15.9 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠαρατηρητήριο Αμερικανικής ΠολιτικήςΟι αποφάσεις-ορόσημα του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών

Οι αποφάσεις-ορόσημα του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών


Του Παναγιώτη Σκόντζου,

Το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών είναι η κορωνίδα της δικαστικής εξουσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και, σύμφωνα με τη διάκριση των εξουσιών, είναι ισότιμο με τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών και το Κογκρέσο. Το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. έχει αυξημένες αρμοδιότητες και εξουσίες και, έτσι, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητα των κατοίκων των Η.Π.Α. και όχι μόνο.

Για τα πρακτικά, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών είναι το ανώτατο ομοσπονδιακό δικαστήριο της χώρας, του οποίου τα 9 μέλη υπηρετούν ισόβιες θητείες. Τα μέλη του διορίζονται από τον Πρόεδρο των Η.Π.Α., όμως, για να επιβεβαιωθεί ο διορισμός τους, χρειάζεται επικύρωση από τη Γερουσία. Επικεφαλής του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ο εκάστοτε Αρχιδικαστής των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος, ναι μεν διατηρεί ισχυρό κύρος και μερικά επιπλέον προνόμια, όμως θεωρείται «πρώτος μεταξύ ίσων», αφού η ψήφος του δεν έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τους υπόλοιπους 8 δικαστές. Από το 2005, Αρχιδικαστής των Η.Π.Α. είναι ο John Roberts, ένας μετριοπαθής συντηρητικός δικαστικός που διορίστηκε από τον Πρόεδρο George W. Bush.

Η σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Πηγή Εικόνας: Επίσημη ιστοσελίδα του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών

Η σημερινή (κατά το 2022) ιδεολογική σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι η εξής: 6 συντηρητικοί δικαστές (με τον Roberts να είναι ο πιο συμβιβαστικός) και 3 φιλελεύθεροι-προοδευτικοί δικαστές. Έτσι, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών διέπεται σήμερα από μια υπερπλειοψηφία συντηρητικών δικαστών, κάτι το οποίο επηρεάζει σε κάποιο βαθμό πολλές αποφάσεις που λαμβάνονται.

Marbury v. Madison (1803)

Πηγή Εικόνας: National Constitution Center

Η υπόθεση William Marbury v. James Madison του 1803, μέσω της απόφασής της από το Ανώτατο Δικαστήριο, καθιέρωσε, πρώτη φορά στη νομική ιστορία, την αρχή του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, κάτι το οποίο έδωσε από τότε και στο εξής την εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά και σε κατώτερα ομοσπονδιακά και πολιτειακά δικαστήρια ανά την επικράτεια της χώρας, να καταργούν νόμους, όταν διαπιστώνεται ότι αντιτίθενται στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Marbury v. Madison, απόφαση η οποία αποτελεί ίσως μία από τις πιο σημαντικές νομολογίες στην παγκόσμια δικαστική και νομική ιστορία, αφού έθεσε σαφή τα όρια μεταξύ των τριών εξουσιών (εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής), καθώς, επίσης, και των αλληλοελέγχων και εξισορροπήσεων (checks and balances) που τις διέπουν, όπως το Σύνταγμα των Η.Π.Α. ορίζει στο άρθρο Ι.

Dred Scott v. Sandford (1857)

Πηγή Εικόνας: Wikipedia

Η υπόθεση Dred Scott v. John F.A. Sandford του 1857 είναι μία ιστορική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία, όμως, δεν παρήγαγε θετικά αποτελέσματα, αφού το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι Αφροαμερικανοί δεν δικαιούνταν να είναι πολίτες των Η.Π.Α. και, παράλληλα, έκρινε ότι τα δικαιώματα των ιδιοκτητών των σκλάβων ήταν καθορισμένα από το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Παρόλα αυτά, τροφοδότησε σε σημαντικό βαθμό την ανάπτυξη των κινημάτων κατά της δουλείας στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και ήταν σημαντική για την έναρξη του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου (1861-1865).

Για το ιστορικό χρονικό του Dred Scott v. Sandford, το 1833 ο John Emerson, ένας χειρουργός του αμερικανικού στρατού, αγόρασε τον Dred Scott –έναν σκλάβο–, τον οποίο μετέφερε στο τότε Έδαφος του Ουισκόνσιν (το οποίο, όμως, είχε πρόσφατα απαγορεύσει τη δουλεία). Το 1843, ο John Emerson πεθαίνει και το 1846, ο Dred με τη σύζυγό του Harriet ζήτησαν από τη χήρα του Emerson, Irene, την εξαγορά της ελευθερίας τους, με την τελευταία να αρνείται. Έτσι, μετά από μικρό διάστημα, ο Scott μήνυσε την Irene στο δικαστήριο της κομητείας του Σαιντ Λούις του Μιζούρι, υποστηρίζοντας ότι είχαν ζήσει ως δούλοι σε περιοχή όπου η δουλεία είχε απαγορευθεί. Το 1850, το πολιτειακό δικαστήριο του Σαιντ Λούις αποφάνθηκε υπέρ του Scott, με τον νέο σύζυγο της Irene Emerson, John Sandford, να ασκεί έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας του Μιζούρι, το οποίο ακύρωσε την προηγούμενη απόφαση, και έτσι αποφάνθηκε υπέρ του Sandford. Ο Scott, ύστερα από λίγα χρόνια, το 1856, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο έκρινε, έναν χρόνο αργότερα, ότι ο Scott δεν μπορούσε να υποβάλλει μήνυση, επειδή ήταν σκλάβος και Αφροαμερικανός και ως εκ τούτου δεν ήταν πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και ότι τα δικαιώματα των ιδιοκτητών των σκλάβων ήταν συνταγματικά προστατευόμενα μέσω της 5ης Τροπολογίας του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Gideon v. Wainwright (1963)

Πηγή Εικόνας: Street Law.org

Η υπόθεση Clarence Gideon v. Louie Wainwright του 1963 ήταν μία σημαντική υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία, μέσω της απόφασής της, έκρινε ότι σύμφωνα με την 6η Τροπολογία του Συντάγματος των Η.Π.Α., οι πολιτείες έπρεπε να παρέχουν δικηγόρους υπεράσπισης σε κατηγορούμενους που δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά με άλλον τρόπο την εκπροσώπησή τους στα δικαστήρια. Η υπόθεση ξεκίνησε το 1961, με τη σύλληψη ενός γνώριμου στις αρχές άνδρα, του Clarence Gideon, στο Πάναμα Σίτι της Φλόριντα, κατηγορούμενος για διάρρηξη και κλοπή. Στη δίκη που ακολούθησε, ο Gideon δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να έχει νομική εκπροσώπηση από δικηγόρο, με το δικαστήριο να απορρίπτει το αίτημά του να οριστεί δικηγόρος από την πολιτεία. Έτσι ο Gideon, αφού καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκιση, κατέθεσε, παράλληλα, ένα habeas corpus για απελεύθερωση λόγω άδικης φυλάκισης προς στο Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας της Φλόριντα, υποστηρίζοντας ότι η καταδίκη του ήταν αντισυνταγματική, λόγω της απουσίας δικηγόρου υπεράσπισής του στη δίκη. Αφού το αίτημά του στο Ανώτατο Δικαστήριο της Φλόριντα απορρίφθηκε, ο Gideon προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, με το τελευταίο να εξετάζει την υπόθεση το 1963. Στις 18 Μαρτίου 1963, το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. αποφάνθηκε ομόφωνα υπέρ του Clarence Gideon, κρίνοντας την καταδίκη του αντισυνταγματική σύμφωνα με την 6η Τροπολογία του Συντάγματος των Η.Π.Α.. Από τότε υπάρχει το δικαίωμα της νομικής εκπροσώπησης σε ποινική δίκη με έξοδα του δημοσίου.

Miranda v. Arizona (1966)

Ο κατηγορούμενος, Ernesto Miranda, στα δεξιά, και ο εισαγγελέας του Φοίνιξ, John J. Flynn. Πηγή Εικόνας: The Republic

“You have the right to remain silent. Anything you say can be used against you in court…”. Μία περίφημη φράση που οι περισσότεροι έχουμε ακούσει μια φορά στη ζωή μας, μέσα από ταινίες ή σειρές. Η υπόθεση Miranda v. State of Arizona του 1966 ήταν μία ιστορική απόφαση, η οποία εισήγαγε στην καθημερινότητα την παραπάνω διάσημη φράση, μέσω της θέσπισης νέου κώδικα συμπεριφοράς των αρχών επιβολής του νόμου στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και την ανακριτική διαδικασία που ακολουθείται. Ο Ernesto Miranda, ένας νεαρός κάτοικος του Φοίνιξ της Αριζόνας με ζητήματα ψυχικής αστάθειας, είχε κατηγορηθεί για τον βιασμό και την απαγωγή μιας 18χρονης. Όταν συνελήφθη τον Μάρτιο του 1963, ύστερα από την ανάκρισή του, ομολόγησε γραπτώς ότι, πράγματι, είχε βιάσει και απαγάγει την 18χρονη. Ωστόσο, ο Miranda δεν είχε ενημερωθεί από κανέναν για τα δικαιώματα που διέπουν έναν συλληφθέντα. Στο περιφερειακό δικαστήριο, οι εισαγγελείς χρησιμοποίησαν τη γραπτή αυτή δήλωση του Miranda ως αποδεικτικό στοιχείο της ενοχοποίησής του και έτσι βάσει αυτού, καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 έως 30 ετών.

Συμβουλευόμενος τον δικηγόρο του, Alvin Moore, ο Miranda άσκησε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας της Αριζόνας, υποστηρίζοντας ότι η αστυνομία του Φοίνιξ είχε πάρει με αντισυνταγματικό τρόπο την ομολογία του. Παρόλα αυτά, το Ανώτατο Δικαστήριο της Αριζόνας δε συμφώνησε και επικύρωσε εκ νέου την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου. Ο Miranda, ύστερα από αυτή την απόφαση, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο, στις 13 Ιουνίου 1966, αποφάνθηκε υπέρ του Miranda, ακυρώνοντας την καταδίκη του, αποφασίζοντας ότι η εισαγγελία δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ομολογία του ως αποδεικτικό στοιχείο, χωρίς να του έχουν αποκαλυφθεί τα συνταγματικά του δικαιώματα, σύμφωνα με την 5η και την 6η Τροπολογία του Συντάγματος. Από τότε στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε κάθε σύλληψη, χρησιμοποιούνται τα “Miranda Rights”, ακολουθούμενα με τη γνωστή φράση.

Roe v. Wade (1973)

Το πρωτοσέλιδο της Michigan Daily, στις 22 Ιανουαρίου του 1973, όπου κυκλοφορούν, τόσο τα νέα για τον θάνατο του πρώην Προέδρου, Lyndon Johnson, όσο και για την απόφαση Roe vs. Wade, του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας. Πηγή Εικόνας: The Michigan Daily

Η υπόθεση Jane Roe v. Henry Wade του 1973 ήταν μία ιστορική απόφαση, η οποία πρώτη φορά στην ιστορία προστάτεψε ομοσπονδιακά την ελευθερία των εγκύων γυναικών στο να μπορούν να επιλέξουν αν θα κάνουν έκτρωση. Η συγκεκριμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 22 Ιανουαρίου 1973 (την ημέρα πέθανε ο 36ος Πρόεδρος Lyndon B. Johnson), ανατρέποντας τους υφιστάμενους ομοσπονδιακούς και πολιτειακούς νόμους των Ηνωμένων Πολιτειών. Χρονικά, η υπόθεση ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1969, όταν η τότε 21χρονη κάτοικος του Ντάλας στο Τέξας, Norma L. McCorvey (για την υπόθεση έλαβε το ψευδώνυμο “Jane Roe”), ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος τρίτη φορά. Η ίδια, παρόλο που δεν προχώρησε σε έκτρωση και γέννησε μια κόρη το 1970 (η οποία υιοθετήθηκε), εκπροσωπήθηκε από δύο νέες δικηγόρους, τη Linda Coffee και τη Sarah Weddington, οι οποίες άσκησαν το 1970 αγωγή σε ομοσπονδιακό δικαστήριο στο Τέξας, για λογαριασμό της McCorvey (η οποία έλαβε το ψευδώνυμο Jane Roe), κατά του τότε εισαγγελέα της κομητείας του Ντάλας, Henry Wade, οποίος εκπροσωπούσε στην υπόθεση την πολιτεία του Τέξας. Η Coffee και η Weddington υποστήριξαν ότι η Roe ισχυρίστηκε ότι, ενώ η ζωή της δεν κινδύνευε, η ίδια δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να ταξιδέψει εκτός της πολιτείας (επειδή στο Τέξας, σύμφωνα με την τότε νομοθεσία, ήταν παράνομο να πραγματοποιηθεί έκτρωση) και ήθελε να πραγματοποιήσει έκτρωση σε ασφαλές ιατρικό περιβάλλον.

Τελικά, το ομοσπονδιακό περιφερειακό δικαστήριο αποφάνθηκε ομόφωνα υπέρ της McCorvey και κήρυξε τον νόμο του Τέξας για τις αμβλώσεις αντισυνταγματικό, σύμφωνα με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή που περιγράφεται στην 9η Τροπολογία του Συντάγματος. Όμως, το δικαστήριο, παράλληλα, αρνήθηκε να σταματήσει την επιβολή του συγκεκριμένου νόμου, κάτι το οποίο σήμαινε ότι η McCorvey, παρόλο που είχε κερδίσει την υπόθεση εναντίον του Τέξας, συνέχιζε να μην μπορεί (θεωρητικά) να πραγματοποιήσει έκτρωση. Έτσι, λόγω της συγκεκριμένης εκδίκασης, αμφότεροι οι διάδικοι (McCorvey και η πολιτεία του Τέξας) άσκησαν έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών το 1970, το οποίο, τελικά, αποφάνθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1973 υπέρ της “Jane Roe”, υποστηρίζοντας ότι ο νόμος στην πολιτεία του Τέξας είναι αντισυνταγματικός και έκρινε ότι οι γυναίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν το θεμελιώδες δικαίωμα να επιλέξουν αν επιθυμούν να πραγματοποιήσουν αμβλώσεις χωρίς πολλούς περιορισμούς. Ύστερα από την απόφαση, 43 πολιτείες επηρεάστηκαν από αυτήν, αναγκάζοντάς τες να αλλάξουν τους υφιστάμενους νόμους που είχαν μέχρι τότε.

Η Norma McCorvey (αριστερά), με την δικηγόρο της, Sarah Weddington, μετά την τελική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πηγή Εικόνας: J. Scott Applewhite

Η υπόθεση Roe v. Wade αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες υποθέσεις του 20ού αιώνα και η ισχύς της απόφασής της διήρκησε έως τον Ιούνιο του 2022, όπου και καταργήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με την υπόθεση Dobbs v. Jackson Women’s Health Organization.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Landmark United States Supreme Court Cases, American Bar Association, Διαθέσιμο εδώ
  • Supreme Court Landmarks, Supreme Court of the United States, Διαθέσιμο εδώ
  • Landmark cases of the US Supreme Court, Landmarkcases.org, Διαθέσιμο εδώ
  • Supreme Court, History Channel.com, Διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτης Σκόντζος
Παναγιώτης Σκόντζος
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπουδάζει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου στην Κόρινθο. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του εστιάζεται σε ζητήματα αμερικανικής πολιτικής. Άλλα αγαπημένα θέματα ενασχόλησής του είναι η γεωγραφία, η ιστορία, το συνταγματικό δίκαιο, οι πολιτικοί θεσμοί και οι διεθνείς σχέσεις. Στον ελεύθερό του χρόνο, ασχολείται με τη μουσική, το θέατρο, παρακολουθεί ταινίες, ταξιδεύει και απολαμβάνει τις συζητήσεις με τους γύρω του. Γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά. Φιλοδοξεί να λάβει υποτροφία, προκειμένου να πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.