23.1 C
Athens
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΗ δεύτερη φάση της Πολιορκίας και η πτώση του Μεσολογγίου

Η δεύτερη φάση της Πολιορκίας και η πτώση του Μεσολογγίου


Της Νάντιας-Ελπίδος Δουρίδα,

Παρά την πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια από τους Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη για την κατάληψη του Μεσολογγίου, ο Σουλτάνος, απτόητος, επανήλθε με νέο σχέδιο μόλις τρία χρόνια μετά. Καταρχάς, ανέθεσε για άλλη μία φορά στο νικητή της μάχης του Πέτα, Κιουταχή, να αναλάβει την πολιορκία. Αυτή τη φορά όμως δεν τον άφησε χωρίς αρωγή, καθώς συνδύασε αυτή την επιχείρηση με την εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Ακολουθούμενος από στρατό 20.000 ανδρών, ο Κιουταχής ξεκίνησε από τα Τρίκαλα περί τα τέλη Φεβρουαρίου 1825 και δύο μήνες μετά, 15 Απριλίου, έφτασε προ του Μεσολογγίου.

Με την άφιξη του Κιουταχή ξεκίνησε ταυτόχρονα και η πολιορκία του Μεσολογγίου, την οποία οι ιστορικοί χωρίζουν σε δύο βασικές περιόδους. Η πρώτη κυμαίνεται από 15 Απριλίου έως και 12 Δεκεμβρίου 1825, ενώ η δεύτερη από 25 Δεκεμβρίου 1825 έως τις Απριλίου 1826. 12 χιλιάδες απελπισμένες ψυχές πάλευαν ακούραστα επί ένα χρόνο για να εκτοπίσουν τις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις. Την οργάνωση της άμυνας ανέλαβε τριμελής επιτροπή υπό τους Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, Δημήτριο Θέμελη και Γεώργιο Καναβό. Μάλιστα, λόγω της ταυτόχρονης διεξαγωγής του εμφυλίου πολέμου δεν υπήρχε καμία άμεση βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες.

Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, το φρούριο της πόλεως ολοένα και βελτιωνόταν, με την αρωγή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του Βύρωνα και του μηχανικού Μιχαήλ Κοκκίνη. Πιο συγκεκριμένα, η τάφρος έγινε βαθύτερη, ο μικρός περίβολος ενισχύθηκε με πύργους και πολύγωνα προτειχίσματα στα οποία τοποθετήθηκε ένας ικανοποιητικός αριθμός πολυβόλων. Όσον αφορά το ρόλο της γεωγραφικής κατανομής του Μεσολογγίου, η νησίδα Βασιλάδι, μεταξύ της λιμνοθάλασσας και της θάλασσας, έγινε ένα είδος προκεχωρημένου οχυρού στο οποίο κατέφυγαν γύρω στα 2.000 γυναικόπαιδα.

Το ανθρώπινο δυναμικό αν και περιορισμένο, ήταν εξαιρετικά ικανό. Εντός του Μεσολογγίου υπήρχαν 10.000 άτομα, εκ των οποίων 4.000 άνδρες, άριστοι πολεμιστές από την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία και ακόμη 1.000 άνδρες που ήξεραν πως να χρησιμοποιούν τα όπλα. Αρχηγός της φρουράς ορίστηκε ο Νικόλαος Στουρνάρης. Κατά την πρώτη φάση της πολιορκίας, το Μεσολόγγι απειλούσαν μόνο οι δυνάμεις του Κιουταχή. Αναλόγως την περίπτωση, οι εν λόγω επιθέσεις θα ήτο δυνατόν να αποκρουστούν από τους Μεσολογγίτες είτε εύκολα, είτε άλλες φορές με μεγαλύτερη δυσκολία. Όσον αφορά το θαλάσσιο αποκλεισμό, όπως φαίνεται δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρός, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την επανειλημμένη διάσπασή του από το στόλο του Μιαούλη, ο οποίος ενίσχυε με πολεμοφόδια και τρόφιμα τους αγωνιστές.

Ο Νικόλαος Στουρνάρης. Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Πηγή εικόνας: Ι.Ε.Ε. (1975)

Η μερική χαλάρωση της εν λόγω φάσης της πολιορκίας συνέβη στις 24 Ιουλίου, όπου 1.000 Ρουμελιώτες υπό το Γεώργιο Καραϊσκάκη κατάφεραν να κάνουν τις δυνάμεις του Κιουταχή να αποσύρει τις δυνάμεις του στις υπώρειες του όρους Ζυγός. Ταυτόχρονα και ο τουρκικός στόλος, απειλούμενος από τον ελληνικό, αναγκάστηκε να αναζητήσει καταφύγιο στην τότε Αγγλοκρατούμενη Κεφαλονιά.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 5 Αυγούστου, ο Κίτσος Τζαβέλας, επικεφαλής των Σουλιωτών πολεμιστών επιχείρησε να εισέλθει στην πόλη και να αναζωπυρώσει τις ελπίδες και το ηθικό των πολιορκούμενων. Όμως στις αρχές του Νοεμβρίου, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος αποβίβασε 8.000 Αιγύπτιους στρατιώτες, ενώ ακριβώς ένα μήνα αργότερα κατέφθασε για ενισχύσεις και ο Ιμπραήμ ο οποίος είχε σχεδόν καταστείλει σε μεγάλο βαθμό την επανάσταση στην Πελοπόννησο. 25.000 Τούρκοι, Τουρκαλβανοί και Αιγύπτιοι παραβρίσκονταν εκεί με σύγχρονο πυροβολικό, που διοικούσαν Γάλλοι αξιωματικοί. Οι Έλληνες είχαν να αντιπαρατάξουν 4.000 μαχητές.

Στις 25 Δεκεμβρίου ξεκινά πλέον και η δεύτερη φάση της πολιορκίας. Υπήρξε για άλλη μια φορά διαμάχη απόψεων μεταξύ των δύο πασάδων. Στις 16 Ιανουαρίου 1826, ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ κάνει μία αποτυχημένη προσπάθεια να καταλάβει το Μεσολόγγι με τις δικές του δυνάμεις. Για το σκοπό αυτό κατασκευάζει νέα, μεγαλύτερα κανονιοστάσια, σφυροκοπώντας ανελέητα την πόλη, καθώς επίσης και νέα χαρακώματα, ρίχνοντας το μεγαλύτερο βάρος της επίθεσης στη ντάπια του Μάρκου Μπότσαρη. Η υπεράνθρωπη όμως αντίσταση των πολιορκημένων, οι οποίοι αντιστέκονταν και πραγματοποιούσαν αντεπιθέσεις, τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την αλαζονική του συμπεριφορά και να συνεργαστεί με τον Κιουταχή.

Οι δύο στρατοί επιτάχυναν σημαντικά την πολιορκία με τον ανηλεή κανονιοβολισμό του Μεσολογγίου και με την κατάληψη των στρατηγικής σημασίας νησίδων Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου), Ντολμά και Πόρου (28 Φεβρουαρίου), με τον ηρωικό θάνατο των 350 υπερασπιστών τους. Στις 28 Φεβρουαρίου παραδόθηκε επίσης και το Ανατολικό, μετά την εγκληματική αποχώρηση των ενόπλων, καθώς θεώρησαν πως η πόλη τους κινδύνευε άμεσα και έτρεξαν να την ενισχύσουν. Λαμπρές σελίδες δόξας γράφτηκαν στο νησάκι της Κλείσοβας, όπου οι 130 άνδρες του, με επικεφαλή τον Παναγιώτη Σωτηρόπουλο, αμύνθηκαν γενναιότατα στις επιθέσεις τόσο των δυνάμεων του Κιουταχή, με τον Αιγύπτιο πασά να πληγώνεται στη διάρκεια της εφόδου, όσο και στα κύματα των Αιγυπτίων επιτιθέμενων. Οι τελευταίοι βίωσαν και την απώλεια του Χουσεΐν μπέη, ο οποίος σκοτώθηκε στην προσπάθεια να εμψυχώσει τους άνδρες του. Κατά τη διάρκεια της μάχης, οι αμυνόμενοι δέχτηκαν μικρή ενίσχυση από τον Κίτσο Τζαβέλλα και 8 άνδρες του. Το τελειωτικό χτύπημα για τους πολιορκημένους Μεσολογγίτες θεωρήθηκε η αδυναμία του Μιαούλη να διασπάσει το ναυτικό αποκλεισμό, γεγονός που έφερε τους Μεσολογγίτες σε ακόμα δεινότερη θέση.

Η μάχη της Κλείσοβας. Πίνακας του Α. Σακκαλή. Πινακοθήκη Δήμου Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου. Πηγή εικόνας: tilestwra.com

Φτώχια, πείνα και αναρχία είναι οι λέξεις που χαρακτήριζαν εκείνη την περίοδο το Μεσολόγγι, καθώς η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Οι πολιορκούμενοι σιτίζονταν με φύκια, δέρματα, ποντίκια και γάτες. Όπως είναι λοιπόν φυσικό, η υπεράσπιση της πόλης τους έμοιαζε πλέον σαν ένα ακατόρθωτο όνειρο. Η ολιγομελής επιτροπή, η οποία είχε σταλεί στην κυβέρνηση, προκειμένου να εξασφαλίσει χρηματική βοήθεια και εφόδια, καθυστέρησε, λόγω νωθρότητας της τελευταίας, καθιστώντας τη διείσδυση του ελληνικού στόλου στη λιμνοθάλασσα αδύνατη.

Στις 6 Απριλίου αποφασίστηκε σε συμβούλιο οπλαρχηγών και η έξοδος και ορίστηκε για λίγες μέρες αργότερα (9-10 Απριλίου). Σύμφωνα με το σχέδιο, οι Εξοδίτες οργανώθηκαν σε 3 σώματα, τα οποία θα συναντιόντουσαν στη μονή του Αγίου Συμεών. Το πρώτο και το δεύτερο, στα αριστερά και το κέντρο, με αρχηγούς τους Νότη Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλλα, θα εξέρχονταν από τις γέφυρες της Λουνέτας και του Ρήγα, ενώ το τρίτο στα δεξιά, το οποίο θα αποτελείτο από τους ντόπιους αγωνιστές και τα γυναικόπαιδα, με ηγέτες τους Αθανάσιο Ραζηκότσικα και Μήτρο Ντελιγιώργη, θα έβγαινε από τις γέφυρες Μονταλαμπέρτ και Στουρνάρη. Η απόφαση που πάρθηκε από τους αγωνιστές, να σκοτώσουν τα γυναικόπαιδα, προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών, ακυρώθηκε από την αντίδραση του επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ. Επίσης, οι πληγωμένοι και ασθενείς αποφασίστηκε να μεταφερθούν στα οχυρωμένα σπίτια και να πεθάνουν αμυνόμενοι.

Το σχέδιο όμως αυτό έμεινε ανεκπλήρωτο, καθώς προδόθηκε. Οι φάλαγγες, οι οποίες βγήκαν από το κάστρο τη νύχτα με άκρα μυστικότητα και ησυχία, έπεσαν πάνω στους Τούρκους, τους Αιγύπτιους και του Αλβανούς, οι οποίοι όμως τους περίμεναν. Σκηνές απαράμιλλου ηρωισμού εκτυλίχθηκαν, με την ορμή και τη δίψα για ζωή να καθιστά τους Εξοδίτες ασταμάτητους. Ο Ιμπραήμ καταδίωξε τους αγωνιστές, ενώ οι Τουρκοαιγύπτιοι που είχαν εισβάλλει από άλλο σημείο, είχαν ξεκινήσει ήδη τις σφαγές στο κέντρο της πόλης. Ενδεικτικό γεγονός της σύγχυσης που επικράτησε κατά την Έξοδο είναι η αγωνιώδης κραυγή που ακούστηκε από τους αμάχους του τρίτου σώματος «Πίσω στις ντάπιες μας!». Αποτέλεσμα της σύγχυσης αυτής είναι η μεγαλύτερη έκθεσή τους στα εχθρικά πυρά και ο αποδεκατισμός τους. Ο γενναίος Ραζηκότσικας έπεσε και αυτός, μαχόμενος στην πρώτη γραμμή.

