23.1 C
Athens
Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΗ σημασία του κανονιστικού πλαισίου στο Χρηματοπιστωτικό Σύστημα (Μέρος Α')

Η σημασία του κανονιστικού πλαισίου στο Χρηματοπιστωτικό Σύστημα (Μέρος Α’)


Του Θοδωρή Μπουλούμπαση,

Με τον όρο του κανονιστικού και του ρυθμιστικού πλαισίου του χρηματοπιστωτικού συστήματος (financial regulation), εννοούμε ένα σύνολο κανόνων και υποχρεώσεων που διέπουν τη λειτουργία του τραπεζικού τομέα. Ο σκοπός του είναι η ρύθμιση της οικονομικής τους ευρωστίας, καθώς και η συμπεριφορά τους απέναντι σε καταθέτες και καταναλωτές. Ιστορικά, έως και τη δεκαετία του 1930, το υπάρχον κανονιστικό πλαίσιο ήταν ιδιαιτέρως χαλαρό, γεγονός που είχε ως συνέπεια την επαναλαμβανόμενη κατάρρευση τραπεζικών ιδρυμάτων, αλλά και την παρατήρηση του φαινομένου μαζικών αναλήψεων από καταθέτες (bank run), αντιλαμβανόμενοι την αστάθεια του τραπεζικού συστήματος. Η γενικευμένη αστάθεια σταμάτησε έπειτα από δυναμική παρέμβαση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης και τη δημιουργία συστήματος εγγύησης καταθέσεων.

Η ανάγκη δημιουργίας ενός ρυθμιστικού συστήματος κανόνων εμφανίστηκε μετά το 1970, όπου ο μη-τραπεζικός χρηματοπιστωτικός τομέας ανταγωνιζόταν τα τραπεζικά ιδρύματα σε βασικές δραστηριότητες τους (π.χ. αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων), ενώ βρισκόταν εκτός ενός υπάρχοντος ρυθμιστικού πλαισίου. Εκείνο το χρονικό διάστημα, είχε δημιουργηθεί από τις τράπεζες η αίσθηση ότι σε ενδεχόμενη τραπεζική κατάρρευση η εκάστοτε Κυβέρνηση θα έσπευδε σε οικονομική υποστήριξη (bail out), εκμεταλλευόμενη το μέγεθός τους αλλά και τη σύνδεσή τους με την οικονομία.

Οι συνεχόμενες διαπιστώσεις των προβλημάτων του τραπεζικού τομέα οδήγησαν στη σύσταση μιας σειράς επιτροπών με στόχο τη δημιουργία κανονιστικών αλλαγών που θα θεράπευαν τις συγκεκριμένες παθογένειες του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Συγκεκριμένα, βελτιώθηκε αισθητά το πλαίσιο κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, καθώς τα τραπεζικά ιδρύματα θα έπρεπε να διαθέτουν περισσότερα και καλύτερης ποιότητας (άμεσα ρευστοποιήσιμα) κεφάλαια. Εισήχθη για πρώτη φορά στο αρχικό κανονιστικό πλαίσιο η απαίτηση επιπλέον αποθεμάτων κεφαλαίων (capital buffers), με σκοπό να αντιμετωπιστεί το προβληματικό έως τότε φαινόμενο της προκυκλικότητας.

Πηγή εικόνας: storyset / Freepik

Σχετικά με την ποιότητα των κεφαλαίων υπήρξε ο διαχωρισμός τους σε κατηγορίες ποιοτικών χαρακτηριστικών. Αναλυτικότερα, διακρίθηκαν τρεις διαφορετικές έννοιες κεφαλαίων: 1) Τα λογιστικά κεφάλαια, που καταρτίζονται με βάση τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης και αποτελούνται από το μετοχικό κεφάλαιο, διάφορα αποθεματικά και τα κέρδη εις νέον (παρακρατηθέντα κέρδη που δεν έχουν διατεθεί στους μετόχους). 2) Τα εποπτικά κεφάλαια που λογίζονται ως ίδια λογιστικά, αλλά πρέπει να καλύπτουν τις προϋποθέσεις της μονιμότητας και διαθεσιμότητας, της ευελιξίας πληρωμών και ρευστοποίησης, καθώς και της δυνατότητας απορρόφησης ζημίων.

Τέλος, προβλέφθηκε η ύπαρξη ορισμένων κεφαλαίων σε κίνδυνο , ώστε να μπορούν να καλύψουν τυχόν οικονομικές επιπτώσεις. Επιπροσθέτως, τα εποπτικά κεφάλαια διακρίνονται σε βασικά ίδια κεφάλαια (Tier 1) και συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια (Tier 2). Σημαντικό ρόλο εντός του πλαισίου εποπτείας των τραπεζών διαθέτουν οι διάφοροι δείκτες σχετικοί με τα κεφάλαιά της. Ο πιο σημαντικός που καταδεικνύει τη φερεγγυότητα μιας τράπεζας είναι ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (Capital Adequacy Ratio) που προκύπτει από το κλάσμα με αριθμητή το σύνολο των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων και παρονομαστή το άθροισμα των προσεγγίσεων του πιστωτικού, λειτουργικού κινδύνου, καθώς και του κινδύνου αγοράς.

Μία τράπεζα θεωρείται επαρκώς κεφαλαιοποιημένη εάν ο συγκεκριμένος δείκτης βρίσκεται πάνω από το 8%, ενώ υπάρχουν περιορισμοί στο ύψος των συμπληρωματικών κεφαλαίων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Για παράδειγμα, το σύνολο των απαιτήσεων υποχρεώνει την τράπεζα να ικανοποιεί έναν δείκτη του ύψους του 16,5% σχετικά με την συμμετοχή των ιδίων κεφαλαίων της. Πρακτικά κάτι τέτοιο σημαίνει πως για κάθε €100 δανείου τα 16,5 θα πρέπει να προέρχονται από τους μετόχους, ενώ τα υπόλοιπα από τους καταθέτες.

Συνοψίζοντας, το αποτέλεσμα που εκρέει είναι πως μέσω του κανονιστικού πλαισίου υπήρξε μία ομαλοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος μέσω των κείμενων οδηγιών του. Βελτιώθηκε αισθητά η ποιότητα, καθώς και απαιτούμενη ποσότητα κεφαλαίων στα τραπεζικά ιδρύματα , ενώ δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την μερική ρύθμιση των κινδύνων που διέπουν τη λειτουργία τους.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Παναγιώτης Αλεξάκης, Φαίδων Καλφάογλου, Το κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών, Νομική Βιβλιοθήκη

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θοδωρής Μπουλούμπασης
Θοδωρής Μπουλούμπασης
Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1997. Zει και εργάζεται στον Πύργο Ηλείας. Το 2015 εισήχθη στο Μαθηματικό Πατρών από το οποίο και αποφοίτησε το 2020. Είναι Μεταπτυχιακός φοιτητής Εφαρμοσμένης Διαχείρισης Κινδύνων στο Τμήμα Οικονομικών του ΕΚΠΑ. Γνωρίζει άριστα Αγγλικά και μαθαίνει Ιταλικά. Τα κεντρικά του ενδιαφέροντα είναι η πολιτική και η οικονομία.