18.8 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΔελτίο νομολογιακής επικαιρότητας Ελλάδας

Δελτίο νομολογιακής επικαιρότητας Ελλάδας


Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,

Στο παρόν δελτίο-άρθρο, θα παρουσιαστούν συνοπτικά τρεις αποφάσεις που αντιμετωπίζουν επίκαιρα νομικά ζητήματα. Οι δύο πρώτες εξεδόθησαν από τον Άρειο Πάγο (εφεξής «ΑΠ»), ενώ η τρίτη αποτελεί μία πολύ πρόσφατη απόφαση ελληνικού ενδιαφέροντος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής «ECHR»), η οποία αναδεικνύει την ακόμα και τώρα -παρά τον ρητώς εκφρασμένο νομολογιακό προσανατολισμό- αδυναμία της ελληνικής δικαιοσύνης να προβεί στην στάθμιση αυτή που θα είναι και σύμφωνη με την ΕΣΔΑ.

ΑΠ, τμ. Α2 πολιτικό, απόφαση υπ’αριθμόν 97/2020: Η υπόθεση αφορά τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της προκειμένης σύμβασης και μάλιστα τη διάκριση μεταξύ της σύμβασης δανείου του 806ΑΚ με την σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού του άρθρου 64επόμ. του ΝΔ της 17-7/13-8-1923, ώστε να μπορέσει η περίπτωση να υπαχθεί στο άρθρο 39 του Ν. 3259/2004 περί οφειλών προς τα πιστωτικά ιδρύματα. Πιο συγκεκριμένα, ο ΑΠ εκκινεί το σκεπτικό του με τον ορισμό: «αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση με την οποία τα μέρη, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν να μην επιδιώκουν ούτε να διαθέτουν μεμονωμένως τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να τις φέρουν σε κοινό λογαριασμό, με σκοπό να τις εκκαθαρίσουν κατά το κλείσιμό του, έτσι ώστε να αποσβεστούν κατά το μέρος που καλύπτονται και να οφείλεται ως μοναδική απαίτηση το κατάλοιπο που προκύπτει από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (ΟλΑΠ 31/1997, ΑΠ 1543/2007)». Δηλαδή δημιουργείται μία διαρκής σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων. Ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά κάθε εξάμηνο -συνήθως το πιστωτικό ίδρυμα καλεί το δανειολήπτη τότε για αναγνώριση του μέχρι τότε σχηματισθέντος καταλοίπου- ή στο χρονικό διάστημα που συμφωνήθηκε ή με μονομερή καταγγελία από τον συμβαλλόμενο και τότε δημιουργείται το οριστικό κατάλοιπο. Το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού δεν επιφέρει την οριστική λήξη της συμβάσεως, καθώς τα επιμέρους κονδύλια μέχρι το χρονικό σημείο περιοδικού κλεισίματος του λογαριασμού παύουν να είναι αυτοτελώς αξιώσιμα και γίνονται μέρος του οριστικού καταλοίπου. Ο ΑΠ συνεχίζοντας, εντάσσει την παροχή πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό στις τραπεζικές συναλλαγές στην σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού και όχι στην σύμβαση δανείου του άρθρου 806ΑΚ. Στη συνέχεια προβαίνει στην υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις νομικές διατάξεις που εξέθεσε με τη μείζονα πρόταση του συλλογισμού και καταλήγει: «Συνεπώς, μεταξύ των διαδίκων υπογράφτηκε σύμβαση για χορήγηση εκ μέρους της εναγομένης προς τον ενάγοντα δανείων βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων προς εξυπηρέτηση αναγκών των γεωργικών δραστηριοτήτων του. Οι ως άνω συμβάσεις των βραχυπροθέσμων δανείων, που υπογράφηκαν μεταξύ των διαδίκων, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που δόθηκε σε αυτές, δεν διέπονται από τις διατάξεις του αλληλόχρεου λογαριασμού, αφού, καίτοι προβλέπουν ότι τα δάνεια θα παρακολουθούνται σε υπομερίδα του οφειλέτη µε τη μορφή του ανοικτού τρεχούμενου λογαριασμού, ουδέν όμως διαλαμβάνουν περί συμφωνίας των συμβαλλομένων ότι οι χρεοπιστώσεις θα χάνουν την αυτοτέλεια τους και ότι η αξίωση της τράπεζας θα γεννάται µόνο από το προκύπτον κατάλοιπο». Επομένως, το Εφετείο ορθώς με τις παραδοχές του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατέληξε στην εφαρμογή των διατάξεων περί σύμβασης δανείου του 806ΑΚ.

