23.1 C
Athens
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ προστασία των αιτούντων άσυλο υπό το «πέπλο» της ΕΣΔΑ

Η προστασία των αιτούντων άσυλο υπό το «πέπλο» της ΕΣΔΑ


Της Ελένης-Μαρίας Παναγή,

Μία από τις πιο ευάλωτες ομάδες ανθρώπων, οι οποίοι τυγχάνουν αυξημένης προστασίας από το δίκαιο και κυρίως από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) λόγω ακριβώς των τραυματικών εμπειριών που έχουν υποστεί κατά τη διάρκεια της μετακίνησής τους προς μία άλλη χώρα, είναι οι αιτούντες άσυλο. Το άσυλο δεν προστατεύεται μεν ρητά από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), εντούτοις τα κράτη πρέπει να μεταχειρίζονται τους αιτούντες άσυλο με γνώμονα την ευάλωτη κατάστασή τους και σεβόμενα πάντοτε τα  άρθρα της ΕΣΔΑ.

Ένα από τα άρθρα της Σύμβασης που πρέπει απαρεγκλίτως να τηρούν τα κράτη λόγω και της υψηλής βαρύτητάς του είναι το αρ.3 περί απαγόρευσης των βασανιστηρίων, το οποίο ειδικότερα ορίζει πως κανένας δεν επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε ποινές ή μεταχείριση απάνθρωπη ή εξευτελιστική. Προς αποσαφήνιση των εννοιών, ως βασανιστήριο νοείται κάθε πράξη με την οποία προκαλείται εκ προθέσεως έντονος ψυχικός ή σωματικός πόνος σε κάποιο πρόσωπο με σκοπό τον εκφοβισμό ή την τιμώρησή του. Ως απάνθρωπη μεταχείριση νοείται η αδικαιολόγητη και σκόπιμη πρόκληση σοβαρής οδύνης που δεν φτάνει όμως μέχρι τα όρια του βασανιστηρίου, ενώ η εξευτελιστική μεταχείριση έχει ως σκοπό τον εξευτελισμό και την ταπείνωση του θύματος. Πρόκειται για μια διάταξη με απόλυτο χαρακτήρα, η οποία δεν επιδέχεται περιορισμών ακόμη και σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ενώ ταυτόχρονα επιβάλλει στα κράτη την υποχρέωση να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να αποτρέψουν το ενδεχόμενο κακομεταχείρισης, αλλά και να απέχουν από πρακτικές κακομεταχείρισης προσώπων.

Πηγή Εικόνας: newsit.gr

Στο προστατευτικό πεδίο του αρ.3, ωστόσο, της ΕΣΔΑ εντάσσεται μέσω διασταλτικής ερμηνείας αυτού και η αρχή της μη επαναπροώθησης (non-refoulement) δίχως όμως να διατυπώνεται ρητά στα άρθρα της ΕΣΔΑ. Ρητά διατυπώνεται στο αρ.33 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, σύμφωνα με το γράμμα του οποίου «Ουδεμία Συμβαλλομένη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, πρόσφυγας, εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή ελευθερία αυτών απειλούνται δια λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων». Πρόκειται για βασική αρχή του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, ενώ το αρ.33 συνιστά κανόνα του διεθνούς εθιμικού δικαίου. Αξίζει να σημειωθεί πως πρόσφυγας είναι πρόσωπο το οποίο, κατά το αρ. 1 παρ.2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής ή συνήθους διαμονής του και δεν μπορεί ή δε θέλει συνεπεία δικαιολογημένου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης και πολιτικών πεποιθήσεων να απολαύσει την προστασία της χώρας αυτής. Όπως γίνεται αντιληπτό, η αρχή αυτή έχει ως βασικό στόχο την μη αποστολή των προσφύγων σε χώρες που επρόκειτο να διωχθούν, να βασανιστούν ή γενικότερα να υποστούν απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Αξίζει να επισημανθεί πως πρόκειται για ένα άρθρο το οποίο αφορά οποιονδήποτε υπό απέλαση αλλοδαπό ανεξαρτήτως νομικού καθεστώτος, δηλαδή αφορά και όσους έχουν χαρακτηριστεί πρόσφυγες βάσει των κριτηρίων του ορισμού που προαναφέρθηκαν και βρίσκονται στην χώρα που έδωσε εντολή για απέλαση ή επαναπροώθηση σε επικίνδυνο για αυτόν κράτος, αλλά και εκείνους που δεν έχουν χαρακτηριστεί ακόμα πρόσφυγες. Μάλιστα, απαγορεύεται η επαναπροώθηση αλλοδαπού όχι μόνο στην χώρα της καταγωγής του ή συνήθους διαμονής του, αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, στην οποία αντιμετωπίζει κίνδυνο απειλής της ζωής και της σωματικής του ακεραιότητας (έμμεση επαναπροώθηση). Αυτό σημαίνει ότι παραβίαση της αρχής αυτής έχουμε και όταν τρίτα κράτη μεταφέρουν αλλοδαπό σε άλλο κράτος, στο οποίο δεν θα είναι ασφαλής.

Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι ναι μεν η αρχή της μη επαναπροώθησης μπορεί να υπάγεται στο απόλυτο πεδίο προστασίας του αρ.3 ΕΣΔΑ αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ίδια δεν επιδέχεται εξαιρέσεις. Ήδη στην παράγραφο 2 του αρ.33 ορίζεται ότι πρόσφυγας δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της μη επαναπροώθησης, εφόσον θεωρείται επικίνδυνος για την ασφάλεια της χώρας στο έδαφος της οποίας βρίσκεται, καθώς και όταν έχει καταδικαστεί με τελεσίδικη απόφαση για κάποιο τόσο σοβαρό αδίκημα, ώστε να θεωρείται επικίνδυνος για την χώρα στην οποία διαμένει. Πρόκειται για ζητήματα που πρέπει να κρίνονται ad hoc, ενόψει δηλαδή των συγκεκριμένων κάθε φορά πραγματικών περιστατικών.

Μια υπόθεση στην οποία διαπιστώθηκε παραβίαση του αρ.3 της ΕΣΔΑ, και όχι μόνο, είναι η υπόθεση Μ.S.S κατά Βελγίου και Ελλάδος (αρ.30696/09). Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, ένας Αφγανός υπήκοος, ο Μ.S.S. εισήλθε στο Βέλγιο μέσω της Ελλάδας, όπου και κατέθεσε αίτημα ασύλου. Το Βέλγιο έκρινε ότι δεν ήταν το ίδιο αρμόδιο να εξετάσει την αίτηση αυτή, αλλά πως αρμόδιο κράτος βάσει των κριτηρίων του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ ήταν η Ελλάδα ως κράτος πρώτης εισόδου. Ο Αφγανός επικαλούμενος τις συστημικές ελλείψεις του ελληνικού συστήματος ασύλου, καθώς και τον κίνδυνο επαναπροώθησής του στο Αφγανιστάν, δηλαδή στην χώρα καταγωγής του, στην οποία κινδύνευε να υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, ζήτησε να εξετάσει την αίτησή του το Βέλγιο. Το Βέλγιο όμως δεν δέχτηκε και έτσι τον μετέφερε στην Ελλάδα, όπου πράγματι ο Μ.S.S. κρατήθηκε σε ένα κελί στοιβαγμένος μαζί με άλλους κρατούμενους με ανεπαρκή σίτιση και δίχως πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υγιεινής. Ύστερα, ο Μ.S.S. άσκησε προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ζητώντας την καταδίκη του Βελγίου και της Ελλάδας. Το ΕΔΔΑ με τη σειρά του απεφάνθη πως η Ελλάδα είχε παραβιάσει το αρ.3 της ΕΣΔΑ περί απαγόρευσης της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, δεδομένων των κακής ποιότητας συνθηκών διαβίωσης των αιτούντων άσυλο στα ελληνικά κέντρα κράτησης, τονίζοντας μάλιστα ότι -παρά τον αυξημένο φόρτο εργασίας που αντιμετώπιζε η χώρα λόγω της πληθώρας των αιτήσεων ασύλου- ο απόλυτος χαρακτήρας του αρ.3 υποχρεώνει τα κράτη να απέχουν από οποιαδήποτε πρακτική κακομεταχείρισης. Επίσης, το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του αρ.13 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το αρ.3, διότι θεώρησε πως τα προβλήματα στις ελληνικές διαδικασίες ασύλου ήταν ικανά να επαναπροωθήσουν το πρόσωπο στην χώρα καταγωγής του, στο Αφγανιστάν, όπου κινδύνευε. Πέραν όμως της Ελλάδας, το Βέλγιο καταδικάστηκε επίσης για παραβίαση του αρ.3, καθώς ανάγκασε τον αιτούντα άσυλο να επιστρέψει σε χώρα (Ελλάδα), στην οποία κινδύνευε να τύχει κακομεταχείρισης.

Πηγή Εικόνας: kathimerini.gr

Δύο ακόμη πολύ σημαντικά άρθρα που δεν πρέπει να παραβιάζονται σε βάρος των αιτούντων άσυλο είναι τα άρθρα 4 και 8 της ΕΣΔΑ. Το αρ.4 απαγορεύει τη δουλεία και τα καταναγκαστικά έργα, ενώ το αρ.8 κατοχυρώνει το δικαίωμα σεβασμού στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Σημαντική υπόθεση της νομολογίας του ΕΔΔΑ, στην οποία παρατηρήθηκε παραβίαση του αρ.8, είναι η λεγόμενη BAC κατά Ελλάδος (αρ.11981/15), κατά τα πραγματικά περιστατικά της οποίας ένας Τούρκος αιτών άσυλο έπρεπε να εμφανίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στις ελληνικές αρχές και να ανανεώνει το χορηγηθέν σε αυτόν δελτίο ασύλου. Το δελτίο αυτό απέτρεπε την απέλασή του έως ότου εξεταστεί η αίτηση ασύλου του, ενώ παράλληλα του απαγορευόταν να συνάψει γάμο και να εργαστεί. Κατόπιν προσφυγής του Τούρκου υπηκόου, το ΕΔΔΑ έκρινε πως η Ελλάδα παραβίασε το αρ.8, γιατί εξαιτίας της δωδεκάχρονης (2003-2015) αδικαιολόγητης καθυστέρησης ως προς την εξέταση του αιτήματος ασύλου του προσφεύγοντος από τις αρμόδιες αρχές, δυσχεραινόταν σε μεγάλο βαθμό η καθημερινή του ζωή. Ταυτόχρονα, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε και παραβίαση του αρ.3 γιατί ελλόχευε ο κίνδυνος να επιστραφεί ο προσφεύγων στην Τουρκία, όπου θα ετύγχανε κακομεταχείρισης.

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πως η μεταχείριση των αιτούντων άσυλο από τις αρμόδιες αρχές πρέπει να γίνεται με κύριο γνώμονα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που προβλέπονται στα άρθρα της ΕΣΔΑ, διότι μια τυχόν παραβίαση μπορεί να «τραυματίσει» σοβαρά τα ευάλωτα αυτά πρόσωπα και να επιφέρει για το κράτος της παραβίασης σοβαρές συνέπειες αποζημιωτικού χαρακτήρα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Δίκαιο Αλλοδαπών,  Ζωή Παπασιώπη – Πασιά με τη συνεργασία του Βασιλείου Κούρτη, εκδόσεις Σάκκουλα 2015

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελένη-Μαρία Παναγή
Ελένη-Μαρία Παναγή
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000 και κατοικεί στον Πειραιά. Είναι τριτοετής φοιτήτρια Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλά την αγγλική και τη γαλλική γλώσσα. Την γοητεύουν ιδιαίτερα τα ταξίδια, η ενασχόληση με τον χορό και τον εθελοντισμό και η παρακολούθηση σεμιναρίων συναφών με το αντικείμενο των σπουδών της. Πιστεύει πως κάθε άνθρωπος πρέπει να θέτει υψηλούς στόχους επιστρατεύοντας κάθε θεμιτό μέσο και κάθε ψυχική του δύναμη για την επίτευξή τους.