Της Ελένης Μήτσιου,
Η εξέλιξη των βιοεπιστημών, και ιδιαιτέρως της μικροβιολογίας, μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα πως τόσο το εξωτερικό περιβάλλον, όσο και εμείς οι ίδιοι αποικιζόμαστε από μία πληθώρα μικροβίων. Μάλιστα, ο ανθρώπινος οργανισμός «συμβιώνει» και «αμύνεται» έναντι των μικροβίων τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικά, ως μια διαρκής προσπάθεια αρμονικής συμβίωσης και διασφάλισης της απαιτούμενης λειτουργικής ισορροπίας.
Επιπλέον, ένα από τα ευρύτερα γνωστά συστήματα, το οποίο αποικείται από πολυάριθμα μικρόβια, δεν είναι άλλο από το γαστρεντερικό. Οι πρώτες έρευνες σχετικά με το εντερικό μικροβίωμα τοποθετούνται χρονικά στη δεκαετία του 1840, με «ηγέτη» τον Theodor Escherich (1857–1911), πρωτοπόρο της παιδιατρικής λοιμωξιολογίας. Ακόμη, καθόλου τυχαία δεν είναι η σύνδεση του ονόματός του με το πασίγνωστο εντεροβακτηρίδιο “Escherichia coli”, καθώς η έρευνά του αποκάλυψε πως φυσιολογική θέση του προαναφερθέντος μικροοργανισμού αποτελεί το κατώτερο γαστρεντερικό σύστημα των ανθρώπων και των θερμόαιμων ζώων, γενικότερα.

Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός των μικροβίων ως επιβλαβή ή ωφέλιμα για τη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού σχετίζεται με πολυάριθμες παραμέτρους μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο αριθμός, το είδος και η εντόπισή τους. Με τον όρο δυσβίωση αναφερόμαστε σε μία κατάσταση ανισορροπίας των μικροοργανισμών που αποικούν στο σώμα μας. Συνεπώς, σε περίπτωση εντοπισμού της στο γαστρεντερικό σύστημα, αναφερόμαστε στην εντερική δυσβίωση, η οποία θα μας απασχολήσει στο προκείμενο άρθρο.
Γενικές πληροφορίες για την εντερική δυσβίωση
Επομένως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες παρατηρείται έλλειψη της φυσιολογικής ποικιλομορφίας ή της ισορροπίας του μικροβιώματος, είναι εξαιρετικά πιθανό να κυριαρχήσει μία ή περισσότερες ομάδες μικροβίων, οι οποίες φυσιολογικά θα έπρεπε να εκλείπουν ή να εμφανίζονται σε μικρότερο βαθμό. Έτσι, η δυσβίωση καθιστά τον οργανισμό επιρρεπέστερο σε λοιμώξεις, εξαιτίας μικροοργανισμών οι οποίοι απαντώνται είτε στο εσωτερικό είτε εξωτερικά του σώματος. Ακόμη, η ανισορροπία, που παρατηρείται στην κατηγορία των επωφελών μικροβίων που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι φυσιολογικών διαδικασιών, δύναται να οδηγήσει σε παρεμπόδιση της πραγματοποίησής τους.
Κατ’ επέκταση, εστιάζοντας στα προβλήματα, που προκύπτουν λόγω της εντερικής δυσβίωσης, η λίστα των γαστρεντερολογικών παθήσεων παρουσιάζεται εξαιρετικά εκτενής. Αρχικώς, οι βακτηριακές λοιμώξεις δε θα μπορούσαν να απουσιάζουν, με το Clostridium Difficile και το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού (H. Pylori) να συγκαταλέγονται στους πιθανούς «υπεύθυνους». Εν συνεχεία, η βακτηριακή υπερανάπτυξη του λεπτού εντέρου (SIBO), φλεγμονώδεις καταστάσεις των εντέρων, όπως η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος του Crohn, αλλά και γενικευμένες γαστρεντερικές διαταραχές, όπως διάρροια, δυσκοιλιότητα και αέρια, επίσης, ενδέχεται να προκύψουν εξαιτίας της ανισορροπίας.
Συσχέτιση με άλλες παθολογικές καταστάσεις
Δυστυχώς, η εντερική δυσβίωση δεν αφορά αποκλειστικά το γαστρεντερικό. Όπως είναι γνωστό, τα επιμέρους συστήματα του ανθρώπινου οργανισμού αλληλεπιδρούν, με αποτέλεσμα, η κατάσταση του ενός επηρεάζει τη λειτουργία του άλλου. Συγκεκριμένα, η μικροβιακή ανισορροπία στο γαστρεντερικό δύναται να επηρεάσει το νευρικό, το ενδοκρινικό και το ανοσοποιητικό σύστημα.
Επιπλέον, οι θεράποντες ιατροί αξίζει να λαμβάνουν υπόψη τους τη σύνδεση μεταξύ της εντερικής δυσβίωσης με διάφορες παθολογίες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο υποσιτισμός, οι δυσανεξίες, η δυσαπορρόφηση θρεπτικών συστατικών, το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS), το μεταβολικό σύνδρομο, η χρόνια κόπωση, η αθηροσκλήρωση, ακόμη και διαταραχές της διάθεσης.
Συμπτώματα και αίτια
Όπως σε κάθε παθολογική κατάσταση, έτσι και στην εν λόγω περίπτωση, ένα σύνολο συμπτωμάτων μαρτυρούν την ύπαρξή της. Συγκεκριμένα, η λίστα περιλαμβάνει τον τυμπανισμό (φούσκωμα), τον μετεωρισμό (συσσώρευση αερίων), τη ναυτία, τη διάρροια αλλά και τη δυσκοιλιότητα. Η συμπτωματολογία μπορεί να επεκταθεί και στα υπόλοιπα συστήματα, ωστόσο, η συσχέτιση καθίσταται δυσκολότερη. Ενδεικτικές περιπτώσεις αποτελούν οι αλλαγές στη διάθεση του ασθενούς ή στο σωματικό βάρος.
Περνώντας στην αιτιολογία, αν και το εντερικό μικροβίωμα παρουσιάζεται εξαιρετικά ανθεκτικό και προσαρμοστικό, ορισμένοι παράγοντες ανατρέπουν την εύρυθμη και αναγκαία ποικιλομορφία του, καθιερώνοντας μια νέα δυσχερέστερη και δυσλειτουργικότερη μορφή της. Αρχικά, οι φαρμακευτικές αγωγές, το κάπνισμα και η κατάχρηση αλκοόλ δύνανται να οδηγούν στην προαναφερθείσα ανισορροπία. Επιπλέον, η διατροφή του ασθενούς, αλλά και περιβαλλοντικές τοξίνες παρουσιάζουν συσχέτιση με τη δυσβίωση. Τέλος, από τη λίστα των αιτιών δε θα μπορούσε να απουσιάζει το σωματικό και το ψυχολογικό στρες, η χρόνια φλεγμονή και διάφορα, επίσης, χρόνια νοσήματα.

Διάγνωση και αντιμετώπιση
Με στόχο τη διάγνωση των λοιμώξεων που προέκυψαν, εξαιτίας της δυσβίωσης, χρησιμοποιούνται κατάλληλες μικροβιολογικές εξετάσεις. Για την πραγματοποίησή τους συνήθως απαιτείται κάποιο βιολογικό δείγμα, όπως αίμα, ούρα ή κόπρανα. Ακόμη, μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πληροφορία αποτελεί το γεγονός πως ειδική εξέταση δύναται να εντοπίσει ή να αποκλείσει την παρουσία εντερικής δυσβίωσης μέσω τεστ αναπνοής, το οποίο θα αποκαλύψει μερικές από τις κατηγορίες μικροοργανισμών οι οποίες αποικούν στο γαστρεντερικό του ασθενούς!
Σε περίπτωση θετικής διάγνωσης, η θεραπεία θα προσαρμοστεί σύμφωνα με τα αίτια που οδήγησαν στην εμφάνιση της παθολογίας. Εάν η εντερική δυσβίωση οφείλεται στην ύπαρξη μιας υποκείμενης πάθησης, η δεύτερη, θα πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο και να αντιμετωπιστεί. Αντιθέτως, εάν η αιτία κρύβεται στο περιβάλλον του ασθενούς και στις συνήθειές του, τότε χρειάζεται να προσαρμοστούν οι συγκεκριμένες καταστάσεις που οδήγησαν στην ανισορροπία. Ωστόσο, τα δεδομένα αποδεικνύουν πως, ανεξαρτήτως, της αιτιολογίας εμφάνισής του νοσήματος, οι παραπάνω προσαρμογές θα ωφελήσουν τον ασθενή.
Συνεχίζοντας, στους πάσχοντες από λοιμώξεις ή βακτηριακή υπερανάπτυξη, ως πρώτο βήμα της θεραπείας τους, θα συνταγογραφηθεί κατάλληλη αντιβιοτική, αντιμυκητιακή ή αντιιική αγωγή. Παρόλα αυτά, υπόψη λαμβάνεται πως οι προαναφερθείσες θεραπείες, αν και περιορίζουν τους μικροοργανισμούς στους οποίους στοχεύουν, εντούτοις, μειώνουν τον αριθμό των επωφελών και απαραίτητων για τη λειτουργία του γαστρεντερικού συστήματος μικροοργανισμών.
Σε ένα ποσοστό των ασθενών, έπειτα από τη θεραπεία της λοίμωξης και τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής, το μικροβίωμα επανέρχεται στη φυσιολογική του μορφή, με τους απαραίτητους μικροοργανισμούς να επανεμφανίζονται στις κατάλληλες θέσεις και σε φυσιολογικό αριθμό. Ωστόσο, σε ορισμένους ασθενείς, η «ανάκαμψη» του μικροβιώματος απαιτεί κατάλληλες υποστηρικτικές προσεγγίσεις, όπως η προσαρμογή του διαιτολογίου, η λήψη προβιοτικών, ενώ μια πιο σπάνια και επεμβατική μέθοδος αποτελεί η τεχνική μεταμόσχευσης μικροβιώματος κοπράνων (Fecal Microbiota Transplantation).
