20.8 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΦεμινισμός και γλώσσα: Οι σεξιστικές εκφάνσεις της ελληνικής γλώσσας (Α' μέρος)

Φεμινισμός και γλώσσα: Οι σεξιστικές εκφάνσεις της ελληνικής γλώσσας (Α’ μέρος)


Της Ιωάννας Λυμιώτη,

Γλώσσα και σκέψη είναι στοιχεία αλληλένδετα. Η γλώσσα εκφράζει τη σκέψη και την επικοινωνεί στο εξωτερικό περιβάλλον. Ως εκ τούτου, η γλώσσα αποτυπώνει τις ιδεολογίες, την νοοτροπία των ανθρώπων ακόμα και ολόκληρη την κοινωνική πραγματικότητα μίας συγκεκριμένης εποχής. Και αντίθετα, όμως, οι έννοιες, οι λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούμε διαμορφώνουν την εξωτερική πραγματικότητα, αξιολογούν τα κοινωνικά φαινόμενα και ανοίγουν το δρόμο για την αντιμετώπιση σημαντικών κοινωνικών προβλημάτων.

Ως κοινωνικό φαινόμενο η ανισότητα, και ειδικότερα η έμφυλη ανισότητα, αποτυπώνεται με ποικίλους τρόπους μέσα από τη γλώσσα, και ιδιαίτερα στην ελληνική γλώσσα στην οποία και θα εστιάσουμε. Σε ορισμένα σημεία ο σεξισμός είναι διάχυτος, ενώ σε αλλά βρίσκεται σε λανθάνουσα μορφή, πάντως το σίγουρο είναι πως πρόκειται για έναν από τους τομείς που η κοινωνική πρόοδος, πάρα τις προσπάθειες, δεν έχει επιτύχει τη γλωσσική αποτύπωσή της.

Πηγή εικόνας: left.gr

Στην ελληνική γλώσσα είναι σαφές πως κυρίαρχο γένος είναι το αρσενικό. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από την πρόταξή του όσο και από τη χρήση του γενικευτικού τύπου του σε γραπτό και προφορικό λόγο. Με μία γενική παρατήρηση στα γλωσσικά δίπολα που χρησιμοποιούμε στην ελληνική, γρήγορα διαπιστώνουμε πως στην πλειονότητά τους, το αρσενικό γένος προηγείται του θηλυκού. Μερικά παραδείγματα είναι τα εξής: Ανδρόγυνο, γιος-κόρη, ο Αδάμ-η Εύα, ο κύριος-η κυρία. Το ίδιο, όμως, δεν ισχύει στις προσφωνήσεις, όπως π.χ. «κυρίες και κύριοι», «φίλες και φίλοι» οι οποίες προέρχονται από τον πολιτικό λόγο και ως εκ τούτου το θηλυκό γένος είναι στρατηγικά τοποθετημένο σε πρώτη γραμμή προκειμένου να κερδίσει τις εντυπώσεις. Η πρόταξη, πάντως, του αρσενικού στα παραπάνω δίπολα δεν είναι τυχαία αλλά προσεκτικά επιλεγμένη και συμβολίζει την κοινωνική ανωτερότητα του αρσενικού φύλου και την επακόλουθη υστέρηση του θηλυκού.

Από την άλλη πλευρά, η χρήση του γενικευτικού ή περιεκτικού αρσενικού είναι ένα στοιχείο με το οποίο είμαστε πιο εξοικειωμένοι, καθώς χρησιμοποιείται σε καθημερινή βάση. Όταν αναφερόμαστε σε άνδρες και σε γυναίκες η χρήση του αρσενικού τύπου ενδείκνυται και θεωρείται ότι περιλαμβάνει και το θηλυκό. Έτσι, αντί να ψηφίζουν οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, «ψηφίζουν μόνο οι Έλληνες», στα έδρανα επανέρχονται οι φοιτητές και όχι και οι φοιτήτριες, ενώ ακόμα στο σχολείο φαίνεται να φοιτούν μόνο μαθητές και όχι και μαθήτριες. Η συστηματική συμφωνία άρθρων, επιθέτων και αντωνυμιών σχεδόν αποκλειστικά στο αρσενικό γραμματικό γένος για την περιγραφή μικτών συνόλων οδηγεί στην περιθωριοποίηση του θηλυκού γένους, το οποίο φαίνεται να χάνεται μέσα στο σύνολο και να «υποτάσσεται» στην κυριαρχία του αρσενικού. Μάλιστα, ο περιεκτικός τύπος δεν εξαντλείται στον καθημερινό, πρόχειρο λόγο, αλλά συναντάται ακόμα και σε επίσημα έγγραφα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.

Άλλος ένας τρόπος αναπαραγωγής του σεξισμού μέσω της γλώσσας είναι η σημασιολογική υποβάθμιση της γυναίκας. Φεύγοντας από τον χώρο της γραμματικής, εισερχόμαστε σε έναν άλλον, εξίσου σημαντικό: Αυτόν της σημασίας των λέξεων. Όπως και σε άλλες γλώσσες έτσι και στην ελληνική η λέξη γυναίκα αποτελεί τη βάση για τη δημιουργία αρνητικά φορτισμένων παράγωγων λέξεων, τη στιγμή που τα παράγωγα του άνδρα έχουν θετικό περιεχόμενο. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «γυναικάκι» και «αντράκι». Ενώ η δεύτερη ταυτίζεται με τη μαγκιά και προκαλεί περηφάνια σε όποιον χαρακτηρίζει, η πρώτη θεωρείται υποτιμητική και φέρνει ντροπή. Το ίδιο παρατηρούμε και στη χρήση των δυο ουσιαστικών μέσα σε εκφράσεις μεταφορικές και κυριολεκτικές: Προτρέπουμε κάποιον να «φερθεί σαν άντρας», αλλά να μην «γκρινιάζει σαν γυναίκα». Ο άνδρας, έτσι, στη γλωσσική μας ταυτότητα θεωρείται συνώνυμο του ισχυρού, ενώ η γυναίκα του αδύναμου. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν πρόκειται για μία υπερβολική διαπίστωση καθώς αυτά είναι και τα επίθετα που έχουν καθιερωθεί για να περιγράφουν τα δυο φύλα!

Ωστόσο, το σημαντικότερο ίσως μέσο υποβάθμισης της σύγχρονης γυναίκας είναι οι σεξιστικές γλωσσικές επιλογές που γίνονται στην περιγραφή επαγγελμάτων. Πάρα την αποφασιστική συμμετοχή των γυναικών στην ελληνική αγορά εργασίας, η αντιπροσώπευσή τους δεν αποτυπώνεται γλωσσικά. Σε πολλά επαγγέλματα, ιδιαίτερα σε όσα είναι αυξημένου κύρους είτε δεν υπάρχει θηλυκός τύπος είτε επικρατεί σύγχυση σχετικά με την εγκυρότητά του. Η συζήτηση για τη καθιέρωση θηλυκών επαγγελματικών επίθετων ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του 1950 προς δυο κατευθύνσεις: Είτε τη διαμόρφωση τύπων με τις κλασσικές θηλυκές καταλήξεις (-ίσσα, -ίνα) είτε με τη διατήρηση του αρσενικού τύπου και προσθήκη του θηλυκού άρθρου (ο/η γιατρός). Πρόκειται για μία συζήτηση η οποία δεν ολοκληρώθηκε ουσιαστικά ποτέ και ακόμα και σήμερα οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε επίσημα ποιος τύπος θεωρείται δόκιμος. Αξίζει, ταυτόχρονα, από κοινωνιολογική πλευρά να παρατηρήσουμε πως ενώ στην καθομιλουμένη ορισμένα επαγγέλματα αναφέρονται κανονικά με σχηματισμό του θηλυκού τύπου σε αλλά αυτός χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά ή υποτιμητικά. Έτσι, ενώ ο τύπος «μανάβισσα», «πωλήτρια», «μαγείρισσα» μας βγαίνει εντελώς φυσικά, ο τύπος «πρυτάνισσα», «βουλευτίνα», «προεδρίνα», μας «ξινίζει», μας φαίνεται εκλαϊκευμένος και περιφρονητικός.

Πηγή εικόνας: politis.com.cy

Το γεγονός αυτό, καταδεικνύει άμεσα ποσό βαθιά ριζωμένες είναι οι σεξιστικές αντιλήψεις στη συνείδησή μας αλλά και πόσο έντονα εκφράζονται μέσα από τις γλωσσικές μας επιλογές και τη θεώρησή μας για τη γλώσσα. Απαραίτητη για την αντιμετώπιση του σεξισμού κρίνεται η άμεση αναθεώρηση των παρωχημένων αυτών αντιλήψεων και η έμπρακτη εκδήλωσή της στην προφορική και γραπτή ομιλία μας. Πώς όμως μπορούμε να συμβάλλουμε εμείς οι ίδιοι στην αλλαγή αυτή; Μπορούμε να αλλάξουμε ορισμένες συνήθειες δίχως να υπάρξει κάποια επίσημη και οργανωμένη μεταρρυθμιστική προσπάθεια; Μήπως η αλλαγή στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να έρθει από «πιο ψηλά»;

Απαντήσεις στα συγκεκριμένα ερωτήματα έρχεται να δώσει το κίνημα της Φεμινιστικής Γλωσσολογίας έχοντας ως όραμα την κατάρριψη των σεξιστικών γλωσσικών προτύπων και διατυπώνοντας συγκεκριμένες προτάσεις αντιμετώπισής τους, οι οποίες θα αναλυθούν στο δεύτερο μέρος του άρθρου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Η φεμινιστική γλωσσολογία, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Γλώσσα και σεξισμός: Μπορούμε να είμαστε και βουλεύτριες εκτός από χορεύτριες;, athinorama.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Feminist Philosophy of Language, plato.stanford.edu, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Λυμιώτη
Ιωάννα Λυμιώτη
Γεννήθηκε το 2002 στην Πάτρα όπου και μεγάλωσε. Σπουδάζει απ’ το 2020 στο τμήμα Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Συμμετέχει κατά καιρούς σε ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες ενώ την ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα ταξίδια, οι ξένες γλώσσες και διαθέτει πτυχία αγγλικών και κινέζικων. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τη γυμναστική, την ανάγνωση βιβλίων και την παρακολούθηση ταινιών κοινωνικού κυρίως περιεχομένου.