Της Μαριάννας Καλτσά,
Το άρθρο 105 του Εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα περικλείει την έννοια της αστικής ευθύνης του Δημοσίου κατά την οποία: «για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών». Καθίσταται σαφές πως, από τον παραπάνω ορισμό, διακρίνονται οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης του συγκεκριμένου μηχανισμού κι, επομένως, θα ήταν βαρύνουσας σημασίας να γίνει μια ενδελεχής εξέτασή τους.
Αρχικά, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου, απαιτείται η ζημία που υπέστη ο διοικούμενος να προέρχεται από παράνομη πράξη ή παράλειψη οργάνου, που ασκεί δημόσια εξουσία και υπάγεται στο νομικό πρόσωπο του Κράτους ή σε ν.π.δ.δ ή σε ν.π.ι.δ, όταν το τελευταίο ασκεί δημόσια εξουσία (διφυές νομικό πρόσωπο). Να διευκρινιστεί πως τη θέση οργάνου δεν υπέχει μόνο ο υπάλληλος που κινείται στον χώρο του δημοσίου δικαίου, αλλά και πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του Δημοσίου. Όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, λ.χ. διοικητικοί υπάλληλοι, Yπουργοί, ο Πρωθυπουργός, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, της νομοθετικής εξουσίας, δηλαδή της Βουλής και του Προέδρου της Δημοκρατίας και ενίοτε της Κυβέρνησης, όταν συμμετέχει στην άσκηση νομοθετικής εξουσίας, καθώς και της δικαστικής, υπάγονται στην ως άνω έννοια.
Επίσης, από τα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ προκύπτει ότι η ζημία θα πρέπει να γεννάται κατά «την άσκηση δημόσιας εξουσίας». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι για τη θέση σε λειτουργία του μηχανισμού αστικής ευθύνης του δημοσίου χρειάζεται η παράνομη και ζημιογόνος πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια, να λαμβάνει χώρα από το δημόσιο όργανο κατά την εκτέλεση των ανατιθέμενων καθηκόντων. Προεκτείνοντας τη σκέψη μας, το εν λόγω εργαλείο δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση διφυούς νομικού προσώπου, όταν λειτουργεί ως ν.π.ι.δ και άρα, διέπεται η δράση του από κανόνες ιδιωτικού δικαίου. Επιπροσθέτως, απαραίτητη είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ασκηθείσας από το όργανο δημόσιας εξουσίας και της προκληθείσας παρανομίας.
Επιπλέον προϋπόθεση που χρήζει σχολιασμού, είναι η παρανομία να προέρχεται από διοικητική πράξη ή παράλειψη του οργάνου. Δεν είναι απαραίτητο η πράξη να είναι εκτελεστή, ήτοι να επιφέρει άμεση μεταβολή στον εξωτερικό νομικό κόσμο (π.χ. αφαίρεση άδειας οδήγησης), αλλά αρκεί και μη εκτελεστή πράξη (π.χ. λανθασμένη πληροφόρηση διοικούμενου), εφόσον στο πλαίσιο της έννομης τάξης μας δεν παρέχεται άλλο ηπιότερο κι εξίσου αποτελεσματικό μέτρο. Επιπροσθέτως, η παράλειψη διοικητικού οργάνου, πέρα από παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, μπορεί να συνίσταται ιδιαίτερες υποχρεώσεις, οι οποίες, σύμφωνα με την κείμενη εν γένει νομοθεσία και τους κανονισμούς, καθώς και κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης, συνάδουν με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών. Να σημειωθεί πως στα εν λόγω άρθρα γίνεται λόγος και για αστική ευθύνη του δημοσίου εξαιτίας βλάβης διοικούμενου που προκλήθηκε από υλική ενέργεια. Μία επισήμανση είναι σημαντική: σημείο διάκρισης της υλικής ενέργειας από τη διοικητική πράξη είναι πως η τελευταία αποτελεί την εξωτερίκευση της δήλωσης βούλησης της Διοίκησης, η πραγμάτωση της οποίας διενεργείται μέσω της υλικής ενέργειας.