Τον τραγικό επίλογο των γεγονότων έγραψε, με την αυτοθυσία του, ο Χρήστος Καψάλης, ανατινάζοντας την πυριτιδαποθήκη του αρχοντικού του και παρασέρνοντας στο θάνατο περίπου 600 ηλικιωμένους και γυναίκες, μαζί με όσους εχθρούς είχαν πλησιάσει την οικία του. Ο ήλιος της 10ης Απριλίου 1826, Κυριακή των Βαΐων, ανέτειλε πάνω από το αιματοβαμμένο Μεσολόγγι, καθώς οι πρώτες αχτίδες του έλουσαν την κατεστραμμένη πόλη. Οι πληροφορίες για το πόσοι χάθηκαν σε αυτή την ιστορική μάχη κυμαίνονται από πηγή σε πηγή. Η πιο πιθανή κατάσταση είναι πως χάθηκαν γύρω στις 1.700 από τις 3.000 ψυχές που αγωνίστηκαν. 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στη Μεθώνη και στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Από το άλλο στρατόπεδο, οι απώλειες για τους Τουρκοαιγύπτιους ανήλθαν σε 5.000 άνδρες.

Ο Χρήστος Καψάλης. Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Πηγή εικόνας: Ι.Ε.Ε. (1975)

Η πολιορκία του Μεσολογγίου έληξε άδοξα, όμως παραμένει ένα λαμπρό παράδειγμα για το σθένος, την ανδρεία και την επιμονή των προγόνων μας, στους οποίους οφείλουμε σήμερα το γεγονός πως απολαμβάνουμε μία ελεύθερη πατρίδα. Η ήττα αυτή, αν και αιματηρή, μετατράπηκε σε νίκη, καθώς ένα νέο κύμα φιλελληνισμού αναδύθηκε μετά την αμαύρωση του Αγώνα. Αυτό με τη σειρά του επηρέασε εμμέσως την ευρωπαϊκή διπλωματία για τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων, και πολλά έργα από κάθε τομέα της τέχνης αποθανάτισαν τη θυσία των Μεσολογγιτών. Το Μεσολόγγι απελευθερώθηκε στις 11 Μαΐου 1829. Το 1937 αναγνωρίστηκε ως «Ιερά Πόλις» και η Κυριακή των Βαΐων ορίστηκε ως επέτειος της εξόδου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Συλλογικό Έργο (1975), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος ΙΒ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α. Ε.
  • Δ. Φωτιάδης (1977), Η Επανάσταση του Εικοσιένα Τόμος Γ΄. (2η Έκδοση) Αθήνα: Εκδ. Βότση
  • Στρατηγού Σπυρομίλιου (1996), Απομνημονεύματα για τη Δεύτερη Πολιορκία του Μεσολογγίου. (Επιμ. Ν. Ασημακόπουλος) Αθήνα: Εκδ. Βεργίνα
  • National Geographic Society (2009),  Κ. Παπαρρηγοπούλου Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος 20. (Επιμ. Μ. Αλεξίου) Αθήνα:Εκδ. 4πι
  • Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων (2009) Γεωργίου Φίνλεϋ Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασεως Τόμος Α΄. (2η Έκδοση) (Επιμ. Α. Γ. Μαντάς) Αθήνα:Εκδ. Δόμος

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νάντια-Ελπίς Δουρίδα
Νάντια-Ελπίς Δουρίδα
Είναι γεννημένη στην Αθήνα, είναι 18 ετών και φοιτά στο τμήμα της Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Από μικρή ηλικία είχε μεγάλη αγάπη για τη λογοτεχνία και τον γραπτό λόγο. Έχει συμμετάσχει και διακριθεί σε πολυάριθμους ρητορικούς και φιλοσοφικούς διαγωνισμούς, καθώς και προσομοιώσεις των Ηνωμένων Εθνών στην αγγλική γλώσσα. Ασχολείται τακτικά με τη συγγραφή κειμένων, λογοτεχνικών και μη, ενώ από τους αγαπημένους της συγγραφείς είναι ο Ντοστογιέφσκι και ο Καζαντζάκης.