22.1 C
Athens
Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςH απώλεια της μητέρας μέσα από τρία «πεζά ποιήματα» του Ντίνου Χριστιανόπουλου

H απώλεια της μητέρας μέσα από τρία «πεζά ποιήματα» του Ντίνου Χριστιανόπουλου


Της Χιόνας Οικονομάκη, 

Η ανθρώπινη ζωή, γεμάτη με μοναδικές αντιθέσεις, διδακτικές δυσκολίες, ευτυχείς συγκυρίες, ματαιότητες και απογοητεύσεις, είναι μία ιδιαίτερη… πρόκληση. Οι αστάθμητοι, βέβαια, παράγοντες που εμπίπτουν μέσα σε αυτήν, οι τραγικότητες τις οποίες καλούμαστε να υπερβούμε, είναι και αυτές που με έναν τρόπο πολύ αντιφατικό, μας πλαισιώνουν, μας καθορίζουν και εν συνεχεία μας οδηγούν στη δημιουργία. Συχνά, όταν ο ανθρώπινος πόνος αναζητά μανιωδώς έναν τρόπο διαφυγής, μετουσιώνεται στην τέχνη και το προϊόν που προκύπτει από τον συγκερασμό της θλίψης με τη φαντασία είναι αυτό που στο τέλος μας ανταμείβει. Η έννοια της απώλειας, σαφέστατα, συνιστά ένα σημαντικότατο γεγονός στη ζωή κάθε ανθρώπου, ένα συμβάν καθοριστικό που πολλές φορές ακολουθείται από μία αλλοτρίωση ιδιόμορφη, άλλοτε πρόσκαιρη και άλλοτε όχι. Ειδικότερα όμως, η απώλεια της μητέρας είναι για κάθε παιδί μία στιγμή τραγικού επαναπροσδιορισμού, μία στιγμή βίαιης διείσδυσης στη μοναχικότητα, τον φόβο, την ανασφάλεια και τελικά τη διδαχή. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ένας μοναδικός άνθρωπος των γραμμάτων, έχει προσεγγίσει με τον δικό του, ξεχωριστό και στυγερά ειλικρινή τρόπο, το κομβικό γεγονός της μητρικής απώλειας, τις αντικειμενικές εκφάνσεις και τις διαχρονικές καταβολές του.

Στο πεζό ποίημα με τίτλο «Περίπατος» κυριαρχεί μία λιτότητα αφοπλιστική που εναρμονίζεται με την απλότητα των σκέψεων, των κινήσεων και των συναισθημάτων, τονίζοντας με έναν τρόπο παράδοξο τη φυσικότητα μέσα σε μία τόσο δυσμενή συνθήκη. Στο συγκεκριμένο ποίημα, λοιπόν, η διδαχή εκφράζεται στο τέλος της «ιστορίας»: «Πριν να την πάτε στο νεκροταφείο, κάντε της μία γυροβολιά με το αμάξι. Θα το χαρεί πολύ η ψυχή της» είναι η επιθυμία του ποιητή που με μία αγαθή συγκίνηση εκμυστηρεύεται στον οδηγό. Μία επιθυμία που φαίνεται να πραγματοποιείται, αφού την ύστερη στιγμή της κηδείας της μητέρας, αυτό που ο ποιητής διακρίνει είναι ένα χαμόγελο να ανθίζει στο πρόσωπό της. Μία εικόνα αμφίσημη που προκαλεί συναισθήματα ανάμεικτα, αφού η συνοπτική, μα ταυτοχρόνως πεσιμιστικά ρεαλιστική περιγραφή της κηδείας συγκρούεται με τη νότα αισιοδοξίας που απορρέει από ένα χαμόγελο γλυκό που, όμως, είναι το τελευταίο.

Πηγή Εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Sponchia

Το δεύτερο ποίημα τιτλοφορείται «Οι Φτωχοί», κι ενώ στην αρχή προσιδιάζει σε μία αλληγορία κοινωνικού ενδιαφέροντος, η έκβαση είναι ανατρεπτική. Ο θάνατος της μητέρας του ποιητή τον αφήνει μόνο, με μοναδική συντροφιά τα ρούχα της, τα οποία και αυθορμήτως αποφασίζει να μοιράσει στους φτωχούς. Η πρόθεση αυτή φαίνεται, στην πορεία, να «ναυαγεί» αφού η αναδιαμορφωθείσα κοινωνική πραγματικότητα επιβάλλει μία νέα τάξη πραγμάτων: «Κανείς πια δεν φοράει παλιά ρούχα» είναι η απάντηση που λαμβάνει ο ποιητής και τον εντάσσει σε ένα πεδίο επαναπροσδιορισμού. Αν και δεν ήταν ο αρχικός σκοπός του, θα αποφασίσει να κρατήσει τα ρούχα της νεκρής του μητέρας στη δική του κατοχή. Ρούχα παλιά που ξυπνούν μνήμες γλυκές και σε γεμίζουν με πικρία, ρούχα που με έναν τρόπο περίτεχνο γίνονται το κλειδί του παρελθόντος, μεταφέροντας τα υποκείμενα σε μέρη που πια έχουν ερημώσει, θυμίζοντάς τους τις φωνές ανθρώπων που δεν υπάρχουν πια. Το εν λόγω ποίημα χαρακτηρίζεται από μία διάθεση υπαινικτική, μία απλότητα ηθελημένη και μία ανεπαίσθητη ειρωνεία που χαρακτηρίζει, εν γένει, την ποίηση του Χριστιανόπουλου. Οι αναμνήσεις, λοιπόν, αναδεικνύονται σε κύρια θεματική του ποιήματος, ενώ τα ρούχα μετατρέπονται σε ένα αμιγώς συμβολιστικό εφαλτήριο για τη διείσδυση στο παρελθόν. Το ίδιο το παρελθόν, βέβαια, για έναν άνθρωπο που βιώνει την απώλεια, είναι ταυτόσημο με το παρόν μα και το μέλλον. Ο «εμπαιγμός» αυτός, ανάμεσα στις χρονικές βαθμίδες, είναι ένα ακόμη γνώρισμα που οδηγεί τον αναγνώστη σε μία εμβάθυνση επίπονη που ξυπνά μνήμες σπαρακτικές.

Το τρίτο και ίσως βαθύτερο ποίημα έχει τον τίτλο «Στο Νεκροταφείο». Ένας τίτλος που εξ αρχής μας εντάσσει σε ένα περιβάλλον παγωμένο, γκρίζο και μάλλον σιωπηλό. Η ιστορία απλή: Ο ποιητής τακτοποιεί, στωικά, τα λουλούδια που πήγε στον τάφο της λατρεμένης του μητέρας, μέχρι που πίσω του παρατηρεί μία παρουσία. Ο άνδρας, αγενώς, θα διακόψει την τελετουργία του ποιητή ρωτώντας τον με απλότητα: «Έχετε εδώ τη μητέρα σας; Βλέπω την περιποιείστε πολύ, όμως δε νομίζετε πως αυτές οι μάνες μας κατέστρεψαν; […]». Ανάμεσα στο δίπολο της προσβολής που προκύπτει από την ασέβεια του άνδρα απέναντι στον πενθούντα, τον νεκρό μα και τον ίδιο τον χώρο, και της δυσφορίας που συνιστά αντίδραση στην αγένεια λόγω της διακοπής μίας τόσο ιερής στιγμής, ο ποιητής δεν διστάζει να εξωτερικεύσει τον στοχασμό του.