Ένα ακόμη εννοιολογικό στοιχείο που εντοπίζεται στα παραπάνω άρθρα και χρειάζεται διερεύνηση είναι η έννοια του παρανόμου. Τα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ δε διευκρινίζουν την έννοια του παρανόμου, αλλά θεσπίζουν λευκό κανόνα δικαίου που παραπέμπει εν λευκώ στην εφαρμογή διατάξεων που καθορίζουν την αρχής της νομιμότητας. Πλέον, οι μορφές του παρανόμου προσδιορίζονται από το άρθρο 48 του π.δ 18/1989 , που αν και καθορίζει τους λόγους ακύρωσης της διοικητικής πράξης, εντούτοις τυγχάνουν εφαρμογής και στην προκειμένη περίπτωση, δηλαδή για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής αποζημίωσης. Συνοπτικά, αστική ευθύνη του Δημοσίου μπορεί να στοιχειοθετηθεί αν συντρέχει αναρμοδιότητα της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή αν κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας παραβιάστηκε ουσιώδης τύπος που έχει ταχθεί για την ενέργεια της πράξης ή κατ΄ ουσίαν διάταξη νόμου ή αν, τέλος, ζημιογόνα πράξη-παράλειψης-υλική ενέργεια του οργάνου γεννήθηκε έπειτα από κατάχρηση εξουσίας.
Συνάμα, η διαδικασία για την αποζημίωση του ιδιώτη από το Δημόσιο δύναται να κινηθεί μόνο αν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη δεν παραβιάζει διάταξη που θεσπίστηκε χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Συνάγεται, επομένως, πως βαρύνουσα σημασία αποδίδεται στο τελευταίο, ενώ, αν μη τι άλλο, σκοπός της παραπάνω ρύθμισης είναι η αποφυγή πλήθους αξιώσεων προς αποζημίωση από πολίτες που θα θίγονταν ατομικά από τον παραμερισμό του γενικού συμφέροντος. Τελευταία και απαραίτητη προϋπόθεση είναι η διαπίστωση ζημίας σε οποιοδήποτε έννομο αγαθό, τόσο υλικό όσο και άυλο. Ο όρος ζημία καταλαμβάνει τόσο την περιουσιακή ζημία, που στρέφεται κατά των αποτιμητών σε χρήμα αγαθών, όσο και την ηθική βλάβη, όταν λαμβάνει χώρα προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας. Θα πρέπει, μάλιστα, μεταξύ παρανομίας και προκληθείσας ζημίας, να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, δηλαδή μία σχέση αιτίου-αιτιατού.
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση υποθέσεων περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου είναι το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο της περιφέρειας, όπου γεννήθηκε η αξίωση προς αποζημίωση, ενώ η εκδίκαση της υπόθεση σε δεύτερο βαθμό γίνεται από το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο και αναιρετικό έλεγχο ασκεί το ΣτΕ. Ωστόσο, για διαφορές που αναφύονται εξαιτίας πράξεων ή παραλείψεων του κράτους, ν.π.δ.δ και εν γένει οργάνων δημόσιας εξουσίας και δε συνδέονται με τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα υπαγωγής αποτελεί η αστική ευθύνη του Δημοσίου για αυτοκινητιστικό ατύχημα που προκλήθηκε από κρατικό όργανο, οι αγωγές του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ όταν στρέφονται κατά μόνον του οργάνου, οι αδικοπρακτικές διαφορές προσώπων που δεν αποτελούν ν.π.δ.δ σύμφωνα με το νόημα των άρθρων 105-6 ΕισΝΑΚ (λ.χ. εργάτες), καθώς και οι διαφορές που συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, λόγω παρεμπόδισης χρήσης κοινόχρηστων πραγμάτων εκ μέρους των δημόσιων οργάνων.
Αναντίρρητα, σ’ ένα κράτος δικαίου είναι πρωταρχικής σημασίας η ρύθμιση της αποζημιωτικής ευθύνης του κράτους. Η νομολογία του ΣτΕ θεμελιώνει την αστική ευθύνη του κράτους στο άρθρο 4 παρ. 5, το οποίο ορίζει ότι οι Έλληνες πολίτες είναι ίσοι ενώπιον των δημοσίων βαρών και επομένως, είναι επιτακτική ανάγκη αποκατάστασης της ζημίας που κάποιος υφίσταται από τη δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη, αλλά προκαλεί βλάβη στον διοικούμενο (ΣτΕ 1501/2014). Νομοθετική βάση της παραπάνω έννοιας αποτελεί και το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, το οποίο λειτουργεί ως επανορθωτικός μηχανισμός για την αποκατάσταση τόσο της αρχής της νομιμότητας και του κράτους δικαίου όσο και των παραβιάσεων της ισότητας στις οποίες υπόκεινται οι ζημιωθέντες διοικούμενοι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Γ΄ έκδοση, 2018
- ΣτΕ 1501/2014
- Εργασία: Η Αστική Ευθύνη του Δημοσίου, της Σακουλογεωργά Ελένης, διαθέσιμη εδώ
- Αστική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας: ΣτΕ Ολ. 1501/2014 (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου: 9-11-2015), διαθέσιμο εδώ