20.5 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΠροσφυγικό: μια επικαιροποιημένη κριτική προσέγγιση

Προσφυγικό: μια επικαιροποιημένη κριτική προσέγγιση


Της Δέσποινας Κάντα,

Το προσφυγικό ανέκαθεν ήταν ένα ζήτημα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Είναι η πρώτη φορά όμως που η Ευρώπη -και η Ελλάδα στην πρώτη γραμμή- ήρθε αντιμέτωπη με ένα τόσο μεγάλο κύμα μετακίνησης, κλήθηκε δε να το διαχειριστεί χωρίς να υπάρχει έτοιμο σχέδιο δράσης και υποδομές και μέσα σε στενά χρονικά περιθώρια. Ωστόσο, όπως όλα δείχνουν, η Ελλάδα έχει θέσει σημαντικούς στρατηγικούς στόχους, καθότι μετά τη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε την 15η Ιουλίου 2019, τόσο ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, όσο και ο απερχόμενος Ευρωπαίος επίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας, Δημήτρης Αβραμόπουλος στήριξαν το πλαίσιο της επερχόμενης χάραξης πολιτικής πάνω (1) στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, (2) την ενίσχυση των συνόρων, (3) την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου της χορήγησης ασύλου, (4) την εφαρμογή της κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας, (5) την ολοκλήρωση του κέντρου υποδοχής στη Σάμο και (6) την ενσωμάτωση κοινοτικών Οδηγιών για την πολιτική ασφάλειας.

Από τους παραπάνω έξι τομείς αξίζει να ξεχωρίσουμε αυτούς της ενίσχυσης των συνόρων και της εφαρμογής της κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας, η οποία έχει ως διττό στόχο την διαχείριση του μεταναστευτικού και την αποσυμφόρηση των νησιών. Αξίζει να σταθούμε εκεί, διότι είναι οι μοναδικοί δύο παράγοντες όπου η ελληνική πλευρά θα πρέπει να συνυπολογίσει τις κινήσεις της Τουρκίας. Η ιστορία έχει αποδείξει -δυστυχώς- πως οι εξ ανατολών γείτονες δεν είναι ένα πλήρως αξιόπιστο αντισυμβαλλόμενο μέρος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αναφορικά με το τεράστιο ζήτημα της διαχείρισης των προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη. Από την αρχή το προσφυγικό ζήτημα ήταν ένα φαινόμενο που λανθασμένα τοποθετήθηκε στον άξονα της επίλυσης ελληνοτουρκικών σχέσεων, αφού τα ελληνικά σύνορα αποτελούν ταυτόχρονα και ευρωπαϊκά σύνορα.

Το προσφυγικό ζήτημα επιβεβαιώνει το πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να διαδραματίζει η γεωγραφία καθώς η γειτονική χώρα εκμεταλλεύεται την αδυναμία φύλαξης όλης της, μεταξύ των χωρών μας, συνοριακής γραμμής (δύσβατα εδάφη, θαλάσσια σύνορα κλπ). Η φυσική γειτνίασή μας με την Τουρκία και οι μετέπειτα υπογραφείσες συμφωνίες (αφού επί της ουσίας η ελληνική πλευρά είναι δεσμευμένη ως χώρα υποδοχής να φιλοξενεί το πλήθος των ανθρώπινων ψυχών που απροκάλυπτα απειλεί ότι θα διοχετεύσει στην Ευρώπη ο Τούρκος Πρόεδρος), έχουν τοποθετήσει το προσφυγικό εκτός της ευρωπαϊκής ατζέντας, καθώς δεν απασχολεί ιδιαίτερα χώρες προορισμού των προσφύγων, όπως η Γερμανία και οι λοιπές βορειοευρωπαϊκές χώρες. Είναι πολιτική το να ιεραρχούνται προτεραιότητες στην ατζέντα, αλλά είναι επίσης πολιτική κάποια ζητήματα να διατηρούνται εκτός αυτής, ιδίως όταν ο στόχος δεν είναι ουσιαστικά η ανακούφιση των ευπαθών ομάδων, αλλά ο αποκλεισμός τους. Όπως δηλώνει ο διπλωματικός συντάκτης, T. Marshall στο βιβλίο του “Prisoners of Geography”, «είναι πια ώρα να ξαναβάλουμε το γεω- μπροστά από την πολιτική». Ως φαίνεται η ηθική πλευρά του παρόντος ζητήματος είναι δύσκολο να οριστεί, γι’ αυτό το λόγο ίσως θα ήταν καλύτερο να μιλήσουμε επί του πρακτέου.

Για αρχή είναι σημαντικό να αναγνωριστεί η πρόθεση και επιθυμία της αξιοποίησης του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, γνωστός και ως Frontex (Συμβούλιο Θεσσαλονίκης, 2003). Μέχρι σήμερα η Frontex λειτουργεί επί της ουσίας ως παρατηρητής και έχει σκοπό την αποτροπή της παράνομης μετακίνησης στην περιοχή της Μεσογείου. Σκοπός θα πρέπει να είναι όχι η δια της βίας επέμβαση και παρεμπόδιση των προσφύγων ώστε να φτάσουν στις ακτές ευρωπαϊκών εδαφών αφού έχουν ξεκινήσει το ταξίδι, αλλά η πρόληψη της αναχώρησης των σκαφών παράνομης διακίνησης από τα παράλια της χώρας από όπου προέρχονται. Κάτι τέτοιο θα ήταν φυσικά δύσκολο να γίνει σε συνεργασία με την τουρκική ακτοφυλακή, αφού όχι απλά διευκολύνουν τους διακινητές αλλά απειλούν και ανοιχτά την ΕΕ με το προσφυγικό ζήτημα. Είναι σημαντικό το ότι ενώ υπάρχει σαφής διαχωρισμός των εννοιών του «πρόσφυγα» και του «μετανάστη», δεν γίνεται ιδιαίτερος και σαφής διαχωρισμός ως προς τη χάραξη πολιτικής που αφορά αποκλειστικά τους πρόσφυγες.

«Πρόσφυγας», όπως προβλέπεται από τη Σύμβαση της Γενεύης (1951) για το Καθεστώς των Προσφύγων και το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης (1967) ορίζεται «παν πρόσωπο όπερ συνεπεία γεγονότων επελθόντων προ της 1ης Ιανουαρίου 1951 και δε δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης, ή εάν μη έχον υπηκοότητα τινά και ευρισκόμενον συνεπεία τοιούτων γεγονότων εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους αυτού διαμονής, δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να επιστρέψη εις ταύτην».

Θα μπορούσε κανείς να αναζητήσει ίσως λύσεις που θα ανταποκρίνονταν καλύτερα στο πρόβλημα της διαχείρισης των προσφύγων, αν αντί για τις Συνθήκες που ισχύουν για το κοινό μεταναστευτικό πρόβλημα, λάμβανε υπ’όψιν το ότι αφορά δύο παρόμοιες ομάδες πληθυσμού με τελείως διαφορετικούς λόγους/κίνητρα μετακίνησης. Ως προς αυτό, η ΕΕ θα έπρεπε ενδεχομένως να εξετάζει τις αιτήσεις των προσφύγων όχι υπό τις προϋποθέσεις που ισχύουν σύμφωνα με τη στενή έννοια του όρου «μετανάστης», αποκλείοντας τους σε μια χώρα υποδοχής όπου και οι ίδιοι δεν επιθυμούν να παραμείνουν, αλλά αντιλαμβανόμενη το ότι τα κράτη-μέλη της οφείλουν να αντιμετωπίσουν το προσφυγικό υπό τις αρχές της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Πρέπει να σταματήσουμε ως Ευρώπη να κινούμαστε θεωρητικά προς την κατεύθυνση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και να περάσουμε στην εποχή του ουσιαστικού σεβασμού μας προς αυτά. Πρόσφυγες (και μετανάστες) δεν είναι άνθρωποι “δεύτερης” κατηγορίας. Ούτε η τουρκική πλευρά μπορεί να τους αντιμετωπίζει σαν «διαπραγματευτικό όπλο», ούτε η ευρωπαϊκή να δέχεται επιλεκτικά -και εφόσον πληρούν ορισμένα κριτήρια- αιτήσεις για μετακίνηση τους σε άλλες χώρες τη στιγμή που οι χώρες υποδοχής είναι δεσμευμένες βάσει Συμφώνων να τους δέχονται όλους. Σχολιάζοντας μάλιστα το αντιφατικό της υπόθεσης αξίζει να ερευνήσει κανείς το χάσμα λογικής μεταξύ των δράσεων της Frontex και των Συνθηκών του Δουβλίνου. Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν, ποιός πραγματικά είναι ο στόχος μας σχετικά με τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος.

Αξίζει να τονιστεί επίσης, πως για κάποιους πρόσφυγες η μετακίνηση συνοδεύεται από τεράστια, ανθρωπιστικής και κοινωνιολογικής φύσεως, προβλήματα, τα οποία προστίθενται στο μακροσκελή κατάλογο παθών εκείνων που εκδιώχθηκαν από τη πατρίδα τους και αναζήτησαν ένα μέλλον στα ευρωπαϊκά εδάφη. Έχει εκτεθεί πολλάκις το ζήτημα της εμπορίας οργάνων, της σεξουαλικής κακοποίησης, της εκπόρνευσης γυναικών, ανδρών και παιδιών κατά τη διάρκεια παραμονής τους στις χώρες από όπου αναχωρούν, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και της παραμονής τους στις χώρες υποδοχής. Μάλιστα, με τη μεταφορά μιας μερίδας πληθυσμού των προσφύγων από τα νησιά στο Πεδίο του Άρεως, πολλές ΜΚΟ και άνθρωποι που έχουν συνεχή τριβή με το αντικείμενο εξέφρασαν σοβαρές αντιρρήσεις για την επιλογή της τοποθεσίας. Οφείλοντας να μπορούμε να βλέπουμε πίσω από τις μελέτες, πίσω από τα νούμερα και τις εξισώσεις, χρειαζόμαστε μια πολιτική που θα καλύψει το προσφυγικό σε όλη την έκτασή του.

Όσον αφορά στην κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας, τρία χρόνια μετά την υπογραφή της, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι η δεύτερη σε μεγαλύτερες ροές δίοδος από την Μεσόγειο, χωρίς καν οι ροές που φτάνουν από τον Έβρο να συμπεριλαμβάνονται στην εν λόγω συμφωνία. Κάνοντας χρήση της κοινής Δήλωσης, επέστρεψε στην Τουρκία ένας μικρός αριθμός μεταναστών, ο οποίος μπροστά στις σαφώς μειωμένες –αλλά ακόμα καθημερινές ροές, δεν είναι αρκετός για να αποσυμφορήσει την κατάσταση στα ελληνικά νησιά. Το πρόβλημα δεν είναι η οικονομική ενίσχυση αλλά το πλήθος των προσφύγων που συνεχώς καταφθάνει και προστίθεται στον ήδη υπάρχοντα πληθυσμό. Η ΕΕ ίσως θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο ενός κοινού συστήματος αίτησης χορήγησης ασύλου, μιας και αφενός σημαντικό μέρος του πληθυσμού των προσφύγων επιθυμεί τη μετακίνησή του σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και αφετέρου διότι είναι αδύνατο μια χώρα όπως η Ελλάδα, ελλείψει  υποδομών, να διαχειριστεί τόσο τεράστιο όγκο αιτήσεων ανά έτος. Σήμερα θα ήταν αδύνατο η χώρα μας να δεχτεί τον όγκο των προσφυγικών ροών που δέχτηκε το 2015 με το δεδομένο των κλειστών συνόρων της Γερμανίας και την ισχύ της συμφωνίας Αθήνας-Βερολίνου για επιστροφή των προσφύγων που δεν διαθέτουν νομικά έγγραφα στην πρώτη χώρα εισόδου στην ΕΕ, δηλαδή στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις, στην Ελλάδα. Γι αυτό το λόγο, λοιπόν, και επειδή οι χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία είναι πλήρως προστατευμένες από άποψη τόσο γεωγραφικών συνόρων και γειτονίας, όσο και υπογραφής Συνθηκών, η επαναδιαπραγμάτευση του προσφυγικού ζητήματος θα έπρεπε να επιστρέψει στη βάση των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας και όχι να μετατοπίζεται συνεχώς το κέντρο βάρους προς τις χώρες υποδοχής (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία).

Από την άλλη πλευρά, οι σχέσεις καλής γειτονίας και το χαμηλό προφίλ, εκτός των άλλων και στο προσφυγικό ζήτημα, φαίνεται να είναι θέματα που δεν εντάσσονται στη σφαίρα ενδιαφέροντος της Τουρκίας, καθώς έχει στρέψει την πλήρη προσοχή της στο ενεργειακό παιχνίδι και τα κυπριακά θαλάσσια οικόπεδα. Με το όνειρο της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ να απομακρύνεται όλο και περισσότερο, αλλά και τις διαθέσεις της τουρκικής πλευράς να είναι ξεκάθαρες, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αισιοδοξεί ελπίζοντας σε μια υποχώρηση. Το ζήτημα είναι αν η Ευρώπη, ως Ένωση και όχι ως παρατηρητής των κινήσεων της Ελλάδας, θα λάβει δραστικά μέτρα για να περιορίσει τις -σε σημείο αλαζονείας- κινήσεις της Τουρκίας ή αν θα συνεχίσει να δέχεται τόσο την πολιτική -με όρους αθέμιτου ανταγωνισμού- που ακολουθεί, όσο και την εξαιρετικά υποτιμητική -και εσκεμμένα διατηρητέα- προκλητική στάσης της. Η πρόκληση της εθνικής κυβερνητικής πολιτικής είναι η εξισορρόπηση των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ για το προσφυγικό ζήτημα, αλλά και η υλοποίηση των σωστών αποφάσεων στο πιο σημαντικό τομέα της διαχείρισης: αυτόν της ανθρώπινης ζωής.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δέσποινα Κάντα
Δέσποινα Κάντα
Είναι πολιτικός επιστήμονας, απόφοιτη του Πανεπιστημίου Κρήτης. Έχει ολοκληρώσει τις μεταπτυχιακές σπουδές της στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και Ολικής Ποιότητας με Διεθνή Προσανατολισμό (MBA TQM Int.), του Πανεπιστημίου Πειραιά και το πρόγραμμα MA in Governance, του European Public Law Organization (EPLO), ως υπότροφη του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων ΕΟΠΕ-HAPSc. Εργάζεται σε διοικητικές θέσεις και ως εξωτερικός συνεργάτης σε γραφεία συναφούς αντικειμένου των σπουδών της, με κύρια αντικείμενα το project management και το digital marketing. Στα άμεσα σχέδια της είναι η εκπόνηση ενός διδακτορικού και η ανάπτυξη του δικτύου συνεργατών της.