17.3 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ άνθιση του ελληνικού εμπορίου κατά τον 18ο αιώνα

Η άνθιση του ελληνικού εμπορίου κατά τον 18ο αιώνα


Της Ευαγγελίας Παλαιολόγου,

Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, η Οθωμανική αυτοκρατορία αντιμετώπιζε μια σοβαρή οικονομική και κοινωνική κρίση, κυρίως λόγω των μακρινών πολέμων που επιχειρούσε, αλλά και των αυξημένων οικονομικών προβλημάτων που απαιτούσε η προσπάθεια κατασκευής ισχυρού στόλου. Για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές της δυσχέρειες, επέβαλε επαχθείς φόρους στους Χριστιανούς και τους Έλληνες υπηκόους της. Πολλοί Έλληνες λοιπόν, αντιδρώντας στην υπερβολικά υψηλή φορολογία που τους είχε επιβληθεί, μετανάστευσαν στο εξωτερικό, δημιουργώντας σημαντικές ελληνικές παροικίες σε διάφορες πόλεις, όπως τη Βιέννη, την Τεργέστη, τη Μασσαλία, το Παρίσι και το Άμστερνταμ. Το ίδιο διάστημα ανατέθηκε σε Φαναριώτες η διοίκηση παραμεθόριων ηγεμονιών στο Δούναβη και έτσι, δημιουργήθηκαν αυλές, στις οποίες καλλιεργούνταν οι τέχνες και τα γράμματα, μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο «ελληνισμού». Κάπως έτσι, προέκυψε το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, μια σκέψη επαναστατική σε όλα τα επίπεδα.

Οι παραπάνω παράγοντες, σε συνδυασμό με τη διείσδυση των ευρωπαϊκών οικονομιών στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και την απουσία εμπορικής πολιτικής από την πλευρά του Οθωμανικού κράτους συνέβαλαν στην ταχύρρυθμη επέκταση του εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Νότια Βαλκανική. Το ανατολικό τμήμα της Μεσογείου και κατ’ επέκταση μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δέχτηκαν τα αποτελέσματα της ανάπτυξης των εμπορευματικών σχέσεων από τη Δυτική Ευρώπη του 17ου αιώνα και ακολούθησαν αυτή την πορεία. Με αυτό τον τρόπο, ωφελήθηκε και ο ελλαδικός χώρος, διότι βρισκόταν στο κέντρο των μεγάλων εμπορικών αγορών, όπως της Αλεξάνδρειας και της Αιγύπτου και της Οδησσού της Ρωσίας. Συνεπώς, η εμπορική άνθηση που επικρατούσε στη Δύση, με την Αγγλία και τη Γαλλία να είναι στο επίκεντρο, πέρασε και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στους Έλληνες εμπόρους.

Πηγή εικόνας: tr.travelogues.gr

Ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού στοιχείου που προερχόταν από την Κωνσταντινούπολη, τα νησιά και γενικότερα από τα παράλια μπόρεσε μέσα από τη διπλωματική θέση που είχε να ενισχυθεί (ήδη από το 1650) σε σχέση με τους υπόλοιπους υπηκόους της Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικό είναι πως στο πλαίσιο ενός αιώνα (μετά το 1716) το λεγόμενο οφίκιο των οσποδάρων (διοικητικός τίτλος της Οθωμανικής διοίκησης για τη Μολδαβία και τη Βλαχία) ήταν στα χέρια Ελλήνων Φαναριωτών, που διαχειρίζονταν επικερδείς επιχειρήσεις και μονοπώλια. Επακόλουθο όλων αυτών η πολιτική ισχυροποίηση των Ελλήνων στα ζητήματα που σχετίζονταν με τη διοίκηση, αλλά η κυριαρχία στο εμπόριο. Γρήγορα οι Έλληνες από τη Χίο, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη επωφελήθηκαν. Ειδικά οι Χιώτες επένδυσαν σε γεωργικά προϊόντα από τη Μικρά Ασία, ενώ πήραν μετάξι από τη Ρούμελη, την Προύσα και την Πελοπόννησο για να το επεξεργαστούν ή να το μεταπωλήσουν. Προς το τέλος του 18ου αιώνα, κατάφεραν να αποκτήσουν πεντακόσιες επιχειρήσεις στη Σμύρνη, με υποκαταστήματα σε μεγάλα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου και της Ευρώπης (Βιέννη, Τεργέστη, Λιβόρνο, Παρίσι, Ρωσία, Λονδίνο και άλλου).

Οι δραστηριότητες των Ελλήνων εμπόρων ήταν ποικίλες, από την εξαγωγή πρώτων υλών και ειδών διατροφής, μέχρι την εισαγωγή επεξεργασμένων προϊόντων. Αυτές οι δραστηριότητες πραγματοποιούνταν μέσα από μικρά καταστήματα (λιανικής ή χονδρικής πώλησης), που σταδιακά εξελίχθηκαν σε μεγάλες οικογενειακές επιχειρήσεις, επίσης άλλοι γίνονταν μεσίτες. Στον ελλαδικό χώρο εξέχουσα θέση είχαν τα λιμάνια-εμπορικά κέντρα της Μεθώνης, της Κορώνης, του Ναυπλίου, της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας, της Άρτας και της Ηπείρου. Στις θάλασσες του Αιγίου αναδείχθηκαν οι περιοχές της Ύδρας, των Σπετσών, των Ψαρών, της Χίου και της Μυκόνου, ενώ στην άλλη μεριά, στο Ιόνιο δηλαδή, συναντάμε την Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο. Υπήρχαν ωστόσο και κάποια σημαντικά στεριανά εμπορικά κέντρα, τα οποία επικοινωνούσαν με τα εμπορικά λιμάνια, δημιουργώντας έτσι, ένα πλήρες και οργανωμένο δίκτυο αγορών. Τέτοια ήταν ο Μυστράς, η Τριπολιτσά, η Λειβαδιά, τα Φάρσαλα, η Λάρισα, τα Ιωάννινα, η Μοσχόπολη και οι Σέρρες.

Πηγή εικόνας: umanismo.gr

Όλη αυτή η ανάπτυξη του ελληνικού εμπορίου οδήγησε στη διαμόρφωση μιας ελληνικής εμπορευματικής αστικής τάξης, η οποία αξιοποιώντας το δίκτυο των ελληνικών παροικιών, αλλά και την ελληνική γλώσσα, συνέβαλε καθοριστικά στην αφύπνιση των υπόδουλων λαών της Βαλκανικής Χερσονήσου και του ελληνικού λαού.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Μαργαρίτης, Γ. (1999). Ελληνική Ιστορία, τόμος Γ΄. Εκδόσεις: Βιβλιόραμα
  • Κιτρομηλίδης, Π. (2000). Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Εκδόσεις: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας.
  • Tsoukalas K. (1999). European Modernity and Greek National Identity. Journal of Southern Europe and the Balkans.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ευαγγελία Παλαιολόγου
Ευαγγελία Παλαιολόγου
Έχει μεγαλώσει στο νησί της Αντιπάρου και είναι απόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Έχει συμμετάσχει σε διάφορες εθελοντικές δράσεις και προσομοιώσεις και έχει κάνει διαλέξεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχολεία. Παραδίδει εθελοντικά μαθήματα χορωδίας σε παιδιά και ασχολείται με τα ιδιαίτερα μαθήματα. Αγαπάει τα βιβλία, την ιστορία, τον εθελοντισμό και την μουσική.