21.3 C
Athens
Τρίτη, 23 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ έννοια του «τρίτου» στο έγκλημα της (συκοφαντικής) δυσφήμισης υπό το πρίσμα...

Η έννοια του «τρίτου» στο έγκλημα της (συκοφαντικής) δυσφήμισης υπό το πρίσμα των (αντιφατικών) αποφάσεων του Αρείου Πάγου


Της Ελληκαίτης Κουρτάκη,

Με την υπ’αριθμ. 3/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου εκρίθη εκ νέου το ζήτημα της ένταξης των δικαστών, εισαγγελέων, υπαλλήλων των δικαστηρίων, δικαστικών επιμελητών κ.ο.κ. στην έννοια του τρίτου προσώπου κατά το έγκλημα της (συκοφαντικής) δυσφήμισης (άρθρα 362-363 ΠΚ). Κατά πάγια νομολογιακή θέση του, ο ΑΠ απεφάνθη υπέρ του χαρακτηρισμού τους ως «τρίτων», χωρίς, ωστόσο, να λείπουν οι «φωνές του αντιλόγου», οι οποίες κατά τη δική τους αρεοπαγιτική πρακτική (αρκεί μια ματιά στη συγκρότηση των τμημάτων κατά τη συζήτηση των υπ’αριθμ. 487/2019, 1272/2019, 987/2019 αποφάσεων ΑΠ)  υποστηρίζουν τον συνταγματικώς και δικονομικώς θεσμοθετημένο ρόλο αυτών των προσώπων ως αμερόληπτων κριτών.

Εκκινώντας από το ίδιο το έγκλημα και στηριζόμενοι σε μια σειρά πρόσφατων αντιφατικών αποφάσεων του Ανώτατου Ακυρωτικού, βλέπουμε ότι για τη στοιχειοθέτηση της συκοφαντικής δυσφήμισης, σε επίπεδο αντικειμενικής υποστάσεως, απαιτούνται όλα τα στοιχεία της απλής δυσφήμησης του άρθρου 362 ΠΚ, με επιπλέον όρο τον χαρακτήρα του διαδιδόμενου γεγονότος ως ψευδούς. Επομένως, για τη θεμελίωση της ειδικής/διακεκριμένης παραλλαγής απαιτείται ο ισχυρισμός ή η διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, η προσφορότητα του γεγονότος να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη και το ψευδές αυτού. Σε επίπεδο υποκειμενικής υποστάσεως, απαιτείται άμεσος δόλος ως προς το ψευδές του γεγονότος, δηλαδή αφενός μεν η γνώση του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας, ότι το γεγονός είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται και αφετέρου η θέλησή του να ισχυρισθεί ή να διαδώσει το γεγονός ενώπιον τρίτου.

Πηγή εικόνας: Tzikas Lawfirm.gr

Ένα ακόμα σημείο που έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς αποτελεί κομμάτι των αρεοπαγιτικών αποφάσεων, είναι η «επίκληση» του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ, το οποίο κατοχυρώνει ως αναιρετικό λόγο την εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Κατά το άρθρο αυτό, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στον νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο επί της ουσίας, χωρίς να παρερμηνεύει τον νόμο, υπαγάγει λανθασμένα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, υπό την έννοια ότι στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, καθιστώντας ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσης.

Αναφορικά, λοιπόν, με την έννοια του «τρίτου», το σημείο που οι υπό εξέταση αποφάσεις συγκλίνουν αφορά την «διαφορετικότητα» του προσώπου, με την έννοια ότι πρέπει πανθομολογουμένως να είναι άλλο/διαφορετικό πρόσωπο από τον θιγόμενο και τον δράστη. Ωστόσο, οι υπ’αριθμ. 841/2019, 688/2019, 1926/2019 και 3/2021 αποφάσεις υπήγαγαν στην έννοια του τρίτου αρχές, όπως γραμματείς, δικαστικούς επιμελητές, δικαστές, εισαγγελείς, αστυνομικούς κ.λπ., οι οποίες έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, στηριζόμενες αφενός στη γραμματική ερμηνεία των άρθρων 362-363 ΠΚ, από τις οποίες ουδεμία διάκριση ή εξαίρεση για τα όργανα που είναι κατά νόμο αρμόδια να παραλαμβάνουν μηνύσεις, καταθέσεις, αναφορές κ.λπ. προκύπτει και αφετέρου στην τελολογική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, σκοπός των οποίων είναι η προστασία του εννόμου αγαθού της τιμής και της υπόληψης του θιγόμενου προσώπου. Παράλληλα, δικαιολόγησαν την αδυναμία συσταλτικής ερμηνείας του όρου «τρίτος»  στην  ανθρώπινη φύση των δικαστικών λειτουργών, υποστηρίζοντας ότι γίνονται κοινωνοί δυσμενών παραστάσεων χωρίς να έχουν πάντα την δυνατότητα να διερευνήσουν τη βασιμότητα των δυσφημιστικών ισχυρισμών.

Κατά την προσωπική άποψη της γράφουσας, πρόκειται για «άτοπο» που έρχεται και σε άλογη αντίφαση με προηγούμενη κρίση σχετικά με την ένταξη των δικηγόρων στην έννοια του τρίτου, όπου και υποστηρίχθηκε το ανεύθυνο για παραβάσεις συκοφαντικής δυσφήμησης που τελούν με την σύνταξη αγωγών, προτάσεων, μηνύσεων κ.λπ., τα οποία συντάσσονται με εντολή των πελατών τους και βρίσκονται μέσα στα πλαίσια της εντολής, αν μάλιστα δεν γνωρίζουν την αναλήθεια αυτών που εκθέτουν και ήταν αναγκαία για την υπεράσπιση του εντολέα τους (βλ. και ΑΠ 755/1997, ΑΠ 761/1988). Υπό αυτό το πρίσμα καθίσταται δυσνόητο -κατά προσωπική, πάντα, άποψη- το γιατί ο δικηγόρος, αν και φυσικό πρόσωπο, βρίσκεται εκτός του πεδίου του «τρίτου» -σύμφωνα με τις αυτές αποφάσεις- ενώ ο δικαστικός επιμελητής, παραδείγματος χάριν, ο οποίος εκπληρώνει την προδιαγεγραμμένη αρμοδιότητα που του έχει ανατεθεί, χωρίς μάλιστα να εκφράζει προσωπική άποψη και χωρίς να προκύπτει ότι λαμβάνει γνώση του περιεχομένου του δικογράφου πλην των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό και σύννομο δικονομικό χειρισμό της υποθέσεως -όπως άλλωστε έχει υποστηριχθεί από μειοψηφία Αρεοπαγιτών-, εντάσσεται στα τρίτα πρόσωπα μόνο εκ του γεγονότος ότι είναι αρμόδιος για την επίδοση των δικογράφων και των εξωδίκων εγγράφων.

Πηγή εικόνας: Lh3.googleusercontent.com

Ορθότερη, κατά τη γράφουσα, είναι η κρίση των υπ’αριθμ. 487/2019,1272/2019, 987/2019 αποφάσεων ΑΠ καθώς και η μειοψηφούσα άποψη των Αρεοπαγιτών Μπιτζούνη Διονυσίας και Παγουτέλη Μαριάνθης στην υπ’αριθμ. 3/2021 απόφαση ΑΠ. Σύμφωνα με αυτές, έγινε δεκτό ότι τα θεσμικά εξουσιοδοτημένα όργανα που λαμβάνουν γνώση των καταγγελιών, μηνύσεων, δικογράφων ερευνούν την βασιμότητα των καταγγελλόμενων σε αυτά ως όργανα της πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού, με γνώμονα την αντικειμενική, αμερόληπτη, απρόσωπη δικαιοσύνη, χωρίς να προβαίνουν σε προσωπική (αρνητική) εκτίμηση αυτών, όπως κάθε άλλο πρόσωπο. Έτσι, χωρίς τη συνδρομή ιδιαίτερων άλλων περιστάσεων, οι οποίες συντρέχουν στο πρόσωπό τους και δικαιολογούν την προσφορότητα (η οποία οφείλει να κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, είδος του γεγονότος, από τον τρίτο ή τους τρίτους ενώπιων των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις εκάστοτε περιστάσεις) της προσβολής της τιμής και της υπόληψης του εγκαλούντος, δεν δύναται να χαρακτηριστούν ως τρίτοι.

Σε αυτό που τελικώς καταλήγουμε είναι αφενός μεν, στην περίπτωση των υποστηρικτών της α’ άποψης, η αναίρεση των αθωωτικών αποφάσεων λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής, κατά τα όσα αναφέρθηκαν σχετικά με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ, και αφετέρου, στην περίπτωση της μειοψηφούσας β’ άποψης, η αναίρεση των καταδικαστικών αποφάσεων και η αθώωση των κατηγορουμένων για το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, καθώς δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και ιδρύεται ΞΑΝΑ ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ λόγος αναίρεσης.


Πηγές

Αποφάσεις Αρείου Πάγου: 3/2021, 487/2019, 1272/2019, 987/2019, 841/2019, 688/2019, 1926/2019, 755/1997, 761/1988


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελληκαίτη Κουρτάκη
Ελληκαίτη Κουρτάκη
Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1999. Διανύει το τρίτο έτος των προπτυχιακών της σπουδών στο τμήμα της Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης ενώ, παράλληλα, προσπαθεί να συλλέγει γνώσεις και εμπειρίες τόσο από τον εσωτερικό όσο και από τον ευρωπαϊκό και διεθνή δικαιϊκό κόσμο, παρακολουθώντας σεμινάρια και ημερίδες που άπτονται του αντικειμένου της. Στα έξω-νομικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται ο εθελοντισμός, η ανάγνωση βιβλίων και, κατά τον τελευταίο χρόνο, η αρθρογραφία.