16.6 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΒιβλιοΔιαβάσαμε και προτείνουμε: «Τετράδιον Στρατιώτου», της Κατερίνας Ρόρη

Διαβάσαμε και προτείνουμε: «Τετράδιον Στρατιώτου», της Κατερίνας Ρόρη


Της Ιωάννας Μπινιάρη,

«Γράφω για να μην ξεχάσω, γράφω για να κρατηθώ ζωντανός.
Παίρνω παρηγοριά και δύναμη, ακουμπώντας πάνω στο χαρτί
την παγωμένη ψυχή μου…»

Αυτά είναι τα λόγια που γράφει πάνω στο χαρτί ένας από τους χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες που στο άκουσμα του πολέμου την 28η Οκτωβρίου 1940 ξεκίνησαν για την Αλβανία και το Μέτωπο, για να διώξουν τον εχθρό. Με πνεύμα αυτοθυσίας και αυταπάρνησης για τη ζωή τους, οι Έλληνες φαντάροι κίνησαν να υπερασπιστούν την πατρίδα, παρά τις κακουχίες και τις δύσκολες συνθήκες που ήξεραν ότι τους περιμένουν.

Την ιστορία ενός τέτοιου στρατιώτη, του Νικόλαου Κωνσταντουδάκη από την Κρήτη, αφηγείται στους αναγνώστες η εκπαιδευτικός και συγγραφέας Κατερίνα Ρόρη, γνωστή, επίσης, για τη συλλογή ιστοριών από την κρητική παράδοση «Τα κιτρινολέμονα», στο βιβλίο της με τίτλο «Τετράδιον Στρατιώτου», το οποίο κυκλοφορεί από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή. Μέσα από τα γράμματα του Νικόλα, μεταφέρεται ο αναγνώστης στο Μέτωπο και μοιράζεται με τον ήρωα τα ίδια συναισθήματα που βιώνει ένας φαντάρος στον πόλεμο, πόσω μάλλον ένας φαντάρος που βρίσκεται σε μια μικρή φτωχική χώρα, όπως η Ελλάδα, και δίνει έναν άνισο αγώνα. 

Η εκπαιδευτικός και συγγραφέας του βιβλίου, Κατερίνα Ρόρη. Πηγή Εικόνας: pigi.gr

Αρχικά, μαθαίνουμε την καταγωγή του Νικόλα και τη σχέση του με την οικογένειά του στο χωριό, καθώς και την αγάπη του για τη θάλασσα και το ψάρεμα, συνήθεια που του μετέδωσε ο πατέρας του από μικρή ηλικία, όταν πήγαινε ακόμη σχολείο και προτιμούσε να αγναντεύει την απέραντη θάλασσα απ’ ό,τι τα γράμματα. Όταν ήχησαν οι καμπάνες που σήμαναν τον πόλεμο, ο Νικόλας μαζί με άλλους συντοπίτες του εγκατέλειψαν τα σπίτια και τις οικογένειές τους, με ανάμεικτα συναισθήματα, νιώθοντας φόβο για αυτό που πρόκειται να αντιμετωπίσουν, αλλά και ισχυρή θέληση να κατατροπώσουν τον εχθρό που τόλμησε να εισβάλλει στην Ελλάδα τους. Οι Έλληνες πολεμιστές είναι έτοιμοι να βροντοφωνάξουν το περίφημο «ΌΧΙ» και «Αέρα, Αέρα» στον κατακτητή.

Το κρύο, η πείνα, η δίψα, οι ψείρες και κυρίως ο θάνατος είναι οι συνήθεις καταστάσεις που βιώνει ένας πολεμιστής, ο οποίος υποφέρει όλες τις κακουχίες και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης για να υπερασπιστεί τις πανανθρώπινες αξίες του πολιτισμένου κόσμου. Βλέπουμε τις σχέσεις αδελφοσύνης που αναπτύσσονται μεταξύ των συντρόφων-πολεμιστών και το σθένος με το οποίο ρίχνονται στη μάχη για να αντιμετωπίσουν τους Ιταλούς στρατιώτες, σημειώνοντας, μάλιστα, σπουδαίες νίκες που τους γεμίζουν με ελπίδα και αισιοδοξία για ένα αίσιο τέλος του πολέμου.

Περνούν, όμως, οι μήνες, ώσπου το ημερολόγιο δείχνει 6 Απριλίου 1941 και τότε είναι που ο Γερμανικός Στρατός εισβάλλει στην Ελλάδα, αποθαρρύνοντας, έτσι, τους Έλληνες πολεμιστές, που γνωρίζουν ότι αυτός ο εχθρός δεν είναι σαν αυτόν που αντιμετώπιζαν μέχρι τώρα. Ξέρουν ότι πρόκειται για μια καλοκουρδισμένη πολεμική μηχανή, με διαφορετικά όπλα και πολεμοφόδια από αυτά που είχαν συνηθίσει να βλέπουν μέχρι πρότινος και έχουν γνώση της σκληρότητας και της βαρβαρότητας που διέπει τον συγκεκριμένο λαό στο χρόνια εκείνα του πολέμου. Δεν πτοούνται, όμως, και συνεχίζουν τον αγώνα τους για μια Ελλάδα ελεύθερη και δυνατή, εξαντλώντας κάθε ίχνος γενναιότητας και ρωμιοσύνης στο πεδίο της μάχης και μη λογαριάζοντας την ίδια τους τη ζωή για το καλό της πατρίδας.

Τα χρόνια περνούν και οι κακουχίες του πολέμου πληθαίνουν. Ένα ισχυρό κρυοπάγημα του Νικόλα γίνεται η αφορμή για να μεταφερθεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο, όπου γνωρίζει νέους φαντάρους, όπως τον Κωστή ο οποίος δεν καταφέρνει να παραμείνει στη ζωή λόγω των σοβαρών πληγών του. Εκεί γνωρίζει τη νοσοκόμα που ακούει στο όνομα Σοφία, η οποία σπεύδει να προσφέρει την ιατρική και ψυχολογική της βοήθεια στους στρατιώτες ακούραστα και με υπομονή, με αποτέλεσμα μέσα στη μικρή κοινωνία του νοσοκομείου να μετατρέπεται σε σανίδα σωτηρίας για τους στρατιώτες που όλοι νιώθουν ερωτευμένοι μαζί της και βρίσκουν σε εκείνη την παρηγοριά που μπορεί να δώσει η ανιδιοτελής αγάπη και προσφορά μιας γυναίκας.

Πηγή Εικόνας: gossip-tv.gr

Τελικά, ο Νικόλας γλυτώνει την πιθανή απώλεια του ποδιού του και μαζί με άλλους χιλιάδες στρατιώτες παίρνουν το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι τους. Βρίσκονται στην Αθήνα, συγκεκριμένα στον Εθνικό Κήπο και στο Ζάππειο, όπου βρίσκονται όλοι στοιβαγμένοι και ταλαιπωρημένοι από τις άθλιες συνθήκες που καλά κρατούν. Όμως, ο ελληνικός λαός αντιλαμβάνεται πως αυτοί οι άνθρωποι που πολέμησαν για την πατρίδα είναι οι πραγματικοί ήρωες και διαμαρτύρεται, με αποτέλεσμα η Κυβέρνηση να αυξήσει τα συσσίτια και στο Παναθηναϊκό Στάδιο, αν και μετέπειτα οι Γερμανοί στρατιώτες καθιστούν ακόμη δυσκολότερο το συγκεκριμένο έργο, συλλαμβάνοντας στρατιώτες και οδηγώντας τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες, ο ήρωάς μας παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για την Κρήτη μαζί με άλλους στρατιώτες Κρήτες, οι οποίοι παρ’ ολίγον να χάσουν τη ζωή τους μέσα στο καΐκι που τους οδηγούσε στη μικρή πατρίδα τους, λόγω των σφοδρών κυμάτων της μανιασμένης θάλασσας. Αποδεχόμενοι ότι ο θάνατος έρχεται, τελικά οι στρατιώτες βρίσκουν στεριά και φτάνει η λυτρωτική στιγμή που πατούν το «άγιο» χώμα της πατρίδας τους. Ο Νικόλας, ολοκληρωτικά αλλαγμένος εμφανισιακά από τις κακουχίες του πολέμου, σαν άλλος Οδυσσέας φτάνει επιτέλους στην «Ιθάκη» του, που για εκείνον είναι το χωριό του στην Κρήτη. Ανταμώνει εκεί με τον αδερφό του, τον Γιώργη, με τη μάνα του που ήταν ο πυλώνας της οικογενειακής στοργής και θαλπωρής και μετά από καιρό παντρεύεται τελικά και την Ελένη, τη γυναίκα που ερωτεύτηκε και αγάπησε από την πρώτη στιγμή.

Αυτή είναι η ιστορία του Νικόλα, όμως δεν ανήκει μόνο σε εκείνον, αλλά σε όλους τους στρατιώτες που πολέμησαν για την Ελλάδα με θάρρος και αποφασιστικότητα και υπέφεραν τα πάνδεινα για να υπερασπιστούν το ιδανικό της αγάπης για την πατρίδα. Αν πρέπει να μείνει κάτι από αυτήν την αφήγηση, είναι η φράση που βρίσκεται στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου: «Ο πόλεμος είναι κακό πράμα. Δεν έχει νικητές και νικημένους. Έχει μόνο πόνο, θάνατο, ορφάνια. Έχει φρίκη, πληγωμένες καρδιές, πτώματα σωρό, πίκρα, οδύνη κι ερημιά».


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Μπινιάρη
Ιωάννα Μπινιάρη
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997 και κατάγεται από την Επίδαυρο, όπου και μεγάλωσε. Είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών και εργάζεται ως ασκούμενη δικηγόρος. Το πάθος της, από μικρή ηλικία, είναι η εκμάθηση ξένων γλωσσών και τα ταξίδια. Στον ελεύθερό της χρόνο απολαμβάνει την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων, την παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων, συναυλιών και κινηματογραφικών ταινιών αλλά και την ενασχόληση με τη γυμναστική. Διετέλεσε Αρχισυντάκτρια Κοινωνικών Θεμάτων του OffLine Post από τον Μάρτιο του 2021 έως τον Σεπτέμβριο του 2022.