19.9 C
Athens
Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαCancel culture και ελευθερία του λόγου: Μπορούν να συνυπάρξουν;

Cancel culture και ελευθερία του λόγου: Μπορούν να συνυπάρξουν;


Tης Μαρίας Μαλανδράκη,

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο κόσμος του διαδικτύου χάρισε στην ανθρωπότητα πρωτόγνωρες δυνατότητες μεταβάλλοντας συθέμελα καταστατικές συνθήκες και νόρμες των σύγχρονων κοινωνιών. Μέσα από τις φωτεινές οθόνες, βασικές έννοιες όπως απόσταση, χρόνος, ιδιωτικότητα, κοινωνικότητα και ταυτότητα επαναπροσδιορίστηκαν, δομώντας εκ νέου το σύγχρονο κόσμο και το άτομο. Ανάμεσα σε αυτές, η έννοια της ελευθερίας του λόγου, επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο, αφού στις κοινωνίες της προσβασιμότητας, ο καθένας μπορεί να εκφράσει την θέση του σχετικά με οτιδήποτε τον απασχολεί και να την κοινοποιήσει στον κυβερνοχώρο.

Η συγκεκριμένη ελευθερία φυσικά, δεν είναι απόλυτη, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, έχει γίνει συστηματικότερη η προσπάθεια των μέσων κοινωνικών δικτύωσης να θεσπίσουν ορισμένα όρια στην έκφραση των χρηστών τους προκειμένου να περιοριστούν φαινόμενα ρητορικής μίσους, προσβολής ευπαθών κοινωνικών ομάδων και εξύβρισης ανάμεσα στους χρήστες. Σε αυτό το κλίμα αναδύθηκε η λεγόμενη cancel culture (σε ελεύθερη μετάφραση: «κουλτούρα ακύρωσης»). Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά που φέρει η συγκεκριμένη κουλτούρα; Ποια είναι η επίδρασή της στο φαινόμενο του ρατσισμού και τι αντίκτυπο μπορεί να έχει τελικά στην ελευθερία του λόγου;

Με τον όρο cancel culture εννοείται μια πρακτική που έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια στον κόσμο του διαδικτύου και αφορά την «ακύρωση» -και πιο συγκεκριμένα την κατακραυγή- δημοσίων προσώπων ή εταιρειών στην περίπτωση που έκαναν ή αναφέρθηκαν σε κάτι, προσβάλλοντας ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Ενδεικτικά, κάποια από τα δημόσια πρόσωπα τα οποία βρέθηκαν στο επίκεντρο αυτής της πρακτικής ήταν η Ellen Degeneres (έπειτα από νύξεις υπαλλήλων του τηλεοπτικού της προγράμματος, οι οποίοι ισχυρίστηκαν πως η συμπεριφορά της παρουσιάστριας πίσω από τις κάμερες , δημιουργεί ένα τοξικό εργασιακό περιβάλλον), ο Shane Dawson (καθώς πολλά από τα βίντεο που είχε γυρίσει στο παρελθόν, προέβαλαν στερεότυπα ρατσιστικού χαρακτήρα), αλλά και η συγγραφέας της σειράς βιβλίων “Harry Potter” J.K. Rowling (λόγω τρανσβοφικών σχολίων της στο Τwitter).

Η συγκεκριμένη κουλτούρα-πρακτική κατακραυγής δεν αποτελεί φυσικά κάτι πρωτόγνωρο τόσο στο πλαίσιο των κοινωνιών όσο και στο κόσμο του διαδικτύου, στον οποίο κατά βάση αντανακλώνται κοινωνικές πρακτικές, παρόλα αυτά φέρει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, και αυτό αφορά την έμφαση που εκείνη δίνει στο πεδίο του λόγου. Ειδικότερα, την τελευταία δεκαετία τόσο στον κυβερνοχώρο, αλλά σταδιακά και στην άμεση καθημερινή επικοινωνία εκτός διαδικτύου, έχουν οριστεί κάποια «όρια» στην έκφραση, τα οποία στοχεύουν στην αποσάθρωση φυσικοποιημένων στερεοτύπων ρατσιστικού ή σεξιστικού χαρακτήρα. Σε αυτό το κλίμα, η λεγόμενη «κουλτούρα της ακύρωσης» στο διαδίκτυο φαίνεται να επιδίδεται ιδιαίτερα σε ένα «κυνήγι λέξεων» και εκφράσεων τέτοιου περιεχομένου. Σε ποιο βαθμό όμως η συγκεκριμένη πρακτική συμβάλλει πράγματι στην καταπολέμηση παγιωμένων στερεοτυπικών αντιλήψεων και του ρατσισμού; Τι σχέση μπορεί να έχει ο έλεγχος του λόγου στην καταπολέμηση αυτή;

Είναι αρκετά συνήθης η θέση σύμφωνα με την οποία, ο λόγος αυτός καθαυτός δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα εργαλείο επικοινωνίας μεταξύ των υποκειμένων. Με άλλα λόγια, η γλώσσα παρουσιάζεται ως ένα αντικείμενο προς χρήση, το οποίο είναι ανεξάρτητο από το υποκείμενο που το διαχειρίζεται, καθώς και από τις ιδέες που μπορεί το συγκεκριμένο υποκείμενο να φέρει. Παρά το γεγονός ότι σε ένα πρώτο επίπεδο ο συγκεκριμένος ισχυρισμός φαίνεται ορθολογικός, με μια πιο προσεκτική ματιά μπορεί κανείς να παρατηρήσει πως η γλώσσα του εκάστοτε έθνους-κράτους φέρει τόσο ιστορικά χαρακτηριστικά όσο και αποκρυσταλλωμένες αντιλήψεις. Ενδεικτικά μπορεί στην περίπτωση της ελληνικής γλώσσας να παρατηρήσει κανείς αυτή την διάσταση του λόγου μέσα από λαϊκές- καθημερινές εκφράσεις όπως «έγινε Τούρκος» (έκφραση-απομεινάρι από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, για να δηλώσουμε πως κάποιος θύμωσε πολύ), «να σου ζήσει» (ευχή που δίνουμε στην περίπτωση γέννησης ενός παιδιού, που αποτελεί υπόλειμμα μιας εποχής κατά την οποία ήταν αρκετά σύνηθες ένα παιδί να πεθάνει λόγω ασθενειών πριν συμπληρώσει πέντε χρόνια ζωής) ή «μην συμπεριφέρεσαι σαν γυναικούλα» (θέλοντας να δηλώσουμε την επιθυμία του να μην εκφράζει κάποιος αδυναμία, η έκφραση φανερώνει πως η αδυναμία δεν συνδέεται με τη αρρενωπότητα). Συνεπώς είναι φανερό, πως η γλώσσα δεν αποτελεί ένα απλό εργαλείο, αλλά βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με την ιστορία και τις αντιλήψεις μια κοινωνίας.

Σε αυτό το πλαίσιο η πρακτική ελέγχου του λόγου, η οποία αποτελεί βασικό μέλημα της κουλτούρας της ακύρωσης, ενδεχομένως να διαθέτει κάποια βάση, δημιουργείται όμως ο εξής προβληματισμός: Σε ποιο βαθμό αυτή η πρακτική βοηθάει πράγματι στην καταπολέμηση ρατσιστικών και σεξιστικών αντιλήψεων; Η απάντηση κρύβεται στις αιτίες οι οποίες γεννούν αυτές τις αντιλήψεις, οι οποίες κυοφορούνται από ένα σύνολο παραγόντων όπως η παιδεία του ατόμου, το οικογενειακό του περιβάλλον, τα κοινωνικά πρότυπα κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, παρά το γεγονός ότι η γλώσσα προβάλλει και φυσικοποιεί στερεοτυπικές αντιλήψεις, δεν αποτελεί την κατεξοχήν γενεσιουργό αιτία του ρατσισμού, συνεπώς, ο ασφυκτικός της έλεγχος στη βάση ενός φόβου για επερχόμενη κατακραυγή από μία λανθασμένη λεκτική διατύπωση, προσκρούει στην ελευθερία της έκφρασης. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειωθεί πως δεν αναφερόμαστε σε περιπτώσεις που κάποιος αναπτύσσει μια ρητορική μίσους, αλλά στις περιπτώσεις που η χρήση μιας λέξης ή ένα απλό συμβάν αποτελούν την αφορμή για να χαρακτηριστεί κάποιος ρατσιστής ή σεξιστής με αποτέλεσμα να δεχτεί ένα μεγάλο “κύμα” κατακραυγής στο διαδίκτυο.

(Φωτογραφία της Adele, για την οποία κατηγορήθηκε για cultural appropriation, δηλαδή την οικειοποίηση μιας ξένης κουλτούρας μέσω της αναπαραγωγής στερεοτυπικών χαρακτηριστικών της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αναπαραγωγή αυτή έγινε στα ενδυματολογικά στοιχεία)

Ως απόσταγμα των παραπάνω, παρά το γεγονός ότι στο πεδίο του λόγου αναπτύσσονται και φυσικοποιούνται αντιλήψεις στερεοτυπικού ή σεξιστικού χαρακτήρα, η εφαρμογή μιας πολιτικής ορθότητας που βασίζεται σε αυτούσιες λέξεις και εκφράσεις-ανεξαρτήτως αν το άτομο που τις χρησιμοποιεί, δεν έχει δώσει κανένα άλλο δικαίωμα για να χαρακτηριστεί σεξιστής ή ρατσιστής- και η μετέπειτα κατακραυγή του στον κυβερνοχώρο, όχι μόνο περιορίζει ασφυκτικά την ελευθερία έκφρασης, αλλά προσδίδει μια επικίνδυνα έντονη προσοχή στο πεδίο του λόγου, επισκιάζοντας τελικά τους πραγματικούς γενεσιουργούς παράγοντες τέτοιων αντιλήψεων.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Μαλανδράκη
Μαρία Μαλανδράκη
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ήδη από τα σχολικά της χρόνια είχε αναπτύξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην συγγραφή δοκιμιακών και λογοτεχνικών και κειμένων γνώμης. Πλέον ως σπουδάστρια κοινωνιολογίας ασχολείται ενεργά με την παρακολούθηση της εξέλιξης των επιστημονικών θεωριών στον κλάδο της καθώς και με τα νέο-εμφανισθέντα κοινωνικά προβλήματα στις δυτικές κοινωνίες. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται ενεργά με τον εθελοντισμό και τον αθλητισμό στο προ-ολυμπιακό άθλημα του Muay thai.