18.1 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΒαδίζοντας προς τον Τρίτο Δρόμο

Βαδίζοντας προς τον Τρίτο Δρόμο


Του Κυριάκου Ζαχαράκη, 

Η αναθεώρηση του καταστατικού των Βρετανών Εργατικών, με την απαλοιφή της δήλωσης που έκανε λόγο για κοινή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, σηματοδότησε το τέλος μιας ολόκληρης εποχής στην ιστορία του κόμματος[1]. Αποτέλεσε αψευδή μάρτυρα της ιδεολογικής του μετατόπισης προς μια νέα κοσμοαντίληψη, μακριά από το μεταπολεμικό σοσιαλδημοκρατικό κεκτημένο. Η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζει μια σημαντική αλλαγή που σάρωσε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα. Το νέο ρεύμα που εμφανίστηκε πήρε την ονομασία «Τρίτος Δρόμος» και διέθετε ήδη μια πολύπλευρη ιδεολογική παρακαταθήκη, η οποία περνούσε από τον τροτσκισμό[2] και έφτανε μέχρι τον φασισμό.[3]

Σχέση με τη σοσιαλδημοκρατία και με άλλες ιδεολογίες

Ο Τρίτος Δρόμος εντάσσεται στους κόλπους των αναθεωρητικών τάσεων της μεταπολεμικής κεϋνσιανής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία περιγράφεται γλαφυρά ως μια απόπειρα «εξανθρωπισμού» και τιθάσευσης των αρνητικών όψεων του καπιταλισμού.[4] Ωστόσο, η προσπάθεια αναμόρφωσης των αγορών προσέκρουε σε μια εγγενή αντινομία. Η κλασική σοσιαλδημοκρατία, όπως την αποκαλεί ο Γκίντενς[5], επιδίωκε τόσο την οικονομική ευελιξία, όσο και την άρση των ανισοτήτων. Την αντίφαση αυτή έπρεπε να άρει μια νέα, αναθεωρητική ιδεολογία, που θα χάρασσε ένα καινοτόμο πρόγραμμα και θα διαμορφωνόταν μέσα από έναν συστηματικό διάλογο.

Η 27η σύνοδος της G8 στη Γένοβα σημαδεύτηκε από θυελλώδεις κινητοποιήσεις του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Στη σύσκεψη πήραν μέρος προεξάρχοντες εκπρόσωποι του Τρίτου Δρόμου, όπως οι πρωθυπουργοί Μπλαιρ και Σρέντερ. Πηγή: wikipedia.org

Έτσι, η συζήτηση για την αναθεώρηση του σοσιαλδημοκρατικού προτάγματος τροφοδοτήθηκε από ένα μείγμα δομικών κοινωνικοοικονομικών και τεχνολογικών αλλαγών. Οι μεταβολές αυτές τέμνονται στην κατάρρευση του μεταπολεμικού consensus ευημερίας[6] και ενέβαλλαν τους σοσιαλδημοκράτες σε μεγάλη ανησυχία, την οποία ενέτειναν οι οικονομικές κρίσεις, η αποβιομηχάνιση και η συρρίκνωση του προλεταριάτου.

Κυρίως, όμως, η νέα εκδοχή του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν αυτή που αποτέλεσε το έναυσμα για το άναμμα μιας ζωηρής συζήτησης γύρω από το μέλλον της σοσιαλδημοκρατικής ιδεολογίας.[7] Η παρουσία του σοσιαλισμού ως αντίβαρου στο μοντέλο των αγορών γεννούσε προσδοκίες για αναθεώρηση των στρεβλών και αντιφατικών στοιχείων, που, σύμφωνα με τον Μαρξ, προοιωνίζονταν την κατάρρευση του καπιταλισμού. Υπό αυτές τις συνθήκες, το κράτος παρουσιαζόταν ως εγγυητής της οικονομικής και κοινωνικής μεταρρύθμισης. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όμως, είχε ως αποτέλεσμα τη στροφή των σοσιαλδημοκρατών προς την ακτινοβολία της Νέας Δεξιάς και επομένως την υιοθέτηση μιας διαφορετικής αντίληψης περί κράτους και κοινωνίας. Η έμφαση μετατοπίστηκε από τις ευρύτερες προοδευτικές πολιτικές, στις επιδιώξεις μιας «ικανοποιημένης πλειοψηφίας», όπως τη χαρακτήρισε ο Γκαλμπρέιθ[8]. Το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο εκλαμβανόταν πλέον ως μια μετριοπαθής εκδοχή του «από τα πάνω» σοσιαλισμού.

Ορισμός και χαρακτηριστικά

Ο Τρίτος Δρόμος συστήθηκε ως μια εναλλακτική επιλογή στην κλασική σοσιαλδημοκρατία και τον νεοφιλελευθερισμό. Η μεν πρώτη απορρίφθηκε, επειδή είναι ασυμβίβαστη με τα σύγχρονα οικονομικά δεδομένα, που δίνουν έμφαση σε μια κοινωνία της αγοράς και της γνώσης. Η δεύτερη επειδή εντείνει τις ανισότητες και οδηγεί στην ασυδοσία.[9] Όπως εξαγγέλλεται στο έργο του Γκίντενς, ο όρος διαποτίζεται από μια ανανεωτική χροιά. Πρόκειται για μια απόπειρα φιλελεύθερης και επιστημολογικής ιδεολογικής ανασύνθεσης[10], που εγγράφει τη σοσιαλδημοκρατία σε ένα ευρύτερο κοινωνικο-ιστορικό περιβάλλον πραγματισμού, ρευστότητας και συνθετότητας. Πράγματι, «η πολιτική ζωή χωρίς ιδανικά δεν έχει αξία, αλλά και τα ιδανικά είναι κούφια αν δεν συνδέονται με τις πραγματικές δυνατότητες».[11]

Βέβαια, η πολυμορφία του όρου και η υπαγωγή του σε αντιφατικές ερμηνείες καθιστά δυσχερή την παράθεση ενός ακριβούς ορισμού.[12] Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι σε προγενέστερα γραπτά του Γκίντενς, η ιδέα ενός τρίτου δρόμου, που ταλαντεύεται μεταξύ του σοσιαλισμού και του αχαλίνωτου καπιταλισμού, απορρίπτεται εξ ολοκλήρου. Στην πραγματικότητα υπάρχει ένας μόνος δρόμος, ο οποίος υπαγορεύει την εδραίωση μιας «σοσιαλιστικής δημοκρατίας», δηλαδή ενός λειτουργικού συστήματος μεικτής οικονομίας, που εξασφαλίζει αποδοτικότητα και ισότητα ευκαιριών.[13]

Μεταξύ των υποστηρικτών της αναθεωρητικής ιδεολογίας, διάχυτη είναι η πεποίθηση ότι το κυβερνητικό μοντέλο (cybernetic model) του σοσιαλισμού, με τη μορφή του «από πάνω προς τα κάτω», όπως τονίστηκε παραπάνω, είναι παρωχημένο. Επομένως, η ευθυγράμμιση με το πνεύμα των αγορών καθίσταται αδιαπραγμάτευτη. Σχετική είναι η ακράδαντη πίστη πως το θεμελιακό στοιχείο της νεωτερικότητας είναι η παγκοσμιοποιημένη «κοινωνία της πληροφορίας»[14], που επενδύει στις ατομικές δεξιότητες, την επιστημονική εξέλιξη και την επιχειρηματική ευελιξία.

Τόνυ Μπλαιρ και Γκόρντον Μπράουν, πρωθυπουργοί του Ηνωμένου Βασιλείου και αρχηγοί των Εργατικών. Η παρουσία τους σφράγισε το βρετανικό πολιτικό σκηνικό την περίοδο 1997-2010. Πηγή: independent.co.uk

Έπειτα, οι υποστηρικτές του Τρίτου Δρόμου δείχνουν αμείωτο ενδιαφέρον για τη δική τους εκδοχή της κοινωνικής συμπερίληψης. Συγκεκριμένα, το σοσιαλιστικό ιδανικό της ισοπολιτείας και της άρσης των ανισοτήτων δίνει τη θέση του σε φιλελεύθερες ιδέες περί ισότητας ευκαιριών και αξιοκρατίας, μέσω των οποίων διασφαλίζεται η ισότιμη συμμετοχή των πολιτών στην κοινωνία. Διαγράφεται ξεκάθαρα μια προσπάθεια διαφοροποίησης τόσο από τα χνάρια της σοσιαλδημοκρατίας, ιδιαίτερα στο πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας, όσο και από τη γραμμή του νεοφιλελευθερισμού. Για παράδειγμα, η έννοια της ανταποδοτικής πολιτικής είναι κομβική στην ορολογία του Τρίτου Δρόμου και αντιδιαστέλλεται προς τις συμβατικές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές. Από την άλλη πλευρά, στο έργο του Γκίντενς περίοπτη είναι η κριτική που ασκείται κατά του νεοφιλελευθερισμού: «Η δυναμική της κοινωνίας της αγοράς υπονομεύει τις παραδοσιακές δομές εξουσίας και θρυμματίζει τις τοπικές κοινότητες· ο νεοφιλελευθερισμός δημιουργεί νέους κινδύνους.[15]

Η απόπειρα διαφοροποίησης από τη σοσιαλδημοκρατία και τον νεοφιλελευθερισμό αποκαλύπτει ότι μια νέα ιδέα για τον ρόλο του κράτους μαγνητίζει το ενδιαφέρον της νέας θεωρίας. Το βάρος πέφτει πλέον στην εκπαιδευτική πολιτική, όχι επειδή συνεισφέρει στην ολόπλευρη πνευματική ανάπτυξη, κατά τη σύγχρονη φιλελεύθερη αντίληψη, αλλά επειδή συμβάλλει στη μεγέθυνση της οικονομίας, εξοπλίζοντας το εργατικό δυναμικό με ποικίλα προσόντα. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα ενός «πολιτισμικού παράγοντα» που δεν καταρτίζει ένα μακρόπνοο οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα, αλλά αναδιαμορφώνει την κουλτούρα που ενστερνίζονται οι πολίτες[16]. Παράλληλα, οι νέες ιδέες για τον ρόλο που (πρέπει να) επιτελεί το κράτος, προωθούν μια σειρά μεταρρυθμίσεων στο πεδίο της οικονομίας. Είναι σημαντική «η αναθεώρηση του κράτους πρόνοιας, το οποίο, αντί να καλλιεργεί μια κουλτούρα της εξάρτησης από αυτό, οφείλει να αναπτύσσει τη ‘θετική πρόνοια’ […] και [τα] άτομα να συμμετάσχουν από τα κάτω σε μορφές πολιτικής ζωής.[17]

Αποτίμηση

Με την εμφάνιση του νέου αυτού ρεύματος, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ σοσιαλισμού και φιλελευθερισμού έγινε ολοένα περισσότερο συγκεχυμένη. Ενδιαφέρουσα είναι η επισήμανση ότι οι γλωσσικοί νεολογισμοί που πιστώνονται στους υποστηρικτές του Τρίτου Δρόμου δίνουν τον τόνο μιας φιλελεύθερης στροφής. Ειδικότερα, η επιλογή να αφεθεί ανεπηρέαστο το σύστημα του καπιταλισμού αποτυπώνεται στις πολιτικές του «διχτυού ασφαλείας», το οποίο δεν επιφυλάσσει αποφασιστικό ρόλο στο κράτος για την αντιμετώπιση της ανισότητας[18]. Και αυτό συμβαίνει, γιατί ο Τρίτος Δρόμος δεν βλέπει το κράτος ως μοχλό πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής αναδιάταξης, αλλά ως μέσο για την προώθηση του διεθνούς ανταγωνισμού και για τη διασφάλιση οικονομικής αποδοτικότητας και ευελιξίας.

Ομιλία του Μπιλ Κλίντον, 42ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Αποτέλεσε κυρίαρχη φυσιογνωμία της πολιτικής των Νέων Δημοκρατικών, η οποία θεωρείται προπομπός του ευρωπαϊκού Τρίτου Δρόμου. Πηγή: vox.com

Άλλοι ασκούν κριτική, γιατί οι αναθεωρητές αγνοούν επιδεικτικά τις θεμελιακές αρχές της σοσιαλδημοκρατίας, οι οποίες της επέτρεψαν να καταγάγει αλλεπάλληλες νίκες. Κάνουν λόγο για μια έκδηλη αντιφατικότητα στον λόγο των υποστηρικτών της νέας θεωρίας, καθώς, ενώ προσυπογράφουν τους νόμους της αγοράς, κινδυνολογούν για τον κατακερματισμό της κοινωνίας. Την ίδια στιγμή, λοξοδρομούν από τη δέσμευση να υπαγάγουν τον καπιταλισμό στην υπηρεσία του συλλογικού συμφέροντος. Το κύριο μέλημά τους είναι η αποδοτικότητα της οικονομίας, στην οποία θυσιάζουν τη χαλιναγώγηση των οικονομικών δυνάμεων, έχοντας ως σκοπό τη διατήρηση μιας δημοσιονομικής ισορροπίας. Ακόμη κι αν οι σοσιαλδημοκράτες προσχωρούν στο πεδίο της αγοράς λόγω της ικανότητάς της να αποτελεί την υλική βάση για την εξασφάλιση οικονομίας ευπορίας, δεν είναι ποτέ διατεθειμένοι να της επιτρέψουν να επιβληθεί της κοινωνικοπολιτικής ζωής. Υπό αυτήν την έννοια, το ιδεολογικό εύρος του Τρίτου Δρόμου συνιστά έκφραση ενός φιλελεύθερου αναθεωρητισμού.[19]

