20.1 C
Athens
Πέμπτη, 29 Μαΐου, 2025
ΑρχικήΙστορίαΗ ρήξη Tito - Stalin και οι συνέπειες αυτής στα ψυχροπολεμικά Βαλκάνια

Η ρήξη Tito – Stalin και οι συνέπειες αυτής στα ψυχροπολεμικά Βαλκάνια


Του Ραφαήλ Ιωαννίδη,

Την επαύριο της λήξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945), ο πλανήτης χωρίστηκε σε δύο μεγάλα στρατόπεδα (μπλοκ, όπως καθιερώθηκε να ονομάζονται μετέπειτα). Επικεφαλής αυτών ήταν οι δύο εκείνες χώρες, που εξερχόμενες του πολέμου, κατόρθωσαν να διατηρήσουν, περισσότερο από οποιεσδήποτε άλλες, τη δυναμική τους, παρά τα ισχυρά πλήγματα που είχαν δεχθεί. Αυτές δεν ήταν άλλες από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (Η.Π.Α.) και την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (Ε.Σ.Σ.Δ.) με καθεμία να δημιουργεί στο νέο διπολικό διεθνές σύστημα, που αναδύθηκε μεταπολεμικά, το δικό της μπλοκ, στο οποίο και εντάχθηκαν οι σύμμαχοι της.

Όσον αφορά, λοιπόν, την Ε.Σ.Σ.Δ., στην ηγεσία της οποίας τότε βρισκόταν ο Joseph Stalin, μία από τις στενότερες συμμάχους της, ήδη από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου, αλλά και εν συνεχεία κατά τα πρώτα έτη μετά τη λήξη αυτού, υπήρξε η Γιουγκοσλαβία. Ο ηγέτης αυτής, Josip Broz Tito, ωστόσο, από πολύ νωρίς, επιδίωξε να επιβάλει τους δικούς του όρους στις σχέσεις της χώρας του με την σοβιετική υπερδύναμη, διεκδικώντας πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια και μη διστάζοντας να έρθει σε ευθεία ρήξη με τον ίδιο τον Stalin. Το γεγονός αυτό, μάλιστα, έμελλε να επηρεάσει δραστικά ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο, τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια της περιόδου εκείνης που έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως «Ψυχρός Πόλεμος» (1945-1991).

Η πολιτική ηγεμονισμού του Tito και η ρήξη του με τον Stalin

Εκείνο που στην πραγματικότητα επιθυμούσε να επιτύχει μεταπολεμικά ο Tito ήταν να επιβάλει έναν γιουγκοσλαβικό ηγεμονισμό στα Βαλκάνια, να δημιουργήσει δηλαδή, τρόπον τινά, έναν δεύτερο κομμουνιστικό πόλο, παράλληλα με εκείνον της Σοβιετικής Ένωσης. Φιλοδοξούσε, με άλλα λόγια, να καταστεί ένας «μικρός Stalin» και αυτό ήταν κάτι που εξόργιζε τον Σοβιετικό ηγέτη.

Αρχικά, πρέπει να διασαφηνιστεί ότι η αντιπαράθεση των δύο κομμουνιστών ηγετών ξεκίνησε πριν ακόμη ολοκληρωθεί ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Τότε, που ο Stalin και ο Churchill συναντήθηκαν στη Μόσχα, τον Οκτώβριο του 1944, και κατέληξαν στην περίφημη «Συμφωνία των Ποσοστών», σχετικά με την μεταπολεμική κατανομή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε σφαίρες επιρροής. Για τη Γιουγκοσλαβία, συγκεκριμένα, η απόφαση που είχε ληφθεί ήταν να υπάρχει επιρροή 50% για τη Σοβιετική Ένωση και 50% για τη Μεγάλη Βρετανία. Όταν, όμως, ο Tito πληροφορήθηκε το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας εξοργίστηκε και διαμήνυσε στον Σοβιετικό ηγέτη ότι η χώρα του δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιείται από εκείνον ως διαπραγματευτικό χαρτί και πως επ’ ουδενί δεν θα γινόταν πιόνι στους πάσης φύσεως σοβιετικούς σχεδιασμούς.

Η ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία, όπως την οραματιζόταν ο Tito πριν τη ρήξη με τον Stalin. Πηγή εικόνας: sarajevotimes.com

Το γεγονός αυτό αποτέλεσε και την πρώτη ρωγμή στις σχέσεις των δύο ανδρών, όμως η μεταξύ τους αντιπαράθεση θα συνεχιζόταν και θα κλιμακωνόταν. Σε αυτό, άλλωστε, συνέβαλαν οι διεκδικήσεις που πρόβαλε η Γιουγκοσλαβία, αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, επί των εδαφών μίας σειράς άλλων κρατών, όπως η Ιταλία, η Αλβανία, η Ουγγαρία και η Αυστρία. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτέλεσε η Τεργέστη, την οποία είχαν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου καταλάβει οι παρτιζάνοι (αντάρτες) του Tito τον Μάιο του 1945 και ως εκ τούτου ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης διεκδικούσε την προσάρτηση της (με το ενδιαφέρον του να εστιάζεται ιδιαιτέρως στον έλεγχο του λιμανιού αυτής). Εν τέλει, η πόλη χωρίστηκε σε δύο ζώνες ελέγχου, μία υπό γιουγκοσλαβική και μία υπό αγγλοαμερικανική διοίκηση, δίχως έτσι να ικανοποιούνται πλήρως οι γιουγκοσλαβικές βλέψεις.

Ένα άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα ήταν εκείνο της Αλβανίας του επίσης κομμουνιστή ηγέτη Enver Hoxha, η οποία κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια βρέθηκε να τελεί υπό άμεση γιουγκοσλαβική εξάρτηση. Αυτό, βεβαίως, δεν ήταν τυχαίο, καθώς η γεωγραφική θέση της Αλβανίας θεωρούνταν εξέχουσας σημασίας για την ασφάλεια της Γιουγκοσλαβίας και ο Tito επιδίωκε διαρκώς να αναμειγνύεται στα ζητήματα της γειτονικής του χώρας, ώστε να επηρεάζει τις εξελίξεις προς όφελος του. Αποκορύφωμα αυτής της ανάμειξης υπήρξε η αποστολή μίας γιουγκοσλαβικής μεραρχίας στην Αλβανία στα τέλη του 1947, με επικαλούμενο σκοπό την άμυνα της χώρας από τον κίνδυνο ενδεχόμενης εισβολής σε αυτήν του ελληνικού εθνικού στρατού, που την εποχή εκείνη βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο με τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (Δ.Σ.Ε.). Ο παρεμβατισμός αυτός, όπως ήταν φυσικό, δυσαρέστησε τον Hoxha και τον οδήγησε να αναζητήσει (πολιτική αλλά και οικονομική) υποστήριξη από την Σοβιετική Ένωση και τον Stalin, προκειμένου να αντισταθμίσει την ολοένα αυξανόμενη γιουγκοσλαβική διείσδυση στη χώρα του.

Μία εξίσου σημαντική έκφανση της πολιτικής ηγεμονισμού του Tito και κατ’ επέκταση αιτία της ρήξης του με τον Stalin υπήρξε και η στάση του στο λεγόμενο «Μακεδονικό ζήτημα». Εδώ είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι η Γιουγκοσλαβία ήταν ένα ομοσπονδιακό κράτος, αποτελούμενο από έξι «λαϊκές δημοκρατίες»: Τη Σερβία, την Κροατία, τη Σλοβενία, το Μαυροβούνιο, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και τη Μακεδονία. Ως προς την τελευταία, ιστορικά εδάφη αυτής βρίσκονταν, πλην της Γιουγκοσλαβίας, στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία.

Έτσι, από πολύ νωρίς ο Tito, παρατηρώντας τις μεταπολεμικές εξελίξεις στη Βαλκανική χερσόνησο, ιδιαίτερα όσον αφορά τον ελληνικό εμφύλιο που είχε ξεσπάσει το 1946, ξεκίνησε να σχεδιάζει, από κοινού με τη Βουλγαρία, την ίδρυση μίας νοτιοσλαβικής ομοσπονδίας, στην οποία και θα εντασσόταν το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας. Ο ίδιος, ωστόσο, διατηρούσε βλέψεις και επί της ελληνικής Μακεδονίας, ειδικά από τη στιγμή που κατά τα πρώτα χρόνια του ελληνικού εμφυλίου μία νίκη του Δ.Σ.Ε., που απολάμβανε ακόμη τότε της γιουγκοσλαβικής στρατιωτικής υποστήριξης, φαινόταν αρκετά πιθανή. Άλλωστε, την εποχή εκείνη ήταν διαδεδομένη στους κόλπους του ΝΟΦ (Narodno Osloboditelen Front – Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο: αυτονομιστική οργάνωση Σλαβομακεδόνων που πολεμούσε στο πλευρό του Δ.Σ.Ε.) η φιλογιουγκοσλαβική άποψη ότι η λύση για το «Μακεδονικό» ήταν η συνένωση του «μακεδονικού λαού» εντός της Γιουγκοσλαβίας. Ο στόχος του Tito, λοιπόν, ήταν και τα εδάφη αυτά να ενσωματώνονταν στη λεγόμενη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Το λογότυπο της Κομινφόρμ μετά την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας (η γιουγκοσλαβική σημαία απουσιάζει). Πηγή εικόνας: el.wikipedia.org

Εν τω μεταξύ, ο Stalin εξαρχής παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις και φρόντιζε σε κάθε ευκαιρία να δείχνει τη δυσαρέσκεια του έναντι των τιτοϊκών κινήσεων, τις οποίες δεν έβλεπε με καλό μάτι. Η σταγόνα, όμως, που ξεχείλισε το ποτήρι και οδήγησε στη δυναμική και άμεση παρέμβαση του Σοβιετικού ηγέτη ήταν η δήλωση του Βούλγαρου κομμουνιστή ηγέτη Georgi Dimitrov, τον Ιανουάριο του 1948, σχετικά με τη δημιουργία μίας ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας ανατολικών ευρωπαϊκών χωρών, όπου θα μπορούσε να ενταχθεί και η «Λαϊκή Δημοκρατία της Ελλάδας». Η δήλωση αυτή, που θεωρήθηκε ότι έγινε κατόπιν συνεννόησης με τον Tito, δήλωνε μία έκδηλη απόπειρα μείωσης της σοβιετικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη και ταυτόχρονα ενίσχυσης της αντίστοιχης γιουγκοσλαβικής. Αυτό, όμως, δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να ανεχθεί ο Stalin κι έτσι συγκάλεσε σοβιετο-βουλγαρο-γιουγκοσλαβική συνάντηση στο Κρεμλίνο, στις 10 Φεβρουαρίου 1948, όπου και άσκησε οξεία κριτική στους δύο εταίρους του, απαιτώντας εξηγήσεις. Ο ίδιος ο Tito, διαισθανόμενος την αποδοκιμασία του Stalin, δεν παραβρέθηκε καν στην εν λόγω συνάντηση. Η διένεξη Ε.Σ.Σ.Δ. – Γιουγκοσλαβίας ήταν πλέον επίσημη και θα κορυφωνόταν με την αποπομπή της τελευταίας από την Κομινφόρμ (τη μεγάλη κεντρική οργάνωση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος μεταξύ 1947 και 1956) λίγους μήνες αργότερα, στις 28 Ιουνίου 1948.

Η επόμενη ημέρα στα Βαλκάνια

Την επαύριο της ρήξης Tito – Stalin τα Βαλκάνια δεν ήταν πλέον ίδια. Πρώτη από όλους η Βουλγαρία, που μέχρι τότε συνεργαζόταν στενά με τη Γιουγκοσλαβία, πραγματοποίησε ολική μεταστροφή, ευθυγραμμιζόμενη πλήρως πλέον με την πολιτική της Κομινφόρμ. Ο Dimitrov κατήγγειλε τα σύμφωνα φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας που είχε υπογράψει πρωτύτερα με τον Tito, διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με το Βελιγράδι, ανέστειλε την πολιτική «μακεδονοποίησης» στο βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας και καταδίκασε τη «βίαιη αποβουλγαροποίηση του πληθυσμού στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία», θέτοντας έτσι ζητήματα προστασίας των δικαιωμάτων της εκεί «βουλγαρικής μειονότητας».

Επιπρόσθετα, η Αλβανία του Hoxha διέγνωσε στη σοβιετογιουγκοσλαβική ρήξη μία ιστορική ευκαιρία, ώστε να αποδεσμευτεί από την ασφυκτική γιουγκοσλαβική εξάρτηση. Έτσι, ο Αλβανός ηγέτης δεν δίστασε να αποκαλέσει τον Tito προδότη του σοσιαλισμού, να καταγγείλει όλες τις προηγούμενες συμφωνίες με το Βελιγράδι και να θέσει στους Σοβιετικούς ακόμη και ζήτημα διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και ένωσης του Κοσόβου και των αλβανόφωνων περιοχών της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας και του Μαυροβουνίου με την Αλβανία.

Διαδηλωτές κρατούν πορτρέτα των Stalin και Tito κατά τη διάρκεια ειρηνικής πορείας (Πρωτομαγιά 1946). Πηγή εικόνας: el.wikipedia.org

Ως προς την Ελλάδα, τέλος, η ηγεσία του Δ.Σ.Ε., προεξάρχοντος του Γενικού Γραμματέα του Κ.Κ.Ε., Νίκου Ζαχαριάδη, επίσης τάχθηκε υπέρ του Stalin, επιδιώκοντας έτσι να καταστεί μέλος της Κομινφόρμ. Το αποτέλεσμα ήταν ο Tito να προχωρήσει άμεσα στη σταδιακή μείωση και εν τέλει διακοπή της παρεχόμενης βοήθειας (έμψυχο δυναμικό, πολεμικό υλικό) προς τους εκεί αντάρτες, καθώς και στο επίσημο κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων, στις 10 Ιουλίου 1949, γεγονός το οποίο έπληξε αποφασιστικά τις δυνατότητες του Δ.Σ.Ε. και οπωσδήποτε επηρέασε την τελική έκβαση του ελληνικού εμφυλίου.

Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν η Γιουγκοσλαβία, κατά το υπόλοιπο της ζωής της μέχρι και τη διάλυση της στις αρχές της δεκαετίας του 1990, να χαράξει τη δική της αυτόνομη πορεία ως σοσιαλιστικό κράτος, απεξαρτημένη πλέον από την επιρροή της Ε.Σ.Σ.Δ. και των δορυφόρων της. Μάλιστα, η πορεία αυτή θα την οδηγούσε μερικά χρόνια αργότερα (1961) να πρωταγωνιστήσει, μαζί με κάποιες άλλες χώρες (Αίγυπτος, Ινδία) στην ίδρυση του περίφημου «Κινήματος των Αδέσμευτων Κρατών», το οποίο και έμελλε να αποτελέσει έναν άτυπο τρίτο πόλο μεταξύ των δύο πανίσχυρων μπλοκ της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου.


ENΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Σπυρίδων Σφέτας (2011), Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία – Τόμος Β’, Θεσσαλονίκη: εκδ. Βάνας
  • Γιατί ο Τίτο της Γιουγκοσλαβίας απέσυρε την βοήθεια που απέσυρε την βοήθεια που παρείχε στους Έλληνες αντάρτες: Η ρήξη με τον Στάλιν, mixanitouxronou.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Josip Broz Tito: The Man Who Was Too Tough for Stalin, thecollector.com, διαθέσιμο εδώ 
  • Τhe Yugoslav -Soviet split- Stalin against Tito, historyatelier.com, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ραφαήλ Ιωαννίδης
Ραφαήλ Ιωαννίδης
Γεννήθηκε το 1997 στη Θεσσαλονίκη και κατάγεται από το Κιλκίς. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας (με ειδίκευση στην Ιστορία) της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ επιπλέον είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στη Στρατηγική και τη Διεθνή Πολιτική από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Στα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνονται η μελέτη της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, καθώς και θεμάτων Ευρωπαϊκής Πολιτικής. Είναι, επίσης, λάτρης των λογοτεχνικών βιβλίων, του μπάσκετ και των ταξιδιών.