Φυσική ρύθμιση και διατροφική προσέγγιση
Η ικανότητα των μικροβιωμάτων να επανέρχονται στα φυσιολογικά πλαίσια σχετίζεται με την προσαρμογή των συνθηκών στις οποίες βρίσκονται. Επομένως, μακροπρόθεσμες αλλαγές στον τρόπο ζωής δύνανται να αποτελέσουν την επιμέρους ή εξ ολοκλήρου θεραπεία. Ο περιορισμός των καταχρήσεων, των περιβαλλοντικών τοξινών, η ωφέλιμη αλλαγή των φαρμακευτικών αγωγών, η διαχείριση του άγχους, η ισορροπημένη διατροφή και η λήψη προβιοτικών ή συμπληρωμάτων, αν αυτό κρίνεται επωφελές, είτε μεμονωμένα είτε συνδυαστικά μπορούν να αποτελέσουν τη ζητούμενη «λύση».

Σχετικά με τις διατροφικές συνήθειες, ο εμπλουτισμός του διατροφολογίου με ποικίλες πηγές φυτικών ινών είναι την απλούστερη προσέγγιση, διότι το φυσιολογικό μικροβίωμα περιέχει μια πληθώρα μικροοργανισμών, καθένας εκ των οποίων απαιτεί διαφορετικά είδη φυτικών ινών και μικροθρεπτικών συστατικών, ώστε να αναπτυχθεί. Επιπροσθέτως, τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων των φρούτων και των λαχανικών, τείνουν να εμφανίζουν αντιφλεγμονώδη δράση, ευνοώντας τις συνθήκες ανάπτυξης των φιλικών μικροβίων.
Η λίστα των προτεινόμενων τροφών συμπεριλαμβάνει τρόφιμα πλούσια σε φυτικές ίνες ή εκείνα που έχουν υποστεί ζύμωση, όπως το γιαούρτι και τα τουρσιά, όντας πλούσια σε προβιοτικά. Στην κατηγορία των ωφέλιμων τροφών συγκαταλέγονται τα ψάρια, οι ξηροί καρποί και τα φυτικά έλαια, καθώς περιέχουν ακόρεστα («καλά») λιπαρά εμφανίζοντας αντιφλεγμονώδεις δράσεις. Τέλος, από το διατροφολόγιο αρμόζει να εκλείπουν:
- γλυκά, αναψυκτικά και γενικότερα τροφές οι οποίες περιέχουν μεγάλες ποσότητες ζάχαρης.
- το γρήγορο φαγητό, όντας πλούσιο σε κορεσμένα λιπαρά και επιδεινώνοντας τις φλεγμονώδεις καταστάσεις.
- τα συσκευασμένα τρόφιμα, καθώς περιέχουν πρόσθετες ύλες (συντηρητικά, ενισχυτές γεύσης, χρωστικές κ.α.).
Συνοψίζοντας, οι μικροοργανισμοί δύνανται να αποτελέσουν αναντικατάστατους συμμάχους ή αμείλικτους εχθρούς του ανθρώπινου οργανισμού. Ακόμη, το ίδιο είδος μικροβίων δύναται «να μεταπέσει» από τη μία κατηγορία στην άλλη, εξαιτίας μεταβολών των συνθηκών ανάπτυξής του, ενώ η ισορροπία του εντερικού μικροβιώματος παρουσιάζεται, όχι απλώς επωφελής, αλλά αναγκαία για τη διατήρηση της εύρυθμης λειτουργίας του ομώνυμου οργανικού συστήματος και του οργανισμού συνολικά.
Σε μία εποχή όπου οι συνήθειες και οι διατροφικές επιλογές τείνουν να γίνονται όλο και πιο καταστροφικές για την υγεία, η συνειδητοποίηση του αντίκτυπου το οποίο καθεμία από εκείνες φέρει, ίσως, να υπογραμμίσει την επιτακτική ανάγκη αναθεώρησης του τρόπου ζωής και της φροντίδας του σώματός μας. Ας μην ξεχνούμε, λοιπόν, τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε «να ανταμείψουμε» τους μικροσκοπικούς αυτούς «συνοδοιπόρους» μας, αλλά και να δυσκολέψουμε την «επικράτηση» των επιβλαβών μικροβίων. Τέλος, αν και υπεραπλουστευμένη η φαινομενικά αβάσιμη φράση «είμαστε ό,τι τρώμε», ίσως να κρύβει τη δική της αλήθεια, μια αλήθεια της οποίας οι βάσεις να στηρίζονται… στο εντερικό μικροβίωμα!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The origins of gut microbiome research in Europe: From Escherich to Nissle, Human Microbiome Journal, διαθέσιμο εδώ
- Theodor Escherich: The First Pediatric Infectious Diseases Physician?, Oxford Academic, διαθέσιμο εδώ
- Εντεροαιμορραγικό Κολοβακτηρίδιο (EHEC, STEC, VTEC), ΕΟΔΥ, διαθέσιμο εδώ
- E. Coli, WHO,διαθέσιμο εδώ
- What Is Gut Dysbiosis?, Health, διαθέσιμο εδώ