Παράλληλα, πρέπει να υπογραμμιστεί πως το αφήγημα του Τρίτου Δρόμου δίνει έμφαση στους δεσμούς που συνέχουν τα μέλη της κοινωνίας και αποκρύπτει την αναφορά στην άνιση κατανομή των προνομίων. Η συγκεκριμένη προσέγγιση παραχαράσσει το σοσιαλιστικό ιδεολογικό οπλοστάσιο και φανερώνει πως η συναινετική, μη δυϊστική, κοσμοθεωρία του Τρίτου Δρόμου απέχει παρασάγγας από τη συγκρουσιακή άποψη του σοσιαλισμού. Τεκμαίρεται, μάλιστα, ότι το αφήγημα έχει έντονα συντηρητική απόχρωση, καθότι τονίζει την ανάγκη ενδυνάμωσης των κρατούντων θεσμών και εμπέδωσης των υπαρχουσών πολιτικών. Παρόλο που μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο τρίτος δρόμος κείται «πέραν της αριστεράς και της δεξιάς», ο όρος αφήνεται ορθάνοιχτος σε κριτική για αμφισημία, ή ακόμη για ασυναρτησία.[20]

Μολονότι ορισμένοι διερωτώνται για τη δημιουργία ενός «αβαθούς περιβλήματος ηθικολογίας περί κοινωνικής δικαιοσύνης», πολλοί αποτιμούν το νέο μοντέλο ως επιτυχημένο και το καταχωρίζουν στα κατάστιχα των κατορθωμάτων της σοσιαλδημοκρατίας, γιατί αποτέλεσε εφαλτήριο για εκσυγχρονιστικές προοδευτικές πολιτικές. Κατά την εκτίμησή τους, ο Τρίτος Δρόμος χάραξε ένα καινοτόμο πρόγραμμα για την ευρωπαϊκή αλλά και την πλανητική διακυβέρνηση.[21]


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[1] Ian Adams, Ideology and Politics in Britain Today, Manchester University Press, 1998, σελ. 144–145.

[2] Pierre Frank, Under the pressure of the coming war, imperialism calls for the emergence of a “third camp”, Fourth International, Vol.12 No.2, March–April 1952, σελ. 57–63.

[3] Ruth Ben–Ghiat, Italian Fascism and the Aesthetics of the ‘Third Way’, Journal of Contemporary History, vol. 31, no. 2, 1996, σελ. 293–316.

[4] János Kornai, Qian Yingi, Market and Socialism: In the Light of the Experiences of China and Vietnam, Palgrave Macmillan, 2009, σελ. 11–24.

[5] Άντονυ Γκίντενς, Τρίτος Δρόμος. Η ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας, Πόλις, 1998, σελ. 20

[6] P. Seyd, The Breakdown of Social Democratic Consensus, στο «The Rise and Fall of the Labour Left», Palgrave, 1987

[7] Άντονυ Γκίντενς, ό.π., σελ. 7

[8] John K. Galbraith, The Culture of Contentment, Princeton University Press, 1992

[9] Andrew Heywood, Εισαγωγή στην πολιτική, Επίκεντρο, 2014, σελ. 56

[10] John S. F. Wright, The pathway out of neoliberalism and the analysis of political ideology in the post–crisis world, Journal of Political Ideologies, 2015, σελ. 197

[11] Άντονυ Γκίντενς, ό.π., σελ. 8–14

[12] Hale, Sarah et al, The Third Way and beyond: Criticisms, Futures and Alternatives, Manchester University Press, 2004, σελ. 9

[13] Antony Giddens, Socialism, modernity and utopianism, 1990, όπως παραδίδεται στο Stuart Hall et al, Η νεωτερικότητα σήμερα, Σαββάλας, 2010, σελ. 95

[14] Antony Giddens, Socialism, modernity and utopianism, σελ. 90

[15] Άντονυ Γκίντενς, Ο Τρίτος Δρόμος κλπ, σελ. 33

[16] Andew Hewood, ό.π., σελ. 110

[17] Νίκος Δεμερτζής, Άντονυ Γκίντενς, Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς. Το μέλλον της ριζοσπαστικής πολιτικής (μετάφραση Στέφανος Ροζάνης), Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 2015, 5, 293–298.

[18] Σωτήρης Βανδώρος, Εισαγωγή στις Πολιτικές Ιδεολογίες, 2015, σελ. 89

[19] Σέρι Μπέρμαν, Το πρωτείο της πολιτικής. Η Σοσιαλδημοκρατία και η Ευρώπη του 20ού αιώνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014, σελ. 441–443

[20] Andrew Heywood, Βασικές πολιτικές ιδέες, Επίκεντρο, 2020, σελ. 109

[21] Ξενοφών Κοντιάδης, Η σοσιαλδημοκρατία σήμερα, Πόλις, 2017, σελ. 109–111


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κυριάκος Ζαχαράκης
Κυριάκος Ζαχαράκης
Γεννήθηκε το 2002 και είναι φοιτητής του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συμμετέχει συστηματικά σε σεμινάρια κοινωνικών και πολιτικών επιστημών. Κατέχει την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα.