20.8 C
Athens
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΟι συγκρούσεις στην Αργολίδα και το Ναύπλιο: Θρίαμβοι και Διχόνοια

Οι συγκρούσεις στην Αργολίδα και το Ναύπλιο: Θρίαμβοι και Διχόνοια


Της Μαρίας Τσέα,

Τον Ιούνιο του 1825, η άφιξη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο γεμίζει χαρά και αισιοδοξία το λαό. Η διχόνοια και οι εμφύλιες διαμάχες που προηγήθηκαν, σταματούν με όρκο του Βουλευτικού, του Εκτελεστικού και του Κολοκοτρώνη για την πλήρη αφοσίωση στη σωτηρία της πατρίδος. Η τελευταία βρισκόταν υπό την απειλή, όχι πλέον του Δράμαλη, αλλά του Ιμπραήμ, ικανότατου Αιγύπτιου στρατηγού, με βάσεις στα μεσσηνιακά κάστρα και μεγάλη στρατιωτική δύναμη.

Η κυβέρνηση κινητοποιήθηκε σχεδόν αμέσως, διορίζοντας το Λυκούργο Κρεστενίτη, το Νικόλαο Μπούκουρα και τον Ηλία Καράπαυλο υπεύθυνους για τη συστηματική διενέργεια της στρατολογίας και τον ανεφοδιασμό των στρατοπέδων. Τόπος κεντρικού φροντιστηρίου ορίστηκε το Λεοντάρι, περιοχή στα σύνορα Μεσσηνίας και Αρκαδίας.

Από την άλλη πλευρά, ο Ιμπραήμ, έχοντας δίπλα του ντόπιους Τούρκους και αιχμαλώτους την Μεσσηνίας, κατάφερε να διασχίσει ταχύτατα το μονοπάτι της Σορώκας και να σπείρει το θάνατο και το φόβο στην περιοχή. Από το χωριό Άκοβο είδε ο Κολοκοτρώνης τις φλόγες στα χωριά του βουνού και αμέσως κάλεσε κοντά του τους στρατοπεδευμένους στα Δερβένια. Χωρίς να έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει την επικινδυνότητα του εχθρού, οι Έλληνες έπιασαν θέσεις στο βουνό Τραμπάλα απέναντι από το Άκοβο. Ήταν περίπου 3.000 και είχαν ακμαίο ηθικό.

Οι πρώτες επιθέσεις των Αιγυπτίων έκαναν τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν πως ο εχθρός ήταν φοβερότερος από όσο φαντάζονταν. Η ελληνική άμυνα, αν και γενναία, δεν κατόρθωσε να αποτρέψει το πεζικό του εχθρού να φτάσει μέχρι το Λεοντάρι. Η μάχη της Τραμπάλας κράτησε δύο μερόνυχτα με τους Αιγύπτιους να μετρούν επτά φορές περισσότερες απώλειες από του αμυνόμενους. Είχε καταληφθεί όμως από τον Ιμπραήμ η θέση – κλειδί για το δρόμο προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου.

Το μνημείο του Κολοκοτρώνη στην Τραμπάλα, στο σημείο της μάχης. Πηγή εικόνας: gergalianoionline.gr

Η άμυνα των Ελλήνων είχε καταρρεύσει, τα φροντιστήρια και οι βάσεις είχαν καταστραφεί και ο καθένας λειτουργούσε αυτόνομα για τον εαυτό και την οικογένειά του. Αποχωρώντας ο Κολοκοτρώνης από το πεδίο της μάχης, έδωσε εντολή στον υπασπιστή του Φωτάκο και στο στρατηγό Τσόκρη να ειδοποιήσουν τους Τριπολιτσιώτες  να εγκαταλείψουν και να κάψουν την πόλη. Η εντολή αυτή δημιούργησε έναν από τους πιο φοβερούς πανικούς της Επανάστασης. Οι κάτοικοι, νομίζοντας ότι ο εχθρός είναι ακριβώς έξω από την πόλη (ενώ εκείνος βρισκόταν αρκετά μακριά ακόμη), άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί στους δρόμους, ξυπόλυτοι, χάνοντας και τα παιδιά τους ακόμα.

Μετά τη νίκη του στην Τραμπάλα ο Ιμπραήμ βάδιζε αργά και σταθερά προς το Βορά. Το ιππικό του άνοιγε το δρόμο λεηλατώντας και καίγοντας τα χωριά και έπειτα ακολουθούσε το πεζικό. Οι Αιγύπτιοι μπήκαν στην εγκαταλελειμμένη Τριπολιτσά στις 11 Ιουνίου. Προχωρώντας προς την Αργολίδα, έφτασαν, μέσα σε μία ημέρα, στη θέση Γλυκειά, έξω ακριβώς από το Ναύπλιο, με δύναμη έξι χιλιάδων ανδρών.

Τα τείχη του Ναυπλίου δεν είχαν επισκευαστεί εντελώς από την πολιορκία του 1822 και από τον τελευταίο εμφύλιο πόλεμο. Το νερό, τα τρόφιμα και τα πολεμικά εφόδια ήταν ανεπαρκή, και οι πολυάριθμοι πρόσφυγες από τη Στερεά Ελλάδα, την Τριπολιτσά και το Άργος δημιουργούσαν επιπλέον σύγχυση. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ελπίδα έδινε η παρουσία τακτικού στρατού πεζικού, καθώς και πολλών φιλελλήνων έτοιμων να αγωνιστούν για την Ελλάδα.

Οι ενέργειες της κυβέρνησης ήταν και πάλι γρήγορες και αποτελεσματικές. Παραμερίζοντας τις διενέξεις γαλλόφιλων και αγγλόφιλων στο εσωτερικό της, έλαβε μέτρα για την αποσυμφόρηση της πόλης, για τον εφοδιασμό με τρόφιμα και πολεμοφόδια, για το γέμισμα των δεξαμενών νερού, κ.α. Ο Κολοκοτρώνης από τη μεριά του, άρχιζε να ανασυντάσσει και πάλι τις δυνάμεις του, ενώ βρισκόταν στην επαρχία της Καρύταινας, στο κέντρο σχεδόν της Πελοποννήσου.

Το κάστρο στην περιοχή της Λέρνης, όπου ο Μακρυγιάννης αμύνθηκε των Αιγυπτιακών στρατευμάτων. Πηγή εικόνας: kastra.eu

Η οχύρωση των Μύλων στο Ναύπλιο ήταν έργο που συντόνισαν ο Μακρυγιάννης μαζί με το Μεταξά. Η οχυρή θέση του χωριού ήταν καθοριστικής σημασίας για την άμυνα του Ναυπλίου. Στους Μύλους συγκεντρώθηκαν μέσα σε λίγες μέρες 480 Έλληνες, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον Ιμπραήμ, ο οποίος προχωρούσε χωρίς αντίσταση προς το Ναύπλιο με σχεδόν 6.000 πεζούς και 600 ιππείς.

Ήταν 12 Ιουνίου όταν Αιγύπτιοι εξαπλώθηκαν στην πεδιάδα και κατέλαβαν το Άργος και τις γύρω περιοχές, ενώ η ελληνική δύναμη ενισχύθηκε με πολλούς Κρητικούς. Στη μάχη των Μύλων, οι Έλληνες πρόβαλλαν γενναία αντίσταση και νίκησαν το φοβερό στρατό του Ιμπραήμ. Τρεις μέρες αργότερα, ο εχθρός συγκεντρώθηκε ανάμεσα στην Τίρυνθα και τον Προφήτη Ηλεία, γεγονός που προμηνούσε επόμενη επίθεση στο Ναύπλιο. Πράγματι, άλλη μία σύγκρουση Ελλήνων – Αιγυπτίων σημειώθηκε στην Άρεια, ανατολικά του Ναυπλίου. Η μάχη έληξε στις 6:30 το πρωί με νίκη των Ελλήνων, ενώ δύο ώρες αργότερα το στράτευμα του Ιμπραήμ υποχώρησε οριστικά στο Άργος.

Κάπως έτσι έληξε η εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Αργολίδα. Όμως, η δράση του συνεχίστηκε ακάθεκτη. Αφού πέρασε στο Μεσολόγγι, το οποίο πέρασε από φωτιά και μαχαίρι, επέστρεψε στο Μοριά, βάζοντας σε εφαρμογή το «προσκύνημα». Με την τακτική αυτή χορηγούσε αμνηστία στους εξεγερμένους, κατοίκους και κλέφτες, με αντάλλαγμα να σταματήσουν, οι πρώτοι τη βοήθεια προς τους κλέφτες και οι δεύτεροι την αντίσταση στον κατακτητή. Έτσι, με συνδυασμό υποσχέσεων για τους υποταγμένους και τρομοκρατίας για τους ανυπότακτους, κατάφερε να προσκυνήσουν αρκετά χωριά και περιοχές.  Σε αυτήν την προσπάθεια βέβαια, ο οξύνους στρατηγός βρήκε απέναντί του το μεγάλο Γέρο του Μοριά. Εφαρμόζοντας την ίδια τακτική, ο Κολοκοτρώνης πέτυχε να αναζωπυρώσει το επαναστατικό φρόνημα των κατοίκων, είτε με τα πύρινα λόγια του είτε με τον τρόμο.

Βέβαια, παρά τη σωτήρια δράση του Κολοκοτρώνη, τα μέλη της Αντικυβερνητικής Επιτροπής, η οποία κυβερνούσε την επαναστατημένη Ελλάδα μέχρι την άφιξη του Καποδίστρια, αγνοούσαν επιδεικτικά τις εκκλήσεις του Αρχιστράτηγου των Πελοποννησιακών Στρατευμάτων για τροφές και εφόδια. Τα εφόδια αυτά, πολύτιμα για την ελευθερία της πατρίδος, χρησιμοποιούνταν για τις εμφύλιες συγκρούσεις, που για μια ακόμη φορά συντάρασσαν το Ναύπλιο και την ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας.

Πορτραίτα των αδελφών Νοταρά, Ιωάννης και Παναγιώτης. Ελαιογραφίες σε μουσαμά. Πηγές εικόνων: nhmuseum.gr, commons.wikimedia.org

Το πρώτο μέτωπο δημιουργήθηκε, στα τέλη Αυγούστου 1826, από τους αδελφούς Νοταρά, Ιωάννη και Παναγιώτη οι οποίοι, αν και αρχικά διαφώνησαν για λόγους ερωτικούς, κατέληξαν να μάχονται για το διαμοιρασμό των προσόδων από την παραγωγή σταφίδων στην Κόρινθο και τη Βοστίτσα. Η άσχημη οικονομική κατάσταση των κατοίκων της Πελοποννήσου, η απουσία καλλιεργειών, εξαιτίας των καταστροφών, η διακοπή κάθε εμπορικής συνδιαλλαγής με τη Ρούμελη και τα Ιόνια νησιά, λόγω της επέλασης του Κιουταχή, καθώς και τα έξοδα συντήρησης των επαναστατικών σωμάτων, οδηγούσαν τους καπεταναίους σε ακραίες ενέργειες. Στη διαμάχη αυτή συμμετείχαν αρκετοί Πελοποννήσιοι, με τους Ζαΐμη και Δεληγιάννη να ηγούνται των αντιμαχόμενων παρατάξεων. Στη διαμάχη αυτή συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, ο Δημήτριος Μελετόπουλος, ο Ιωάννης Βαλτινός και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Η σύγκρουση εκτονώθηκε απομακρύνοντας τους αντιμαχόμενους, με το μεν Ιωάννη Νοταρά να στέλνεται στο Φάληρο και τον Παναγιώτη να ενισχύει το Κερατσίνι.

Συγκρούσεις όμως συνέβησαν και στην πόλη του Ναυπλίου μερικούς μήνες αργότερα. Στις συγκρούσεις αυτές, οι Έλληνες μαχητές είχαν χωριστεί, εντός της πόλης, σε δύο στρατόπεδα – φατρίες, με κάθε μία να κατέχει ένα οχυρό. Ο μεν Γρίβας, φανατικός πολέμιος του Κολοκοτρώνη και της Βουλής, έχοντας με το μέρος του 2 από τα 3 μέλη της Αντικυβερνητικής Επιτροπής και την ολιγαρχική μερίδα, βρισκόταν οχυρωμένος στο Παλαμήδι. Από την άλλη ο Φωτομάρας, με Σουλιώτες και Ρουμελιώτες που έφτασαν από το διαλυμένο στρατόπεδο του Πειραιά, βρίσκονταν οχυρωμένοι στην Ακροναυπλία. Στα μέσα Δεκεμβρίου, οι συγκρούσεις κορυφώθηκαν, με τα δύο φρούρια να αλληλοβομβαρδίζονται και την πόλη να καταστρέφεται. Οι σφαίρες των δύο πλευρών, προερχόμενες από τα σπίτια στα οποία είχαν οχυρωθεί οι μαχητές, έπλητταν όχι μόνο αδερφικά κορμιά, αλλά την ίδια την ελευθερία και την ενότητα του Έθνους.

Μόνο η φρίκη του ντόπιου πληθυσμού και η ερήμωση της όμορφης πόλης στάθηκαν ικανά να συνεφέρουν τους θερμόαιμους άνδρες, οι οποίοι έπαυσαν πυρ. Η πολύπαθη Αργολίδα υπέφερε σε μεγάλο βαθμό τόσο από εχθρικό όσο και από ελληνικό βόλι. Τόπος που φιλοξένησε πληθώρα γεγονότων, πολεμικών και πολιτικών, ευτύχησε να αποτελεί μέρος του πρώτου Ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Συλλογικό Έργο (1975) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος ΙΒ. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
  • Δ. Φωτιάδης (1977) Η Επανάσταση του 21. (2η Έκδ) Αθήνα: Εκδ. Βότση
  • Α. Ε. Βακαλόπουλος (1980) Ιστορία του νέου ελληνισμού Τόμος 7. Θεσσαλονίκη

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Τσέα
Μαρία Τσέα
Γεννήθηκε στη Βέροια το 2002. Το 2020 εισήλθε, με πανελλαδικές εξετάσεις, πρώτη στην πρώτη της επιλογή, το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ. Ενδιαφέρεται για την σύγχρονη ιστορία με την μελέτη της οποίας θα ήθελε να ασχοληθεί στο μέλλον. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα κιθάρας για 7 χρόνια και είναι αθλήτρια του βόλεϊ στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης.