12.7 C
Athens
Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΠαρατηρητήριο Αμερικανικής ΠολιτικήςΔιατρέχει κίνδυνο η αμερικανική οικονομία; Τι επίδραση έχουν οι εξωγενείς παράγοντες;

Διατρέχει κίνδυνο η αμερικανική οικονομία; Τι επίδραση έχουν οι εξωγενείς παράγοντες;


Του Παναγιώτη Σκόντζου,

Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Μία χώρα που από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελεί ουσιαστικά την παντοκράτειρα δύναμη στον κόσμο, κατέχοντας την κυριαρχική μερίδα του λέοντος στον στρατιωτικό, τον οικονομικό, τον εμπορικό, τον τεχνολογικό, τον βιομηχανικό και τον πολιτισμικό τομέα στον κόσμο. Από το 1890 και έκτοτε, οι Η.Π.Α. αποτελούν τη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη παγκοσμίως. Έχοντας περάσει από αρκετές οικονομικές κρίσεις στην Ιστορία της, η «νεαρά αυτοκρατορία» κατάφερε κάθε φορά να τις ξεπεράσει και να αναπτυχθεί και πάλι δυναμικά.

Η κορύφωση της αμερικανικής βιομηχανίας και οικονομίας, στην Ιστορία της χώρας, σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, ήταν περίπου από γύρω στο 1950 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές της «καλής δεκαετίας» του 1990, ένα πρωτόγνωρο για την ανθρώπινη Ιστορία φαινόμενο άρχισε να αναδύεται με τρομακτική ταχύτητα: «Παγκοσμιοποίηση».

Έκτοτε, σιγά σιγά, άρχισε και η αποβιομηχανοποίηση της χώρας, με τις Μεσοδυτικές πολιτείες (η καρδιά της βιομηχανικής Αμερικής) να ξεκινούν μια αργή, αλλά σταδιακή παρακμή στους περισσότερους τομείς. Πολιτικά αυτό το φαινόμενο έμελλε να εμφανιστεί –επί το πρακτέον– στις Προεδρικές Εκλογές του 2016, όταν ο Ρεπουμπλικανός Donald Trump κατάφερε να επικοινωνήσει και να πείσει μεγάλη μερίδα απογοητευμένων (λόγω της παγκοσμιοποίησης) πρώην και νυν εργαζομένων σε (μέχρι πρότινος αρκετά Δημοκρατικές) πολιτείες των Μεγάλων Λιμνών (Μίσιγκαν, Ουισκόνσιν, Πενσυλβάνια κλπ) και, τελικά, απρόσμενα να τις κερδίσει, δίνοντάς του, έτσι, τα «κλειδιά» του Λευκού Οίκου.

Παγκοσμιοποίηση Πηγή Εικόνας: Peterson Institute for International Economics

Πολλοί Αμερικανοί (και εν γένει Δυτικοί), με την εποχή της παγκοσμιοποίησης, είδαν να χάνουν απότομα και ίσως άδικα τις δουλειές τους, αφού πάμπολλες βιομηχανίες μετακόμισαν τις παραγωγικές μονάδες τους σε χώρες της Ανατολικής Ασίας (Κίνα, Ταϊλάνδη, Ινδονησία, Μπαγκλαντές, κλπ), αφού εκεί πλέον το παραγόμενο προϊόν θα ήταν σημαντικά φθηνότερο, λόγω της πολύ χαμηλής αμοιβής των εργαζομένων. Ισχυρό παράδειγμα είναι αυτό της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, μιας μεγάλης χώρας, η οποία ήταν απομονωμένη ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την ιστορική και εξαιρετικά σημαντική επίσκεψη του τότε Αμερικανού Προέδρου Richard Nixon τον Φεβρουάριο του 1972 στην Κίνα, με τις διμερείς σχέσεις των χωρών να αποκαθίστανται και να ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο για την κινεζική ανάπτυξη στον κόσμο. Από το 1978, με την κινεζική οικονομική μεταρρύθμιση, ξεκίνησε ουσιαστικά η αρχή της ραγδαίας ανόδου της Κίνας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και έκτοτε η χώρα αναπτύσσεται συστηματικά σε όλους τους τομείς, απειλώντας πλέον σε ευθεία βολή την πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών στην οικονομία και την τεχνολογία.

Από την άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται ότι έχουν εισέλθει, ύστερα από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2007-2009, σε μία φάση οικονομικής στασιμότητας, παρότι τα στατιστικά διαγράμματα δείχνουν μια σταθερή (αλλά μικρή σχετικά) ανάπτυξη. Η χώρα με συνολικό ΑΕΠ γύρω στα 25.5 τρισεκατομμύρια δολάρια (για το 2022) εξακολουθεί να είναι η πρώτη και η ισχυρότερη ονομαστικά οικονομία στον πλανήτη, όμως έχει μακροπρόθεσμα ένα σημαντικό πρόβλημα: δημόσιο χρέος που αγγίζει τα 30.5 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Την τελευταία δεκαετία, ύστερα από την παγκόσμια κρίση του 2007, η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) έχει τυπώσει και διαθέσει στην αγορά ασυνήθιστα μεγάλη ποσότητα χρήματος, κάτι το οποίο μακροπρόθεσμα σημαίνει αύξηση του πληθωρισμού και χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται όχι μόνο για την οικονομία της χώρας, αλλά και για την παγκόσμια οικονομία, λόγω του ισχυρού αποτυπώματος που έχουν οι Η.Π.Α.

Ο επικεφαλής της ομοσπονδιακής τράπεζας FED, Jerome Powell. Πηγή Εικόνας: REUTERS/Elizabeth Frantz

Η πανδημία του Covid-19 είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της αμερικανικής (και εν γένει της παγκόσμιας) οικονομίας, τη συνέχιση της υπέρογκης χρήσης δημοσίου χρήματος – επιδοματικής πολιτικής (και, συνεπώς, τη συνεχιζόμενη αύξηση του χρέους). Η αναγκαία και συνεχιζόμενη επιδοματική πολιτική εκ μέρους του κράτους, κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid-19, προκειμένου να στηριχθεί όρθια η οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας, έχουν συμβάλει στη μοιραία άνοδο του πληθωρισμού, με τον Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο να είναι το λεγόμενο «κερασάκι στην τούρτα» με τα γνωστά συνεπακόλουθα αποτελέσματα που έχει επιφέρει, με τον κίνδυνο μιας δυνητικής επισιτιστικής κρίσης να είναι διαφαινόμενη στον ευρύτερο παγκόσμιο ορίζοντα.

Η κυβέρνηση του Joe Biden έχει κατηγορηθεί –ιδίως από τους αντιπάλους της– ότι από την ανάληψη των καθηκόντων της κάνει συνεχώς κυβερνητικές σπατάλες, την ώρα που η οικονομία της χώρας πασχίζει να εξέλθει από μια πολυπαραγοντική προβληματική κατάσταση που μαστίζει την οικονομία της.

Πηγή Εικόνας: Oliver Contreras/Bloomberg

Η οικονομία των Η.Π.Α., κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022, είδε μία συρρίκνωση της τάξης του 1,9% και κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2022 κατέγραψε συρρίκνωση στο 0,9% του ΑΕΠ. Οι ειδήμονες, παρά τις διαβεβαιώσεις του Προέδρου Biden, επισημαίνουν ότι η χώρα βρίσκεται σε καθεστώς τεχνικής ύφεσης, αφού υπήρξαν δύο διαδοχικά τρίμηνα πτώσης του ΑΕΠ. Ο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Η.Π.Α., Jerome Powell, αφού ανακοίνωσε για δεύτερη φορά αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης, προκειμένου να συγκρατηθεί ο υψηλός πληθωρισμός, εκτίμησε, στη συνέχεια, ότι παρά την οικονομική επιβράδυνση, η αμερικανική οικονομία δεν βρίσκεται σε ύφεση.

Πολιτικά μιλώντας για το εσωτερικό της Αμερικής, όλες αυτές οι καταστάσεις εκλογικά δεν είναι καλές για το κόμμα που βρίσκεται στον Λευκό Οίκο και κατέχει τον έλεγχο του Κογκρέσου (επί του παρόντος το Δημοκρατικό). Οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου πιθανότατα θα είναι τεχνικά ένα δημοψήφισμα για την απόδοση των Δημοκρατικών και της κυβέρνησης Biden από την ανάληψη των καθηκόντων της.

ΗΠΑ και Κίνα: Οι δύο παγκόσμιοι, οικονομικοί κολοσσοί. Πηγή Εικόνας: Daily Sabah / Illustration by Shutterstock.

Παρόλα αυτά, σημαντικό είναι να θυμόμαστε τη φράση του Ηράκλειτου «Τα πάντα ρει», με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει στο σύνολό του…


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Why Has the U.S. Economy Stagnated since the Great Recession?, MIT Press Direct, Διαθέσιμο εδώ
  • China’s Economic Rise: History, Trends, Challenges, and Implications for the United States, EveryCRSReport, Διαθέσιμο εδώ
  • Economic History of the United States: Precolonial and Colonial Periods, Oxford Research Encyclopedias, Διαθέσιμο εδώ
  • Joe Biden Believes There Is No Government Waste, National Review, Διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτης Σκόντζος
Παναγιώτης Σκόντζος
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπουδάζει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου στην Κόρινθο. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του εστιάζεται σε ζητήματα αμερικανικής πολιτικής. Άλλα αγαπημένα θέματα ενασχόλησής του είναι η γεωγραφία, η ιστορία, το συνταγματικό δίκαιο, οι πολιτικοί θεσμοί και οι διεθνείς σχέσεις. Στον ελεύθερό του χρόνο, ασχολείται με τη μουσική, το θέατρο, παρακολουθεί ταινίες, ταξιδεύει και απολαμβάνει τις συζητήσεις με τους γύρω του. Γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά. Φιλοδοξεί να λάβει υποτροφία, προκειμένου να πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.