ΑΠ ΟΛ 4/2020: Στην προκειμένη περίπτωση, η πλήρης Ολομέλεια του ΑΠ αντιμετώπισε το ζήτημα της υποχρέωσης ή μη του πολιτικού δικαστηρίου να ακολουθήσει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου. Ο αναιρεσείων είχε κριθεί αμετακλήτως αθώος για το αποδιδόμενο σε αυτόν ποινικό αδίκημα, ωστόσο καταδικάστηκε από το πολιτικό δικαστήριο σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης στον αναιρεσίβλητο, ενώ τα πραγματικά περιστατικά αστικού και ποινικού αδικήματος ταυτίζονταν απόλυτα. Το σκεπτικό της απόφασης εκκίνησε από τη θέση ότι: «Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας-ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημιώσεως». Επ’αυτού δεν τίθεται ζήτημα της αρχής ne bis in idem, εφόσον ο χαρακτήρας της αποζημιώσεως δεν φέρει το χαρακτήρα της ποινής, αλλά της επανορθώσεως της αδίκως προκληθείσας ζημίας. Συνεχίζοντας επισημαίνει τη διαφορά ως προς τα αποδεικτικά μέσα και τη διαφορετική αποδεικτική τους δύναμη στην πολιτική και ποινική δίκη που συνεπάγονται το διαφορετικό βαθμό δικανικής πεποιθήσεως που απαιτείται για την κήρυξη ενός κατηγορουμένου ως ενόχου από το ποινικό δικαστήριο, δυνάμει και της εφαρμογής της θεμελιώδους αρχής in dubio pro reo, σε σχέση με την πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση που πρέπει να σχηματίσει το πολιτικό δικαστήριο. Η ΟλΑΠ συμπεραίνει ότι: «ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως». Έτσι: «δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών». Ωστόσο, καίτοι το πολιτικό δικαστήριο δε δεσμεύεται από την προηγηθείσα απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, η Ολομέλεια επισημαίνει ότι: «επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος».

ECHRCASE OF BALASKAS v. GREECE (Application no. 73087/17) : Πρόκειται για την υπόθεση κατά την οποία ο διευθυντής ενός γυμνασίου της χώρας δημοσίευσε στο προσωπικό του ιστολόγιο ένα άρθρο υπό τον τίτλο: «Το απόλυτο ψέμα είναι ένα: αυτό του Πολυτεχνείου το 1973», ανήμερα της ημέρας όπου μνημονεύεται η επέτειος της εξέργερσης του Πολυτεχνείου και τιμάται εως σχολική εορτή. Ο προσφεύγων, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο-απάντηση στον γυμνασιάρχη, υπό την τότε ιδιότητά του ως διευθυντής και αρχισυντάκτης της τοπικής εφημερίδος, στην οποία και δημοσιεύθηκε το άρθρο. Στο άρθρο αυτό, ο προσφεύγων απέδιδε στον γυμνασιάρχη ακροδεξιούς χαρακτηρισμούς και τον κατέτασσε ως φίλα προσκείμενο του προσφάτως πρωτοδίκως καταδικασθέντος πολιτικού κόμματος «Χρυσή Αυγή». Ο γυμνασιάρχης προέβη σε σχετική μήνυση κατά του προσφεύγοντος. Το πρωτοβάθμιο ελληνικό δικαστήριο έκρινε ένοχο τον προσφεύγοντα για προσβολή της τιμής και της υπόληψης του γυμνασιάρχη δια του Τύπου, ενώ και σε δεύτερο και αναιρετικό βαθμό κρίθηκε ότι ο προσφεύγων καταφερόταν με αξιολογικούς χαρακτηρισμούς κατά του γυμνασιάρχη περιττούς που θα μπορούσαν να εκφραστούν άλλως. Το ECHR, απεφάνθη ότι όντως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ -που αποτέλεσε και νομική βάση του αιτήματος του προσφεύγοντος στο ECHR- καθώς η ποινική καταδίκη του προσφεύγοντος με φυλάκιση θα μπορούσε να μην επιβληθεί. Το ECHR επισήμανε τα νομολογιακά κριτήρια στάθμισης του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης αφενός και του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής αφετέρου, τα οποία από ότι φαίνεται και από προηγούμενες σχετικές καταδίκες της Ελλάδας δεν εφαρμόζονται ως πρέπει. Ως προς την γλώσσα που χρησιμοποίησε ο δημοσιογράφος, το ECHR τη θεώρησε καυστική μεν, όχι προσβλητική ώστε να αποτελεί προσβολή επί προσωπικού για τον γυμνασιάρχη δε. Τέλος, κρίθηκε ότι ο γυμνασιάρχης, που φέρει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, από τη στιγμή που παραθέτει τις απόψεις του στο ιστολόγιο, εκτίθεται εν γνώσει του στην δημόσια κριτική των αποδεκτών του περιεχομένου του ιστολογίου και άρα και του δημοσιογράφου, ο οποίος κατ’επάγγελμα έχει το καθήκον ενημέρωσης για ένα θέμα δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτό που αποτέλεσε την όλη αυτή δικαστική διαμάχη. Τελικώς το ECHR, δικαιώνοντας τον προσφεύγοντα, επιδίκασε δυνάμει του άρθρου 41 ΕΣΔΑ περί δίκαιης ικανοποίησης τα ακόλουθα ποσά: 1.603,58 ευρώ για αποζημίωση, 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη  και 1.258,60 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.


 ΠΗΓΕΣ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Συμέλα Θεοδοσιάδου
Συμέλα Θεοδοσιάδου
Είναι απόφοιτη της Νομικής του ΑΠΘ και αυτό το διάστημα είναι ασκούμενη δικηγόρος. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.