«Δεν έχει νόημα να ψάχνουμε για ευθύνες πάνω σε έναν τάφο» είναι η αποστομωτική του απάντηση. Ο τάφος, συχνά, φαίνεται να διαδραματίζει τον ρόλο ενός σπιτιού, της τελευταίας κατοικίας των νεκρών. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, αυτό φαίνεται να αλλάζει. Ο τάφος φαίνεται να λαμβάνει μία νοηματοδότηση πιο οντολογική, φράζοντας απόλυτα τα άλλοτε θολά όρια ανάμεσα στον θάνατο και τη ζωή. Ένα σύμβολο διαχωριστικό, που απαλλάσσει την μητέρα που δεν ζει από οποιαδήποτε ευθύνη. Μία απαλλαγή που, μάλλον, έγκειται στον αναπόδραστο, μετά την απώλεια, επαναπροσδιορισμό των ηθικών και αντικειμενικών αξιών μας, σε μία επαναξιολόγηση των πραγμάτων που είναι σημαντικά. Σαφώς, η διαδικασία αυτή δεν συνεπάγεται με την άρση του παράγοντος της ευθύνης, αλλά με μία απλή ιεράρχηση που θέτει ως ύψιστη προτεραιότητα τον σεβασμό στη ζωή, ή μάλλον…. στο τέλος της. Το επιμύθιο είναι αυτό που έρχεται για να αποκρυσταλλώσει την προηγηθείσα αντίδραση.

Πηγή Εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: blickpixel

«Αυτοί που δεν λατρεύουνε τους πεθαμένους τους, δεν έχουνε αγάπη ούτε για τους ζωντανούς». Ένα συμπέρασμα βαθιά συγκινητικό που αίρει τον προαναφερόμενο διαχωρισμό ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, διατηρώντας όμως τους νεκρούς και την υποχρέωσή μας να τιμούμε τη μνήμη τους σε πρωτεύουσα ιεραρχική θέση. Ο απόλυτος σεβασμός απέναντι στη μνήμη όσων έχουν πια «χαθεί» είναι αναγκαιότητα. Μία αναγκαιότητα που δεν επιδέχεται περιορισμούς και εξαιρέσεις, μία αναγκαιότητα που θα έπρεπε να είναι, ηθικά, πηγαία. Ο άνδρας που με έναν τρόπο προσβλητικό και ασεβή διατάραξε την ησυχία της σκηνής αποχωρεί και όλα βρίσκουν και πάλι τον γαλήνιο ρυθμό τους. Ένα ποίημα, λοιπόν, πολυδιάστατο, γεμάτο με διδαχές ουσιώδεις και νοήματα εμβριθή.

Οποιαδήποτε απώλεια στη ζωή ενός ανθρώπου προκαλεί, αδιαμφισβήτητα, θλίψη και πόνο, ένα «ράγισμα» στην κανονικότητα. Στην περίπτωση, όμως, του θανάτου της μητέρας, ενός τόσο αγαπημένου προσώπου, που αποτελεί καταφύγιο, στήριγμα και ασφαλή συνοδοιπόρο, το «ράγισμα» αντικαθίσταται από μία αιχμή βαθιά που ποτέ δεν παύει να υφίσταται. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, μέσα από τη μοναδική του πένα αποδίδει με απόλυτο ρεαλισμό και μία απλότητα που σχεδόν μας προκαλεί… αμηχανία, μερικές από τις εκφάνσεις μίας τόσο τραγικής συνθήκης. Η γλυκόπικρη ανάμνηση των τελευταίων στιγμών, οι αυθόρμητες και πολλές φορές ανούσιες επιθυμίες εκείνων που βιώνουν το πένθος, η ασέβεια που καλείται, κανείς, να αντιμετωπίσει από όσους δεν δύνανται να αντιληφθούν το φορτίο της απουσίας, αλλά και η σταθερότητα με την οποία πάντα επιστρέφουμε στη μητέρα μας, θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στον θάνατο και τη ζωή, αναδεικνύονται σε κυρίαρχους πυλώνες των ποιημάτων. Γιατί ακόμη κι αν κάποιοι «έφυγαν», θα είναι πάντα εδώ.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Ντίνος Χριστιανόπουλος, Πεζά Ποιήματα, Εκδόσεις Ιανός, Θεσσαλονίκη (2020)

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χιόνα Οικονομάκη
Χιόνα Οικονομάκη
Είναι φοιτήτρια του Τμήματος Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Κατάγεται από τη Μάνη και αγαπάει ιδιαίτερα τον τόπο της και την Ιστορία του. Από μικρή ηλικία της άρεσε η λογοτεχνία και αργότερα η ποίηση. Αγαπημένος της ποιητής είναι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.