Της Ραφαηλίας Γρόσιου,
Η λειτουργία του δικαίου των εμπορικών σημάτων βασίζεται στην ανάγκη προστασίας της διακριτικής ικανότητας των επιχειρηματικών σημάνσεων, τόσο προς όφελος των καταναλωτών όσο και για την ενίσχυση του υγιούς ανταγωνισμού. Τα εμπορικά σήματα επιτελούν λειτουργίες ταυτοποίησης, διαφήμισης και εγγύησης ποιότητας, διαμορφώνοντας εμπιστοσύνη στις σχέσεις αγοράς. Ωστόσο, όταν ένα σήμα αποκτά υπέρμετρο διακριτικό χαρακτήρα και εμπορική δύναμη, ενδέχεται να αποτελέσει εργαλείο συγκέντρωσης ισχύος και στρέβλωσης της αγοράς, οδηγώντας σε καταστάσεις de facto μονοπωλίου.
Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001 για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθορίζει στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β ότι σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα είναι κατ’ αρχήν μη καταχωρήσιμα. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του ίδιου Κανονισμού, ένα σήμα μπορεί να αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα μέσω της χρήσης του. Η πρόβλεψη αυτή, ενώ είναι απαραίτητη για την προστασία γνωστών σημάτων, μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα όταν η χρήση του σήματος οδηγεί σε υπερσυγκέντρωση εμπορικής αναγνωρισιμότητας και αποκλεισμό των ανταγωνιστών από την αγορά.
Ο Κανονισμός υποδεικνύει ότι ένα σήμα δεν πρέπει να εμποδίζει τον ανταγωνισμό ή να αποκλείει άλλους φορείς από την αγορά. Αν και το δίκαιο των σημάτων έχει κατά βάση ιδιωτική φύση, η λειτουργία του σε αγορές με έντονη οικονομική συγκέντρωση απαιτεί συστηματική εξέταση των συνεπειών του στον ανταγωνισμό. Ο διακριτικός χαρακτήρας, εάν ενισχύεται υπέρμετρα μέσω διαφημιστικών στρατηγικών και εμπορικής επιρροής, μπορεί να δημιουργήσει de facto μονοπωλιακές καταστάσεις, όπου νέοι παίκτες δεν έχουν ουσιαστικές πιθανότητες εισόδου στην αγορά.
Η θεμελίωση του ελέγχου τέτοιων καταστάσεων αντλείται από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Σύμφωνα με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, όταν αυτή έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της παραγωγής, της καινοτομίας ή τον αποκλεισμό ανταγωνιστών. Το δικαίωμα στο σήμα δεν είναι απόλυτο και η άσκησή του υπόκειται στον έλεγχο της λειτουργίας του στην αγορά, ειδικά όταν εμποδίζει την πρόσβαση ή επιβάλει συνθήκες οικονομικής εξάρτησης.

Επιπλέον, η Οδηγία (ΕΕ) 2015/2436, σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών για τα εμπορικά σήματα, προβλέπει ότι η χρήση εμπορικών σημάτων δε μπορεί να αποβαίνει εις βάρος των αρχών της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών και της θεμιτής εμπορικής πρακτικής. Το άρθρο 10 της εν λόγω Οδηγίας αναγνωρίζει ότι η κατάχρηση σήματος μπορεί να συντρέχει, εφόσον γίνεται επίκλησή του για σκοπούς διαφορετικούς από την ουσιαστική λειτουργία του, δηλαδή την ταυτοποίηση της προέλευσης.
Στο ελληνικό δίκαιο, το άρθρο 124 του ν. 4679/2020, το οποίο ενσωματώνει βασικές προβλέψεις της Οδηγίας 2015/2436, καθορίζει ότι το σήμα παρέχει στο δικαιούχο τη δυνατότητα απαγόρευσης χρήσης από τρίτους, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η χρήση προκαλεί σύγχυση ή απομείωση της φήμης. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως στρατηγικό εργαλείο αποκλεισμού ανταγωνιστών. Όταν η οικονομική ισχύς ενός σήματος εδραιώνεται μέσω υπερπροστατευτικής χρήσης του δικαιώματος, ανακύπτει ανάγκη εποπτείας υπό το πρίσμα του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Παράλληλα, ο ν. 3959/2011 για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, στο άρθρο 1, απαγορεύει τη μονομερή εκμετάλλευση οικονομικής ισχύος που οδηγεί σε περιορισμό της αγοράς ή αποκλεισμό ανταγωνιστών. Η εμπορική υπεροχή που προκύπτει από υπερβολική προστασία σήματος μπορεί να εκληφθεί ως τέτοια πρακτική. Ένα σήμα, ιδίως όταν έχει εξελιχθεί σε «σύμβολο καταναλωτικής ταυτότητας», μπορεί να γίνει εργαλείο συγκέντρωσης αγοραστικής προτίμησης σε σημείο που δεν αντανακλά πια την ελεύθερη επιλογή, αλλά την επιρροή που απορρέει από την καθιερωμένη του ισχύ.
Είναι συνεπώς αναγκαίο να τεθεί υπό επανεξέταση το πλαίσιο κατοχύρωσης και χρήσης εμπορικών σημάτων με υπερβολική εμπορική ισχύ. Η ύπαρξη ενός μηχανισμού εποπτείας που συνδυάζει αρχές από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας με την οικονομική ανάλυση του ανταγωνισμού είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση μιας ισορροπημένης αγοράς. Ο έλεγχος από διοικητικές αρχές, όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού, μπορεί να συμβάλει στην αποτροπή δημιουργίας πρακτικών de facto μονοπωλίων μέσω εμπορικών σημάτων.
Συμπερασματικά, αν και τα εμπορικά σήματα είναι θεμελιώδη για την οικονομική ανάπτυξη και την προώθηση καινοτομίας, η ανεξέλεγκτη ενίσχυση του διακριτικού χαρακτήρα και η υπερπροστασία τους μπορεί να λειτουργήσουν ως μηχανισμοί περιορισμού του ανταγωνισμού. Η ισχύουσα νομοθεσία, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρέχει τα εργαλεία για την εξισορρόπηση αυτής της δυναμικής. Η συνδυασμένη εφαρμογή των κανόνων περί σημάτων και ανταγωνισμού είναι απαραίτητη για τη διατήρηση μιας υγιούς και ανοιχτής αγοράς προς όφελος της καινοτομίας και των καταναλωτών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Λάμπρος Ε. Κοτσίρης, Δίκαιο Ανταγωνισμού, Έβδομη Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015.
- Διονυσία Καλλίνικου, Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα, Τέταρτη Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021.