12.7 C
Athens
Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΣτο πανηγύρι της δημοκρατίας

Στο πανηγύρι της δημοκρατίας


Του Κυριάκου Ζαχαράκη,

Ο Αντώνης Λιάκος χρησιμοποιεί τον εύγλωττο τίτλο «Πανηγύρι της Δημοκρατίας» για να αναφερθεί σε «μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας και διαμορφωτική για τα επόμενα χρόνια», τη Μεταπολίτευση. Το κατεξοχήν κεκτημένο της Μεταπολίτευσης είναι η άνοδος ενός πολυσύνθετου κόμματος, του ΠΑΣΟΚ, στην εξουσία. Τόσο η εσωκομματική του ποικιλομορφία όσο και ο ιδεολογικός πλουραλισμός του συνιστούν τη θεσμική έκφραση των τεκτονικών αλλαγών που συντελέστηκαν στο ελληνικό κομματικό φαινόμενο, μετά την επταετή δικτατορία. Αναπόφευκτα, ως κύριος εκφραστής της μεταπολιτευτικής περιόδου, το ΠΑΣΟΚ αποτυπώνει «τόσο σε οργανωτικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, την πορεία, τις προσδοκίες, τις αντιφάσεις και τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης».

Το ΠΑΣΟΚ χάραξε μια αξιοσημείωτη πορεία στην ελληνική πολιτική σκηνή και κατάφερε να διέλθει από όλες τις φάσεις της οργανωτικής ανάπτυξης ενός κόμματος: από κόμμα στελεχών (1974–75), σε κόμμα μαζών (1975–77), σε πολυσυλλεκτικό (1977–85) και, εν τέλει, σε κόμμα καρτέλ (1986–2005). Πέτυχε να εκπροσωπήσει «κάτι βαθύ, κάτι που πρόκυπτε από τα βαθύτερα στρώματα της ελληνικής ιστορίας», το οποίο ήταν αξεδιάλυτα δεμένο με την κατοχύρωση της πλήρους ισότητας, τον εκδημοκρατισμό των θεσμών, τη διεύρυνση της πολιτική συμμετοχής, την εμπέδωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και την πολιτιστική άνθιση. Τα συγκεκριμένα αιτήματα παρέμεναν επίκαιρα, στο μέτρο που οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις αδυνατούσαν να διασφαλίσουν τις προϋποθέσεις για την εκπλήρωσή τους.

Η θεωρία της εξάρτησης, που ΠΑΣΟΚ εγκολπώθηκε στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, ήταν κληρονομιά του αντιδιδακτορικού Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος, το οποίο επιθυμούσε τόσο την αποδέσμευση από το άρμα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όσο και την υιοθέτηση μιας σοσιαλιστικής κατεύθυνσης από την πλευρά της ελληνικής κοινωνίας.

Η θεωρία της εξάρτησης, που εγκολπώθηκε στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, ήταν κληρονομιά του αντιδιδακτορικού Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος, το οποίο επιθυμούσε τόσο την αποδέσμευση από το άρμα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων όσο και την υιοθέτηση σοσιαλιστικής κατεύθυνσης από την πλευρά της ελληνικής κοινωνίας.

Για να εδραιώσει την πολιτική δυναμική του, το ΠΑΣΟΚ στηρίχτηκε σε δύο κομβικούς πυλώνες: στη συγκρότηση μιας πολυεπίπεδης κοινωνικής συμμαχίας και στην επιστράτευση ενός ατράνταχτου αντιδεξιού επιχειρήματος. Από τη μια πλευρά, το ΠΑΣΟΚ αποτελούσε τη συγκολλητική ύλη ετερόκλιτων κοινωνικών συμμαχιών, κατορθώνοντας να κεντρίσει ψηφοφόρους από ένα ευρύτατο εκλογικό μέτωπο. Από την άλλη, κατάστρωνε ένα αντιδεξιό επιχείρημα και το χρησιμοποιούσε ως μέσο δαιμονοποίησης των μεθόδων και των πρακτικών της δεξιάς παράταξης. Και οι δύο όψεις της εκλογικής επιτυχίας του κόμματος αποτυπώνονται παραστατικά στις επικοινωνιακές τακτικές του, εφόσον «η προπαγάνδα του ΠΑΣΟΚ […] δεν εξυπηρετεί μόνο την παγίωση του αντιδεξιού μπλοκ […]. Αντίθετα και πάνω απ’ όλα, διαπραγματεύεται τη φαντασιακή και πραγματιστική πληρότητα μιας πολιτικής οντότητας, η οποία είναι σε θέση να συστρατεύει αντιτιθέμενες δυνάμεις στην κρατούσα κομματική γραμμή […]».

Το νήμα της πολιτικής ιδεολογίας, η οποία επέτρεψε στο ΠΑΣΟΚ να καταγάγει σαρωτική νίκη το 1981, αρχίζει να ξετυλίγει ο αμερικανικός φιλελεύθερος ριζοσπαστισμός του 1960. Η έμπνευση αντλείται από τη θεωρία της εξάρτησης, που εδράζεται σε μια απλουστευτική αναπαράσταση του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι πάνω σε δύο κεντρικούς άξονες: «ο ένας άξονας διαιρούσε τον κόσμο ανάμεσα σε χώρες του ιμπεριαλιστικού “κέντρου” και χώρες της “περιφέρειας” από τις οποίες οι δεύτερες εθεωρούντο ότι βρίσκονται σε κατάσταση πλήρους οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης από τις πρώτες. Ο άλλος άξονας αντιπροσώπευε τη διαμάχη ανάμεσα στο εκμεταλλευτικό “κατεστημένο”, τόσο ξένο όσο και ντόπιο, και τον λαό, δηλαδή τους καταπιεσμένους “μη προνομιούχους” Έλληνες». Με τα λόγια του Α. Παπανδρέου, «το κράτος της περιθωριακής χωράς είναι ένα αλλοτριωμένο κράτος —ένα κράτος που υπηρετεί τα συμφέροντα της μητρόπολης κι όχι του λαού από τον οποίο προέρχεται. Αυτή είναι η πεμπτουσία του νεο-αποικιακού συστήματος που εκφράζει και στηρίζει τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό».

Η ευρεία απήχηση του σχήματος, το οποίο υποστηρίχθηκε από ριζοσπάστες Αμερικανούς κοινωνικούς επιστήμονες, μεταξύ των οποίων οι Paul Sweezy, Andre Gunder Frank και Harry Magdoff, έγκειται στη συγκρότηση δύο αντιτιθέμενων μερών: η μία πλευρά αποτελεί έκφραση της εκμετάλλευσης των Ελλήνων από ξένα στοιχεία, ενώ η δεύτερη συνιστά εκδήλωση της ανισότητας μεταξύ των μη προνομιούχων και των προνομιούχων. Η κατάτμηση σε δύο ανταγωνιστικά στρατόπεδα προσδιορίζει με σαφήνεια τον αντίπαλο, και άρα καθιστά πρόδηλες τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των πολιτικών μετώπων, και την ίδια στιγμή σφυρηλατεί ένα αίσθημα αλληλεγγύης μεταξύ των καταπιεζομένων. Διαπιστώνεται, λοιπόν, εύκολα ότι η ανωτέρω αφήγηση στόχευε να διεγείρει συναισθήματα αδικίας, που πήγαζαν από τις άνισες συναλλακτικές σχέσεις τόσο με ξένα κέντρα όσο και με το εγχώριο κατεστημένο. Μια αίσθηση της αδικίας που δίνει τροφή όχι μόνο σε εθνικιστικές αναδιπλώσεις, αλλά, συγχρόνως, και σε ένα αίσθημα θυματοποίησης. Το ενδιαφέρον είναι ότι η διάχυση της αίσθησης του αδικημένου μπορεί να αποκτήσει μετασχηματιστική δύναμη και, κατά συνέπεια, να αποτελέσει έναυσμα για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Άλλωστε, για να προκύψουν ριζοσπαστικά κινήματα είναι απαραίτητο «κάποιοι άνθρωποι… να αντιληφθούν τη μειονεκτική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει, όχι μόνον ως άδικη, αλλά και ως επιδεχόμενη επανόρθωσης».

«Το ΠΑΣΟΚ ήταν ένα επιφανειακό, βασικά ασυνάρτητο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. […] Δεν ήταν μη σοσιαλδημοκρατικό. Ήταν και τα δύο, και κανένα. […] Το κόμμα που εκπροσωπούσε τη σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα είχε ένα θεμελιώδες γενετικό ελάττωμα: δεν είχε μια σοσιαλδημοκρατική ιστορία και κουλτούρα. […] Το ΠΑΣΟΚ ήταν ταυτόχρονα η αιχμή του δόρατος του σοσιαλδημοκρατισμού και του εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας και το κύριο εμπόδιο προς αυτήν την κατεύθυνση». Βλ. Moschonas, Gerassimos. (2020). Superficial Social Democracy: PASOK, the State and the Shipwreck of the Greek Economy in Mathieu Fulla and Marc Lazar (eds.), European Socialists and the State in the Twentieth and Twenty-First Centuries. London: Palgrave 2020. Πηγή εικόνας: news247.gr

«Το ΠΑΣΟΚ ήταν ένα επιφανειακό, βασικά ασυνάρτητο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. […] Δεν ήταν μη σοσιαλδημοκρατικό. Ήταν και τα δύο, και κανένα. […] Το κόμμα που εκπροσωπούσε τη σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα είχε ένα θεμελιώδες γενετικό ελάττωμα: δεν είχε μια σοσιαλδημοκρατική ιστορία και κουλτούρα. […] Το ΠΑΣΟΚ ήταν ταυτόχρονα η αιχμή του δόρατος του σοσιαλδημοκρατισμού και του εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας και το κύριο εμπόδιο προς αυτήν την κατεύθυνση».

