22.8 C
Athens
Τετάρτη, 16 Οκτωβρίου, 2024
ΑρχικήΤο χρονικό της Μικράς Ασίας: 100 χρόνια από τον ξεριζωμόΟι εξελίξεις στη Μικρά Ασία από τον Σεπτέμβριο του 1921 έως τον...

Οι εξελίξεις στη Μικρά Ασία από τον Σεπτέμβριο του 1921 έως τον Ιούλιο του 1922: Στρατιωτική αδράνεια και διπλωματικός πυρετός


Του Δημήτρη Βασιλειάδη,

Ένα από τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να περιγράψουν τη Μικρασιατική Εκστρατεία είναι η έντονη κινητικότητα του ελληνικού στρατού. Μέσα σε λίγους μήνες οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους τόσο σε ένα μεγάλο μέρος των μικρασιατικών παραλίων, όσο και στα ενδότερα του σύγχρονου τουρκικού κράτος, φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής από την Άγκυρα. Ωστόσο, υπήρξε μία περίοδος 10 περίπου μηνών κατά την οποία οι στρατιωτικές επιχειρήσεις «πάγωσαν». Κατά το χρονικό αυτό διάστημα κυριαρχικό ρόλο απέκτησαν οι διπλωματικές κινήσεις των δύο μαχόμενων στρατοπέδων. Επιπλέον, στο προσκήνιο ήρθε η πολιτική κρίση που προκλήθηκε στο ελληνικό κράτος η οποία, όπως είναι φυσικό, αποδυνάμωσε την ελληνική πλευρά.

Ας πιάσουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η λήξη της μάχης του Αφιόν Καραχισάρ, τον Σεπτέμβριο του 1921, εγκαινίασε μία περίοδο στασιμότητας στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ειδικότερα τους επόμενους μήνες, ο ελληνικός στρατός οργανώθηκε αμυντικά σε μία περιοχή μεταξύ του Εσκί Σεχίρ, της Κιουτάχειας και του Αφιόν Καραχισάρ. Η αδυναμία ανάληψης επιθετικών πρωτοβουλιών μεγάλης κλίμακας ήταν έκδηλη, λόγω διάφορων παραγόντων. Οι σημαντικότεροι ήταν η απομάκρυνση από τις γραμμές εφοδιασμού, οι κακές στρατηγικές επιλογές, καθώς και ο διχασμός που υπήρχε στις τάξεις του ελληνικού στρατού, απόρροια της προβληματικής πολιτικής κατάστασης. Όμως, ο πλέον καταλυτικός λόγος ήταν οι ήττες που υπέστη η χώρα στο διπλωματικό επίπεδο.

Η απομάκρυνση από τις, μέχρι τότε σύμμαχες, δυνάμεις της Entente ξεκίνησε μετά τις εκλογές του 1920 και την επικράτηση των αντιβενιζελικών δυνάμεων και εντάθηκε με την επιστροφή του, ανεπιθύμητου για τις δυνάμεις της Entente, βασιλιά Κωνσταντίνου. Το «ράγισμα του γυαλιού» μεταξύ Ελλάδας και Entente κορυφώθηκε κατά το διάστημα της προαναφερθείσας στρατιωτικής αδράνειας. Κατά τους μήνες αυτούς τα κράτη που εμπλέκονταν εδαφικά στη Μικρά Ασία και μπορούσαν έμμεσα να διαδραματίσουν ρόλο ρυθμιστή του ελληνοτουρκικού πολέμου, πραγματοποίησαν μία διπλωματική στροφή 180 μοιρών. Έτσι, η μέχρι τότε στήριξη των ελληνικών ενεργειών, μετατράπηκε αρχικά σε ουδετερότητα και στη συνέχεια σε στήριξη προς τις τουρκικές δυνάμεις και τον Κεμάλ.

Ο διοικητής του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, Αναστάσιος Παπούλας. Πηγή εικόνας: upload.wikimedia.org

Τον «χορό» των εξελίξεων άνοιξε η Γαλλία. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 1921 υπήρξε υπογραφή συμφωνίας στην Άγκυρα ανάμεσα σε Γαλλία και Τουρκία. Σύμφωνα με αυτήν, η Γαλλία εγκατέλειπε τα τουρκικά εδάφη που κατείχε στην Κιλικία και θα πρόσφερε τη δυνατότητα στις δυνάμεις του Κεμάλ να αγοράσουν στρατιωτικό εξοπλισμό δίχως κανέναν περιορισμό. Πέρα από τα προαναφερθέντα κέρδη, ο Κεμάλ είχε πλέον τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τους περίπου 80.000 άνδρες που απασχολούσε στο μέτωπο της Κιλικίας εναντίον του ελληνικού στρατού.

