή τμήματος εδάφους, (3) Εποικισμός, (4) Βίαιη μετακίνηση πληθυσμών, (5) Εθνοκάθαρση, (6) Βίαιη εξαφάνιση προσώπων. Στο παρόν άρθρο, θα αναλυθούν τέσσερα επιπρόσθετα εγκλήματα: (7) Βασανιστήρια, (8) Καταστροφή θρησκευτικών και πολιτισμικών μνημείων, (9) Το έγκλημα του βιασμού και (10) Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας. Εφόσον ολοκληρώσουμε την παράθεση των παραπάνω αξιόποινων πράξεων, θα είμαστε σε θέση να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα αναφορικά με την υπαγωγή τους ή μη στο ΔΠΔ.

Πηγή Εικόνας: al-monitor.com

Ακολουθούν, ονομαστικά, τα διαπραχθέντα εγκλήματα:

7. Βασανιστήρια

Δυνάμει του άρθρου 8, παρ.2, περ. a (ii) του Καταστατικού του ΔΠΔ, τα βασανιστήρια εντάσσονται στα εγκλήματα πολέμου. Υπάρχει, βέβαια, και η Σύβαση κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης, ή, ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας που τα τυποποιεί σε αυτοτελές έγκλημα.

Η Κύπρος καταγγέλει με τις προσφυγές της πως διαπράχθηκαν συστηματικά βασανιστήρια, τα οποία εντάσσονταν σε ένα ευρύτερο κυβερνητικό πλάνο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχθηκε τον ανωτέρω ισχυρισμό, απέδωσε τις ενέργειες στον τουρκικό στρατό, και θεμελίωσε «ενεργητική» συμμετοχή της αρχής στο έγκλημα. Για να θεμελιωθεί το έγκλημα των βασανιστηρίων αρκεί και η παθητική συμμετοχή, δηλαδή η ανοχή ή αποδοχή (σιωπηρά) της αρχής, χωρίς αναγκαστικά να υπάρχει συμμετοχή, εν στενή εννοία. Η νομοτυπική μορφή απαιτεί την πλήρωση της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος των βασανιστηρίων. Η αντικειμενική έχει αναλυθεί παραπάνω, ενώ για την υποκειμενική απαιτείται δόλος του αυτουργού και ταυτόχρονα η ύπαρξη μέσου προς σκοπό, δηλαδή η πρόκληση πόνου να στοχεύει στην απόσπαση ομολογίας, πληροφοριών, σε εκφοβισμό, εξαναγκασμό για κάποια πράξη, σε τιμωρία η εξευτελισμό αυτού ή τρίτου προσώπου.

8. Καταστροφή θρησκευτικών και πολιτισμικών μνημείων

Το άρθρο 8, παράγραφος 2, περ. b (ix) του Καταστατικού του ΔΠΔ κάνει λόγο για καταστροφή θρησκευτικών και πολιτισμικών μνημείων. Οι Τούρκοι, με την εισβολή, προβαίνουν σε εν λόγω καταστροφές, πραγματώνοντας την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού. Η υποκειμενική υπόσταση καλύπτεται από δόλο, μιας και οι καταστροφές ήταν συστηματικές και όχι μεμονωμένες, εντασσόμενες σε μια ευρύτερη κυβερνητική πολιτική, αν και για τα εγκλήματα πολέμου αρκεί και η αμέλεια. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς κατοχυρώνεται και στη Σύμβαση της Χάγης του 1954 που έχει καθιερώσει έθιμο, δεσμεύοντας και τα μη συμβαλλόμενα σε αυτή κράτη.

Πηγή Εικόνας: greekreporter.com

9. Το έγκλημα του βιασμού

Δυνάμει του άρθρου 8, παρ.2, περ. b (xxii) του Καταστατικού του ΔΠΔ, ο βιασμός που τελείται εν μέσω πολέμου συνιστά έγκλημα πολέμου. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 7, παρ.1, περ.g αποτελεί και έγκλημα κατά της ανθρωπότητας οπότε τιμωρείται και εν καιρώ ειρήνης, με την προϋπόθεση πως εμπίπτει σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλάνο που συντελείται με τη βοήθεια (ή την ανοχή) κυβερνήσεως (ακόμα και αν ασκεί de facto εξουσία). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατέληξε στο συμπέρασμα πως έλαβαν χώρα μαζικοί ομαδικοί βιασμοί εναντίον γυναικών από Τούρκους στρατιώτες, κάτι που αποκλείει την ύπαρξη μεμονωμένων περιστατικών, αλλά τους εντάσσει στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κυβερνητικού σχεδιασμού.

10. Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας

Δυνάμει του άρθρου 8, παρ.2, περ. a (i) του Καταστατικού του ΔΠΔ, το έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση εντάσσεται στην κατηγορία των εγκλημάτων πολέμου «ως μέρος σχεδίου ή πολιτικής ή ως μέρος ευρείας κλίμακας τέλεσης τέτοιων εγκλημάτων», όπως ορίζει η πρώτη παράγραφος του ίδιου άρθρου. Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας συνιστά και έγκλημα κατά της ανθρωπότητας βάσει του άρθρου 7, παρ.1, περ. a οπότε τιμωρείται και εν καιρώ ειρήνης με την προϋπόθεση πως εμπίπτει σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλάνο που συντελείται με τη βοήθεια (ή την ανοχή) κυβερνήσεως (ακόμα και αν ασκεί de facto εξουσία). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατά τις προσφυγές της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας, δέχθηκε πως υπάρχει πλήρης απόδειξη για σημαντικό αριθμό ανθρωποκτονιών Ελληνοκυπρίων από Τούρκους στρατιώτες και πως αυτές τελέστηκαν μαζικά στο πλαίσιο μιας στοχευόμενης πολιτικής.

Το άρθρο 12 του Καταστατικού του ΔΠΔ περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις άσκησης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Δυνάμει τούτου, το δικαστήριο επιλαμβάνεται μιας υπόθεσης αν το κράτος στο έδαφος/αεροπλάνο/νηολογημένο πλοίο του οποίου έχει τελεστεί η πράξη ή του οποίου ο κατηγορούμενος/η είναι υπήκοος αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος. Εάν ο ύποπτος βρίσκεται σε έδαφος κράτους που δεν έχει συμβληθεί στο Καταστατικό, ή δεν είναι υπήκοος συμβαλλόμενου μέρους, τότε το κράτος δεν είναι υποχρεωμένο να τον εκδώσει για να δικαστεί. Ο τρόπος για να θεμελιωθεί δικαιοδοσία του ΔΠΔ σε αυτή την περίπτωση είναι, έπειτα από πρωτοβουλία του Συμβουλίου Ασφαλείας και βάσει των εξουσιών που του απονέμει το Κεφάλαιο 7 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, να παραπέμψει το ίδιο την υπόθεση στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου.

Πηγή Εικόνας: iefimerida.gr

Εν προκειμένω, η Κυπριακή Δημοκρατία, κράτος στου οποίου το έδαφος έλαβαν χώρα οι εγκληματικές ενέργειες, είναι συμβαλλόμενο μέρος. Ακόμα και αν τα κατεχόμενα της βορείου Κύπρου ξεφεύγουν του αποτελεσματικού ελέγχου της de jure Κυπριακής Κυβέρνησης, το ΔΠΔ τεκμαίρεται κατά τόπο αρμόδιο και για την εν λόγω περιοχή. Εντούτοις, η προβληματική έγκειται στο αν το ΔΠΔ μπορεί να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του για εγκλήματα τελεσθέντα σε χρόνο που προηγείται της ίδρυσής του.

Η ιδρυτική συνθήκη του ΔΠΔ, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου του 2002, σηματοδοτεί την έναρξη της λειτουργίας του. Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία μόνο για όσα εγκλήματα τελέσθηκαν μετά τη ημερομηνία αυτή. Εάν μια νεότερη ρύθμιση εναρμονίζεται με ένα παλαιότερο συμβάν, ή το αντίστροφο, τότε κάνουμε λόγο για αναδρομικότητα και ετεροχρονισμό του νόμου. Αν δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη που να επιτρέπει την αναδρομικότητα του εκάστοτε κανόνα δικαίου, τότε δεν δυνάμεθα να προβούμε σε αναδρομική εφαρμογή του.

Εντούτοις, οφείλουμε να επισημάνουμε το εξής: συχνά η παρουσία δικαιολογημένου ενδιαφέροντος εξαιτίας της ειδεχθούς φύσης ορισμένων εγκληματικών ενεργειών θεμελιώνει την πεποίθηση ότι πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης ποινικής μεταχείρισης. Η ενδεχόμενη ατιμωρησία τους συνιστά προσβολή της διεθνούς.

Πηγή Εικόνας: aljazeera.com

Η νομολογία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης θίγει την προβληματική της μη αναδρομικότητας των ποινικών νόμων. Η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege δεν πρέπει να ερμηνεύεται stricto sensu, περιορίζοντας την κρατική κυριαρχία, αλλά να αποσκοπεί σε προάσπιση της δικαιοσύνης. Το να μην θεωρείται δίκαιο να τιμωρηθούν οι αυτουργοί που γνώριζαν πως με τις πράξεις τους καταστρατηγούν τους νόμους και την ηθική, είναι άδικο.

Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και το ad hoc δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία που υπογράμμισε πως η αρχή της μη αναδρομικότητας προστατεύει το άτομο από το να κατηγορηθεί για ένα έγκλημα, το οποίο κατά τον χρόνο τέλεσής του δεν γνώριζε πως συνιστά αξιόποινη πράξη. Φυσικά, στην περίπτωσή μας δεν συντρέχει κάτι τέτοιο και το εν λόγω επιχείρημα στερείται νομικού ερείσματος. Δεν μπορούμε να κάνουμε δεκτό πως κατά την πραγμάτωση της νομοτυπικής μορφής των ως άνω τελεσθέντων εγκλημάτων, οι τουρκικές αρχές και στρατιωτικές δυνάμεις αγνοούσαν ή δεν αντιλαμβάνονταν πως διαπράττουν έγκλημα.

Τέλος, η τιμώρηση εγκλημάτων μεγάλης βαρύτητας ενισχύει την αίσθηση δικαίου και την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς τους διεθνείς θεσμούς. Αντίθετα, η ατιμωρησία τους προκαλεί προσβολή της κοινωνίας στο σύνολό της κι αντικατοπτρίζει την αδυναμία του διεθνούς δικαίου να αποδώσει ευθύνες στους αυτουργούς, αλλά και να αποτρέψει την ενδεχόμενη  μελλοντική τέλεση συναφών αξιόποινων πράξεων.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Μάζης, Ιωάννης Θ. – Μπαλαφούτα Βιργινία Γ, Γεωπολιτική Πραγματικότητα στο Δίπολο Ελλάδος – Κύπρου: Λύσεις και Άλλοθι, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2014
  • Συρίγος, Άγγελος Μ., Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, έκδοση 2η, Έκδ. Πατάκη, Αθήνα 2016
  • Τσιλώνης,  Βίκτωρ Π., Η δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2017

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Χαραλαμπίδου
Μαρία Χαραλαμπίδου
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Eίναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Στον ελεύθερό της χρόνο, της αρέσει να προσεγγίζει ζητήματα που άπτονται του διεθνούς δικαίου και των εξελίξεων του διεθνούς γεωπολιτικού γίγνεσθαι. Γνωρίζει 4 ξένες γλώσσες, δύο εκ των οποίων άπταιστα. Λατρεύει το σκάκι, την ποίηση και τα ταξίδια.