Πέρα από τη θεωρία της εξάρτησης, είναι σημαντικό να ερευνηθεί πως το κόμμα προσλαμβάνει τη σοσιαλιστική ιδεολογία, στην οποία το ίδιο ισχυριζόταν ότι αυτοτοποθετούνταν. Στην εκλογική του κάθοδο, το ΠΑΣΟΚ διέγραψε πολύ ευδιάκριτα τις αντιθέσεις του τόσο με τον κομμουνισμό όσο και με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, την οποία εγκαλούσε ως το «ευγενές προσωπείο» του καπιταλισμού. Κατά αντίστοιχο τρόπο, στην ιδρυτική διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου, οι αναφορές στον σοσιαλισμό ήταν κατά κύριο λόγο γενικόλογες. Και αυτό, γιατί το ΠΑΣΟΚ επιθυμούσε να παραστεί ως ένας αυτοτελής κομματικός πόλος, με σαφείς αποστάσεις αφενός από το παλιό Κέντρο και αφετέρου από την κομμουνιστική Αριστερά.

Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο τρόπος που το ΠΑΣΟΚ: «συναρθρώνοντας ετερόκλητες κοινωνικές κατηγορίες, [κατασκεύαζε] ένα ενιαίο πολιτικό υποκείμενο που ονομάστηκε “λαϊκό κίνημα” […] που θα επωμισθεί τον ρόλο του φορέα της αλλαγής». Στην πραγματικότητα, παρουσίαζε ένα κεντρικό αφήγημα, που περιείχε συγκεκριμένα σημαίνοντα, και μ’ αυτό επεδίωκε να απεικονίσει μια πολύπλοκη πραγματικότητα. Με τρόπο απλουστευτικό και, εξ αυτού του λόγου, πειστικό, μεταδίδονταν νοήματα «τα οποία, αφενός μεν υποδείκνυαν ορισμένη ερμηνεία της τρέχουσας πολιτικής πραγματικότητας και, αφετέρου, εμπεριείχαν την υπόσχεση μιας καλύτερης και δικαιότερης κοινωνίας». Για παράδειγμα, οι πολλαπλές αναφορές στα «μη προνομιούχα» στρώματα της ελληνικής κοινωνίας συνέθεταν ένα «φαντασιακό συλλογικό κοινωνικό υποκείμενο, τόσο, όμως, ευρύ, που μπορούσε να περιλάβει οποιονδήποτε θεωρούσε τον εαυτό του ως θύμα του ντόπιου «κατεστημένου» και των ξένων υποστηρικτών του».

Το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε το «ηγεμονικό κόμμα» της Μεταπολίτευσης. Παρουσιάστηκε ως φορέας δικαίωσης και αποκατάστασης «της μακρόχρονης αδικίας που είχε υποστεί ο ελληνικός λαός. Ο […] Παπανδρέου αυτοπροβλήθηκε ως ο μοναδικός πολιτικός που είχε τις γνώσεις, τη βούληση, αλλά και τις ικανότητες να αντιμετωπίσει προβλήματα και εχθρούς, ώστε, επιτέλους, να αποδοθεί δικαιοσύνη για τη χώρα και τον λαό της». Από την πλούσια ιστορία του μπορούμε να αντλήσουμε πολύτιμα διδάγματα, που θα μας επιτρέψουν να σκιαγραφήσουμε με τρόπο γλαφυρό μια ολόκληρη ιστορική περίοδο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Αντώνης Λιάκος, Ο ελληνικός 20ός αιώνας, Πόλις, 2019.
  • Κ. Ελευθερίου & Χ. Τάσσης, ΠΑΣΟΚ. Η άνοδος και η πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματος, Σαββάλας, 2013.
  • Michalis Spourdalakis & Chrisanthos Tassis, Party Change in Greece and the Vanguard Role of PASOK, South European Society and Politics, 11:3-4, 497-512, 2006.
  • G. Moschonas, Superficial Social Democracy: PASOK, the State and the Shipwreck of the Greek Economy in Mathieu Fulla and Marc Lazar (eds.), European Socialists and the State in the Twentieth and Twenty-First Centuries, Palgrave, 2020.
  • Βασίλης Βαμβακάς, Εκλογές και επικοινωνία στη μεταπολίτευση. Πολιτικότητα και θέαμα, Σαββάλας, 2006, σ. 251-252.
  • Τάκης Σ. Παππάς, Το χαρισματικό κόμμα. ΠΑΣΟΚ, Παπανδρέου, Εξουσία, Πατάκης, Αθήνα 2009.
  • Frances Fox Piven & Richard A. Cloward, Poor People’s Movements. Why They Succeed, How They Fail (New York: Vintage Books, 1977), στο Τάκης Σ. Παππάς, 2009.
  • Susannah Verney, The Greek Socialists, στο Political Parties and the European Union (ed. John Gaffney), Routledge, 1996.
  • Christos Lyrintzis, The rise of Pasok: The Greek election of 1981, West European Politics, 1982, 5:3, 308-313
  • Άγγελος Ελεφάντης, Στον αστερισμό του λαϊκισμού, Πολίτης, 1991.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κυριάκος Ζαχαράκης
Κυριάκος Ζαχαράκης
Γεννήθηκε το 2002 και είναι φοιτητής του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συμμετέχει συστηματικά σε σεμινάρια κοινωνικών και πολιτικών επιστημών. Κατέχει την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα.