16.2 C
Athens
Παρασκευή, 8 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΥγειονομικό κεκτημένο: Προστασία του συλλογικού αγαθού κι η αρχή της συνέχειας

Υγειονομικό κεκτημένο: Προστασία του συλλογικού αγαθού κι η αρχή της συνέχειας


Της Αγγελικής Τσιούντσιουρα,

Τόσο το ελληνικό Σύνταγμα όσο και διεθνή κι ευρωπαϊκά κείμενα αναγνωρίζουν το δικαίωμα προστασίας της υγείας ως ένα από τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα κι επιτάσσουν στα κράτη τη διαμόρφωση συστημάτων για την αποτελεσματική προάσπισή του. Πράγματι, η υγιής φυσική κατάσταση των ατόμων συνιστά τη βασικότερη προϋπόθεση για την άσκηση όλων των δικαιωμάτων τους, ατομικών, πολιτιστικών και κοινωνικών, καθώς και θεμέλιο της εύρυθμης λειτουργίας του κοινωνικού συνόλου. Η υποχρέωση της διασφάλισης αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης και κατ’ επέκταση καθολικής ικανότητας πρόσβασης σε αξιοπρεπείς υγειονομικές δομές κρίνεται πρωταρχική στo πλαίσιo ενός κράτους δικαίου. Προς αυτή την κατεύθυνση της κατά το δυνατόν αποδοτικότερης προστασίας της δημόσιας κι ατομικής υγείας δημιουργήθηκε πριν μερικές δεκαετίες στην Ελλάδα το ενιαίο Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ).

Στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την υγεία των πολιτών. Αντίστοιχα, το Σύμφωνο του ΟΗΕ για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί από το ελληνικό κράτος κι αποτελεί μέρος του εθνικού δικαίου (28Σ), στο άρθρο 12 αναφέρεται στην υποχρέωση των κρατών να υιοθετήσουν μια σειρά νομοθετικών κι άλλων μέτρων, ώστε να οικοδομήσουν ένα σύστημα υγείας ικανό να καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού. Η πρόσβαση στις σχετικές υποδομές πρέπει να είναι απαλλαγμένη από διακρίσεις, καθώς οι ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες απόλαυσης ενός υψηλού επιπέδου υγείας αφορούν κάθε ανθρώπινο όν.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προσδίδει ένα ευρύ περιεχόμενο στον όρο «υγεία», εντάσσοντας σε αυτόν και την κοινωνική ευεξία, δηλαδή «την κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και διανοητικής ευεξίας». Ωστόσο, επικρατεί τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία ένας αρνητικός ορισμός, κατά τον οποίο ως υγεία νοείται η απουσία ασθενειών και λειτουργικών ή οργανικών ατελειών που εμποδίζουν τη διανοητική ή φυσική δραστηριότητα του ατόμου. Μάλιστα, με μια σύντομη ιστορική αναδρομή μας επιτρέπεται η διεξαγωγή του συμπεράσματος ότι έως τις αρχές του 20ου αιώνα η υγεία θεωρούνταν ένα ατομικό αγαθό και τα νοσοκομεία συνιστούσαν φιλανθρωπικά ιδρύματα που είχαν ως στόχο την περίθαλψη των απόρων, των ανάπηρων, των υπερήλικων και των ορφανών. Σταδιακά, άρχισε να αναδύεται ο χαρακτήρας της υγείας ως συλλογικού αγαθού, που οφείλει να προστατεύεται από τα κράτη σε βαθμό ανάλογο προς τις οικονομικές του δυνατότητες.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Karolina Grabowska

Η κρατική υποχρέωση παροχής κατάλληλων δομών περίθαλψης αφορά το στάδιο τόσο της θεραπείας όσο κι αυτό της πρόληψης, ενώ περιλαμβάνει και την άσκηση εποπτείας στους ιδιωτικούς φορείς παροχής υγείας. Πράγματι, η δημιουργία ενός κρατικού μονοπωλίου δεν είναι επιθυμητή και για τον λόγο αυτό έχει κριθεί ως αντισυνταγματική διάταξη νόμου που απαγορεύει την ίδρυση ή τη μετατροπή ιδιωτικών κλινικών κατά αντικείμενο ή νομική μορφή της επιχείρησης. Το κράτος, αντιθέτως, οφείλει να διασφαλίζει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο και να παρέχει κίνητρα στην ιδιωτική πρωτοβουλία για τη λειτουργία δομών υγείας και το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος περικλείει το λεγόμενο «υγειονομικό κεκτημένο», με την έννοια ότι δεν επιτρέπεται η κατάργηση των θεσμών μέσω των οποίων υλοποιείται η κρατική μέριμνα, όπως το ΕΣΥ. Ως φορείς του κοινωνικού αυτού δικαιώματος στην υγεία, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Συντάγματος, προβλέπονται ρητώς μόνο οι Έλληνες πολίτες, ενώ για τους αλλοδαπούς η αντίστοιχη προστασία κατοχυρώνεται από διεθνείς συμβάσεις δεσμευτικές για τη χώρα μας καθώς κι από συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές όπως αυτή της ισότητας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της απαγόρευσης των διακρίσεων, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και του κοινωνικού κράτους δικαίου.

Η δημιουργία ενός δημοσίου συστήματος υγείας υπήρξε στο επίκεντρο του πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Ωστόσο, ο αρχικά παρεμβατικός ρόλος του κράτους κι οι πενιχροί οικονομικοί του πόροι καθώς κι η πληθώρα των εμπόλεμων συγκρούσεων εμπόδιζαν τη θέσπιση και την ορθή λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος. Τελικώς, το 1983 με τον νόμο 1397/83 ιδρύεται το Εθνικό Σύστημα Υγείας, το οποίο πρόκειται να είναι καθολικό και ενιαίο. Στο κείμενο του νόμου αποτυπώνεται η κρατική ευθύνη για την ισότιμη παροχή υπηρεσιών υγείας σε κάθε πολίτη, ανεξαρτήτως οικονομικής κι επαγγελματικής κατάστασης και κοινωνικής θέσης, μέσω ενός ενιαίου κι αποκεντρωμένου εθνικού συστήματος υγείας. Θεμελιώνεται, όπως φαίνεται, το ΕΣΥ, του οποίου η ενιαία οργανωτική δομή περιλαμβάνει τα Κέντρα Υγείας (πρωτοβάθμια περίθαλψη) και τα Νοσοκομεία (δευτεροβάθμια περίθαλψη).

Όπως έχει ήδη καταστεί σαφές, όλοι οι πολίτες της επικράτειας έχουν δικαίωμα στην παροχή των κατάλληλων, αναλογικά με την κατάσταση της υγείας τους και τις δυνατότητες του ΕΣΥ, υπηρεσιών προληπτικού ή θεραπευτικού χαρακτήρα. Ανάμεσα στις βασικότερες αρχές που διέπουν τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών υγείας βρίσκεται κι η αρχή της συνέχειας, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται η διακοπή της λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών λόγω της σπουδαιότητας των βασικών αναγκών στην ικανοποίηση των οποίων αποσκοπούν. Βάσει της συγκεκριμένης αρχής πρέπει, παραδείγματος χάριν, να προβλέπεται πάντα, σε περίπτωση απεργίας, η ύπαρξη προσωπικού ασφαλείας, ενώ η διοίκηση υποχρεούται να καλύπτει τις κενές οργανικές θέσεις και να επιτάσσει τις υπηρεσίες των επαγγελματιών υγείας εκτός του τακτικού ωραρίου προς αντιμετώπιση άμεσης κοινωνικής ανάγκης που θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Mikhail Nilov

Μια ειδικότερη έκφανση της αρχής της συνέχειας των δημόσιων υπηρεσιών υγείας, η οποία χρήζει εκτενέστερης ανάλυσης, είναι αυτή των εφημεριών των ιατρών, της υποχρέωσής τους, δηλαδή, να υπερβαίνουν ενίοτε το κανονικό ωράριο εργασίας τους.

Η ρύθμιση του χρόνου εργασίας και τα θέματα σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων πραγματοποιείται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την Οδηγία 2003/88/ΕΚ. Αξιοσημείωτες είναι οι εξής προβλέψεις της Οδηγίας:

  • τα όρια εργασίας δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις 48 ώρες εβδομαδιαίως σε μία περίοδο αναφοράς, η οποία δεν υπερβαίνει τους 4 μήνες, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών (άρθρο 6)
  • παρέχεται ειδική προστασία για τους εργαζόμενους τη νύχτα (άρθρα 8-13)
  • η διάρκεια ετήσιας άδειας με αποδοχές είναι τουλάχιστον 4 εβδομάδων (άρθρο 7)
  • οι ελάχιστες περίοδοι ημερησίας κι εβδομαδιαίας ανάπαυσης δεν μπορεί να είναι λιγότερες από 11 συναπτές ώρες ημερησίως κι από 35 συνεχούς εβδομαδιαίας ανάπαυσης σε μία περίοδο αναφοράς 14 ημερών (άρθρα 3 και 5)

Ζητήματα σχετικά με το χρόνο εργασίας του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού καθώς και του πληρώματος ασθενοφόρου πρώτων βοηθειών έχει αντιμετωπίσει και το ΔΕΕ, το οποίο έκρινε ότι στην έννοια του χρόνου εργασίας εμπίπτει κάθε περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος βρίσκεται στην εργασία στη διάθεση του εργοδότη κι ασκεί τα καθήκοντά του κι η έννοια αυτή αντιπαρατίθεται με την περίοδο ανάπαυσης. Κατά συνέπεια, οι εφημερίες αποτελούν χρόνο εργασίας κι ενδεχομένως υπερωριακή απασχόληση ακόμα κι εάν ο εργαζόμενος αναπαύεται στον τόπο εργασίας. Με το άρθρο 137 του νόμου 4472/2017 οι επαγγελματίες υγείας υποχρεούνται να πραγματοποιούν τις απαραίτητες εφημερίες για την ασφαλή λειτουργία των νοσοκομείων και των κέντρων υγείας κι οι οποίες συνιστούν υπερωριακή απασχόληση. Οι εφημερίες διακρίνονται σε ενεργές, αυτές που πραγματοποιούνται εντός της δομής μετά το πέρας του ωραρίου, και σε εφημερίες ετοιμότητας, που επιτάσσουν την άμεση προσέλευση των ιατρών στο χώρο εργασίας κατόπιν κλήσης του ιατρού και σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Υπάρχει και μια τελευταία κατηγορία αυτή των μεικτών που προκύπτουν από τον συνδυασμό των δύο προαναφερθεισών κατηγοριών.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Karolina Grabowska

Η καθημερινή πρακτική αποδεικνύει την αδήριτη ανάγκη συνεχούς λειτουργίας των δομών υγείας, καθώς η ανθρώπινη ζωή συνιστά το ύψιστο αγαθό και χρήζει προστασίας. Ωστόσο, πρέπει να διασφαλίζεται κι η τήρηση των συναφών με το χρόνο εργασίας και τις μισθολογικές παροχές δικαιωμάτων των εργαζόμενων ιατρών, που επιτελούν ένα λειτούργημα υπέρ του κοινωνικού συνόλου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβάνη, Το Δημόσιο Δίκαιο της Υγείας, 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017.
  • Κώστας Χρυσόγονος / Σπύρος Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017.
  • Παρασκευή Νάσκου – Περράκη, Δικαιώματα του Ανθρώπου, Παγκόσμια και περιφερειακή προστασία, Γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αγγελική Τσιούντσιουρα
Αγγελική Τσιούντσιουρα
Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μιλάει πολύ καλά την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα, ενώ στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον αθλητισμό, τα ταξίδια και της αρέσει να τον αφιερώνει στους φίλους της. Στόχος της μέσω της αρθρογραφίας είναι να εφιστήσει το ενδιαφέρων και άλλων ατόμων για νομικά θέματα και να τους βοηθήσει να κατανοήσουν έννοιες του δικαίου που συναντάμε στην καθημερινότητά μας.