21 C
Athens
Πέμπτη, 9 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαH λανθασμένη νομολογιακή διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο στις εκ...

H λανθασμένη νομολογιακή διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο στις εκ προθέσεως ανθρωποκτονίες


Της Ραφαήλιας-Προκοπίας Τσότρα,

I. Η εξέλιξη της έννοιας του βρασμού ψυχικής ορμής στο άρθρο 299 ΠΚ

Κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του Όθωνα, τέθηκε σε ισχύ ο Ποινικός Νόμος του 1834, έργο του Ludwig Maurer, μέλους της Αντιβασιλείας. Στο άρθρο 288, τυποποιείτο το έγκλημα της ανθρωποκτονίας το οποίο και διακρινόταν στις δύο κατηγορίες του φόνου και της αναίρεσης. Ο φόνος τιμωρείτο με ποινή θανάτου και προϋπέθετε δόλο εκ προμελέτης, ενώ η αναίρεση (άρθρο 293) περιλάμβανε το στοιχείο του «απρομελέτητου βρασμού ψυχικής ορμής». Η διάκριση αυτή προμελετημένου και απρομελέτητου δόλου, προκάλεσε έντονες θεωρητικές διαμάχες και αμφισβητήσεις.

Έτσι μερικά χρόνια αργότερα, όταν με τον ν.1492/1950, ο Ποινικός Κώδικας τροποποιήθηκε με εισηγητή τον Νικόλαο Χωραφά, εισήχθη το άρθρο 299, το οποίο μέχρι και σήμερα, δεν αναφέρεται σε φόνο και αναίρεση, αλλά αποκλειστικά σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και σε βρασμό ψυχικής ορμής. Στην Αιτιολογική του έκθεση, μάλιστα, τονίζεται ότι ο βρασμός ψυχικής ορμής αφορά τον δράστη της εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας, καθώς και ότι η παλαιά διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο μόνο σύγχυση και αμφισβητήσεις προκαλεί, η δε παράγραφος 1 του άρθρου 299 αναφέρεται στην ήρεμη ψυχική κατάσταση του δράστη και όχι στον προμελετημένο δόλο. Στην σύγχρονη νομολογιακή πρακτική, ο Άρειος Πάγος εξακολουθεί, εντούτοις, να εμμένει σε αυτήν την συγκεχυμένη και απαρχαιωμένη διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα Χρήσης: Daniel_B_photos

ΙΙ. Η σχέση του βρασμού ψυχικής ορμής με τις αψιθυμίες και την μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό ως μέσο αποκλεισμού του «απρομελέτητου» δόλου

Προκειμένου να γίνει μια πλήρης και διηθητική ανάλυση, αξίζει να εξετασθεί και να προσδιορισθεί η ίδια η έννοια του βρασμού ψυχικής ορμής. Ως βρασμός ψυχικής ορμής ορίζεται κάθε υπερδιέγερση πάθους ή συναισθήματος που φτάνει στο σημείο να αποκλείει την ήρεμη σκέψη. Κατά μία άποψη, αυτή η υπερδιέγερση πρέπει να είναι αιφνίδια. Η συγκεκριμένη αντίληψη, παρουσιάζει την έννοια του βρασμού ψυχικής ορμής ως μία ειδικότερη περίπτωση αψιθυμιών. Σύμφωνα με τον κλασσικό ορισμό του Ανδρουλάκη, οι αψιθυμίες αποτελούν περιπτώσεις αιφνίδιας και έντονης υπερδιέγερσης ενός συναισθήματος που οφείλονται σε μη νοσηρά ακόμη και φυσιολογικά αίτια. Περαιτέρω, οι αψιθυμίες διακρίνονται σε σθενικές (πχ θυμός) και ασθενικές (πχ λύπη, απόγνωση), οπότε υπό αυτήν την έννοια, κάθε μορφή βρασμού ψυχικής ορμής θα μπορούσε να υπαχθεί στην κατηγορία των αψιθυμιών.

Η αντίθετη άποψη, υποστηρίζει ότι ο χαρακτηρισμός του βρασμού ψυχικής ορμής ως αψιθυμίας, με προαπαιτούμενο στοιχείο την αιφνίδια υπερδιέγερση, θα άφηνε εκτός του ρυθμιστικού πεδίου της ΠΚ 299 όσες περιπτώσεις ψυχικής ορμής δεν προκαλούνται αιφνιδίως, αφού δεν μπορούν να υπαχθούν στην παράγραφο 1 του άρθρου 299, δεδομένου ότι δεν τελούνται ούτε σε κατάσταση ψυχικής ηρεμίας.

Η δεύτερη άποψη κρίνεται ορθότερη καθώς σύμφωνα με το άρθρο 178 παρ. 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οποιαδήποτε αμφιβολία περί της ενοχής, κρίνεται προς όφελος του κατηγορουμένου. Έτσι, αν δεν μπορούσε να εφαρμοστεί η ΠΚ 299 παρ. 2 στην μη αιφνίδια υπερδιέγερση συναισθήματος, ο δράστης δεν θα μπορούσε να τιμωρηθεί ούτε κατά την ΠΚ 299 παρ.1, διότι θα παραβιαζόταν η αρχή in dubio pro reo και η αρχή της νομιμότητας. Το θεωρητικό αυτό πρόβλημα, το οποίο φυσικά έχει μεγάλες πρακτικές συνέπειες λόγω των διαφορετικών ποινών που επιβάλλονται στις παραγράφους 299 παρ. 1 και 2, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ούτε με εφαρμογή της ΠΚ 36 στην παράγραφο 1 για τις μη αιφνίδιες υπερδιεγέρσεις, καθώς κατά το γράμμα του νόμου, στην ΠΚ 36 προϋποτίθεται διατάραξη της συνείδησης μόνο κατά την τέλεση της πράξης, ενώ για την ύπαρξη βρασμού ψυχικής ορμής προϋποτίθεται αυτή η διατάραξη τόσο κατά την απόφαση όσο και κατά την εκτέλεση. Από τα παραπάνω, λοιπόν, συνάγεται ότι δεν απαιτείται το στοιχείο της αιφνίδιας υπερδιέγερσης για την ύπαρξη βρασμού ψυχικής ορμής. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές είναι και εννοιολογικώς αδύνατο να υπάρχει απρομελέτητος δόλος.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα Χρήσης: 10634669

ΙΙΙ. Η σύγκρουση του απρομελέτητου δόλου με τα συστατικά στοιχεία της πρόθεσης στο άρθρο 27 ΠΚ.

Κατά τούτο, καθίσταται σαθρή η άποψη της νομολογίας περί απρομελέτητου φόνου. Το ζήτημα όμως δεν τελειώνει εκεί καθώς η νομολογογιακή διάκριση παραβιάζει και βασικές αρχές που αφορούν την έννοια του δόλου και τα δύο συστατικά της στοιχεία, ήτοι το γνωστικό και το βουλητικό. Σύμφωνα με το άρθρο 27 ΠΚ, με δόλο πράττει όποιος θέλει την παραγωγή περιστατικών που κατά τον νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, καθώς και όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται.

Ακριβέστερα, ο δόλος περιλαμβάνει την «βούληση πραγμάτωσης μιας αξιόποινης πράξης με γνώση των αντικειμενικών περιστάσεων αυτής». Η γνώση αυτή μπορεί να εδράζεται και σε πιθανολόγηση επέλευσης του αποτελέσματος όπως συμβαίνει στην περίπτωση του ενδεχόμενου δόλου. Δεν νοείται όμως δόλος χωρίς γνώση, χωρίς πρόθεση επέλευσης του προβλεπόμενου αποτελέσματος είτε ο δράστης πράττει ακριβώς για να πραγματώσει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος στην περίπτωση του άμεσου δόλου πρώτου βαθμού (επιδίωξη) είτε προβλέπει την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης ως βέβαιη συνέπεια της πράξης και εν τούτοις πράττει αποδεχόμενος τα αποτελέσματα της στον άμεσο δόλο δευτέρου βαθμού (αναγκαίος δόλος). Ακόμη και στον ενδεχόμενο δόλο, όπως προαναφέρθηκε, ο δράστης προβλέπει ως ενδεχομένη την πραγμάτωση του εγκλήματος και παρά ταύτα πράττει. Επομένως δεν μπορεί να νοηθεί απρομελέτητος δόλος γιατί εκ προοίμιού ο δόλος συνδέεται άρρηκτα με την γνώση και την βούληση – η έλλειψη δε προμελέτης αποκλείει και την ύπαρξη αυτών των δυο στοιχείων – γνωστικού και βουλητικού.

Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την αρχή του ταυτοχρόνου, ο δόλος πρέπει να υπάρχει κατά τον χρονο τέλεσης της πράξης (dolus praesens), χωρίς να απαιτείται να υφίσταται και κατά την διάρκεια εξέλιξης της αιτιώδους διαδρομής ή κατά την επέλευση του αποτελέσματος. Εάν η εγκληματική απόφαση λήφθηκε στο παρελθόν αλλά δεν υφίσταται κατά τον χρόνο τέλεσης (dolus antecedens), δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει εκ προθέσεως έγκλημα. Για την ύπαρξη δόλου, επίσης, δεν αρκεί μόνο η εκ των υστέρων επιδοκιμασία  του εγκληματικού αποτελέσματος, εστω κι αν ο δράστης το είχε προβλέψει ως πιθανό, καθώς μπορεί αυτή η πιθανολογήσει να στοιχειοθετεί την ενσυνείδητη αμέλειά του. Συμπεραίνεται λοιπόν, ότι ο δόλος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το χρονικό διάστημα τέλεσης του εγκλήματος. Πρέπει να υφίσταται και να εκδηλώνεται μέσω της εγκληματικής πράξης κατά τον χρόνο που ξεκινά η αρχή εκτελέσεως. Αυτό άλλωστε συνάγεται και από το άρθρο 42 ΠΚ σύμφωνα με το οποίο, απόπειρα υφίσταται μόνο όταν κάποιος αρχίζει να εκτελεί την αξιόποινη πράξη αφού την έχει αποφασίσει.

Εξετάζοντας τα παραπάνω, εντοπίζεται ακόμη ένα λογικό άλμα στην άποψη της νομολογίας περί απρομελέτητου δόλου. Πιο συγκεκριμένα, ο δόλος στην εν βρασμώ τέλεση ανθρωποκτονίας προϋποτίθεται τόσο κατά την απόφαση όσο και κατά την εκτέλεση. Παράλληλα, δόλος μόνο κατά την απόφαση δεν μπορεί, όπως προαναφέρθηκε, να οδηγήσει στην στοιχειοθέτηση εγκλήματος. Αν λοιπόν ο δόλος είναι απρομελέτητος, κατά λογική αναγκαιότητα και εννοιολογικώς προκύπτει ότι δεν υφίσταται κατά την λήψη της απόφασης, παρά μόνο κατά την εκτέλεση του εγκλήματος. Μια τέτοια παραδοχή, πέρα από το γεγονός ότι είναι βαθιά αντιφατική, θα έπρεπε να οδηγήσει στην αθώωση ενός κατηγορουμένου που τέλεσε ανθρωποκτονία με απρομελέτητο δόλο, όταν η πρόθεση περικλείει μόνο την τέλεση της πράξης, διότι η τιμώρησή του θα παραβίαζε τόσο τα άρθρα 27 και 42 του ΠΚ, όσο και την αρχή της νομιμότητας στην ειδικότερη έκφανση της nullum crimen nulla poena sine lege scripta.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα Χρήσης: GDJ

Συγκεφαλαιώνοντας, τα παραπάνω καθιστούν αντιληπτό ότι ο χαρακτηρισμός του δόλου ως προμελετημένου και απρομελέτητου, πέρα από το γεγονός ότι περιλαμβάνει αφόρητες αξιολογικές αντιφάσεις, χρησιμοποιείται καταχρηστικώς και δημιουργεί σοβαρούς κίνδυνους για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Είναι λοιπόν απαραίτητο, όπως έχει επισημανθεί από σημαντικό τμήμα της θεωρίας, να παύσει η χρήση αυτής της επιστημονικά επισφαλούς διάκρισης από τον Άρειο Πάγο, ώστε να αποδίδεται με ακριβολογία η έννοια του δόλου στις ανθρωποκτονίες που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της ΠΚ 299.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Κιούπης Δημήτριος, Δικαστική Ψυχολογία και Ψυχιατρική, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022
  • Μυλωνόπουλος Χρίστος, Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, Αθήνα, Π.Ν Σάκκουλας, 2020
  • Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελισάβετ, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020
  • Άρειος Πάγος, areiospagos.gr, διαθέσιμο εδώ 
  • Βουλή των Ελλήνων, hellenicparliament.gr, διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ραφαηλία Προκοπία Τσότρα
Ραφαηλία Προκοπία Τσότρα
Συνεπής και οργανωμένη φοιτήτρια Νομικής, παθιασμένη με το αστικό και ιδιαίτερα το εμπορικό δίκαιο. Με άριστη γνώση των αρχών του αστικού δικαίου ανεξάντλητη προθυμία για εργασία και αυξημένο αίσθημα ευθύνης, λάτρης του εθελοντισμού, της λογοτεχνίας, της ομαδικής εργασίας και της αρθρογραφίας.