Η άνωθεν μεταστροφή της Γαλλίας ήρθε να ταυτιστεί με την ιταλική φιλοτουρκική εξωτερική πολιτική, η οποία ήταν έκδηλη ήδη από το 1919. Η Σοβιετική Ένωση αποτελούσε επίσης μία φίλια για την Τουρκία δύναμη. Η εξασφάλιση ισχυρών συμμάχων, σε συνδυασμό με την αυστηρή ουδετερότητα της Μεγάλης Βρετανίας, έφερε σε δυσχερή θέση την Ελλάδα. Η τελευταία ζητούσε έναν τρόπο να απεμπλακεί από το μέτωπο της Μικράς Ασίας με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Βρισκόμενη όμως σε μειονεκτική θέση στο στρατιωτικό μέτωπο και χωρίς να διαθέτει ισχυρή πολιτική εξουσία, είχε αποθέσει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της στις διαθέσεις των δυνάμεων της Entente.

Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία συνεδρίασαν στο Παρίσι, τον Μάρτιο του 1922, προκειμένου να ρυθμίσουν το ζήτημα της Μικράς Ασίας. Οι όροι που συμφώνησαν οι σύνεδροι ήταν ευνοϊκοί για την Τουρκία, χωρίς όμως να καταργούν τη συνθήκη των Σεβρών. Η ελληνική κυβέρνηση βρισκόταν σε δυσχερή θέση, καθώς δεν μπορούσε να απορρίψει τους όρους, λόγω της οριακής κατάστασης στην οποία βρισκόταν ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία, αλλά ούτε και να τους δεχτεί λόγω των αντιδράσεων που θα προέκυπταν. Από τη δύσκολη αυτή θέση έβγαλε την ελληνική κυβέρνηση η Τουρκία, η οποία απέρριψε τους όρους.

Η Μικρά Ασία όπως αυτή θα διαμορφωνόταν σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σεβρών. Πηγή εικόνας: upload.wikimedia.org

Λίγες μέρες μετά τη Συνδιάσκεψη των Παρισίων, στις 5 Απριλίου 1922, οι ιταλικές δυνάμεις αποχώρησαν από τις κτήσεις που κατείχαν στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Το γεγονός αυτό ανάγκασε το ελληνικό στρατόπεδο να μεταφέρει στην, μέχρι τότε ιταλοκρατούμενη, περιοχή στρατιωτικές μονάδες προκειμένου να αποφύγει μία ενδεχόμενη τουρκική παρείσφρηση, που θα οδηγούσε ουσιαστικά στην κατάρρευση του ελληνικού μετώπου. Το γεγονός αυτό όμως επέκτεινε κατά πολύ τη γραμμή άμυνας του ελληνικού στρατού, οδηγώντας ταυτοχρόνως στην αποδυνάμωσή του.

Όλοι πλέον είχαν αντιληφθεί το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει το ελληνικό στρατόπεδο. Οι πιθανότητες απεμπλοκής από το μικρασιατικό μέτωπο με αξιοπρεπείς όρους μειώνονταν μέρα με τη μέρα. Η δυσαρέσκεια ήταν έκδηλη στα ανώτερα κλιμάκια του στρατού με τον επικεφαλής της μικρασιατικής στρατιάς, τον Αναστάσιο Παπούλα, να υποβάλει την παραίτησή του, τον Μάιο του 1922. Η ελληνική πλευρά έψαχνε κάθε πιθανή λύση που θα την έβγαζε από το διπλωματικό και στρατιωτικό αδιέξοδο. Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης συζητήθηκε έντονα την περίοδο αυτή, καθώς θα της προσέφερε ένα σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα και θα ανύψωνε το καταρρακωμένο ηθικό του ελληνικού στρατού. Ωστόσο, το σχέδιο αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ, καθώς οι δυνάμεις της Entente το απαγόρευσαν ρητά, τον Ιούλιο του 1922.

Έτσι, η τελευταία ευκαιρία αντιστροφής του αρνητικού για την Ελλάδα κλίματος χάθηκε. Το τουρκικό στρατόπεδο, έχοντας την πολυεπίπεδη στήριξη των εμπλεκόμενων στην περιοχή δυνάμεων ξεκίνησε τις προετοιμασίες της για τη διεξαγωγή της «μητέρας των μαχών», της σύγκρουσης που θα έβαζε τέλος στα όνειρα της Ελλάδας για ενεργή παρουσία στη Μικρά Ασία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Μιχαηλίδης, Ιάκωβος (2018), «Μικρασιατική Καταστροφή», Μικρές Εισαγωγές, no. 15, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδόπουλος
  • Συλλογικό Έργο (1978), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Βασιλειάδης
Δημήτρης Βασιλειάδης
Γεννήθηκε το 2001 στη Θεσσαλονίκη. Βρίσκεται στο τέταρτο έτος των σπουδών του στη σχολή Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει σε συνέδρια και σεμινάρια που αφορούν το αντικείμενο σπουδών του. Ενδιαφέρεται για τη μελέτη της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και την εξωτερική πολιτική των κρατών σε αυτά τα χρόνια.