Της Νεφέλης Κανέλλου,
Η χώρα του Λιβάνου εδώ και 20 μήνες μαστίζεται από μία βαριά οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία έχει φέρει τα 6 εκατομμύρια κατοίκους της στα όρια της εξαθλίωσης. Οι καθημερινές διακοπές ρεύματος, τα μειωμένα αποθέματα πετρελαίου και βενζίνης και οι ελλείψεις σε φάρμακα και ιατρικό εξοπλισμό είναι μερικά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο μέσος κάτοικος του Λιβάνου για πάνω από ένα χρόνο τώρα.
Η βαριά οικονομική κρίση δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά συνιστά απόρροια της χρόνιας αναποτελεσματικής κυβέρνησης της χώρας, ειδικότερα μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Η συνεχής διαφθορά και τα προσωπικά συμφέροντα των πολιτικών δεν της έδωσαν ποτέ την ευκαιρία να ορθοποδήσει οικονομικά και να δημιουργήσει ένα ισχυρό κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Τον τελευταίο χρόνο, μάλιστα, ο Λίβανος δεν έχει σταθερή κυβέρνηση, καθώς ο νικητής των εκλογών του Οκτωβρίου του 2020 δεν έχει ακόμα καταφέρει να συστήσει το Υπουργικό Συμβούλιο, καθιστώντας έτσι την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης τουλάχιστον δύσκολη, αν όχι αδύνατη.
Το βασικό πρόβλημα του κράτους αυτή τη στιγμή παρατηρείται στον τομέα της ενέργειας και των καυσίμων. Ο Λίβανος είναι μία χώρα αμιγώς εισαγωγική. Η πτώση του νομίσματος, η οικονομική κρίση και η αύξηση των τιμών του πετρελαίου ελέω πανδημίας έχει καταστήσει δύσκολη τη διαθεσιμότητα του τελευταίου.

Οι επιπτώσεις στην κοινωνία, λόγω της έλλειψης καυσίμων, δείχνουν να είναι καταστροφικές. Η διάρκεια αναμονής στην ουρά στα βενζινάδικα ανέρχεται σε ώρες, η τιμή ανεβαίνει συνεχώς και ακόμα κι όσοι μπορούν να περιμένουν και να πληρώσουν, μπορούν να λάβουν μόνο μερικά λίτρα καυσίμου. Το ίδιο ισχύει και για τις δημόσιες συγκοινωνίες, αφού τα λιγοστά λεωφορεία, που κυκλοφορούν πλέον, δεν έχουν αρκετή βενζίνη για να πραγματοποιήσουν τα δρομολόγιά τους. Μεγάλο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας δεν έχει έτσι δυνατότητα να μεταβεί στην εργασία του, αυξάνοντας, συγχρόνως, την ανεργία αλλά και το ποσοστό του πληθυσμού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Η κρίση έχει χτυπήσει τα σχολεία και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, διότι τα παιδιά δεν έχουν μέσο μετακίνησης και η εξ αποστάσεως εκπαίδευση δεν αποτελεί επιλογή, εξαιτίας των καθημερινών διακοπών ρεύματος και του ανεπαρκούς δικτύου. Και η κατάσταση φαίνεται να παίρνει μία τροπή προς το χειρότερο.
Μέχρι πρότινος, οι εισαγωγές πολλών ειδών, συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου, του σιταριού και των φαρμάκων, βασίζονταν σε επιδοτήσεις της κυβέρνησης. Τον προηγούμενο μήνα, μετά από πρόταση μίας κοινοβουλευτικής επιτροπής, αποφασίσθηκε η διακοπή των επιδοτήσεων για τα παραπάνω προϊόντα, υποστηρίζοντας πως κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αυξηθεί η προσφορά. Αντί για επιδοτήσεις, η κυβέρνηση εισηγήθηκε την έκδοση «καρτών μετρητών», η οποία θα δοθεί σε 500.000 ευάλωτες οικογένειες.

Πολλοί αναλυτές, βέβαια, προβλέπουν πως το ανωτέρω μέτρο δεν θα λειτουργήσει. Ο πληθυσμός του Λιβάνου ανέρχεται σε 7 περίπου εκατομμύρια και τα 3 εξ αυτών αποτελούν ευάλωτες οικογένειες, προμηνύοντας ότι οι κάρτες δεν θα μπορέσουν να καλύψουν όσους έχουν πραγματικά ανάγκη. Αν και η προσφορά μπορεί όντως να ανέβει, η αγοραστική ικανότητα παραμένει στους έχοντες, αυξάνοντας κατά συνέπεια τις κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό της χώρας.
Άλλο ένα μεγάλο πρόβλημα που αυτό το οικονομικό μέτρο δεν μπορεί να λύσει είναι το λαθρεμπόριο. Λόγω των επιδοτήσεων στο πετρέλαιο, οι έμποροι πετρελαιοειδών δεν έχουν πραγματικό κέρδος και στρέφονται είτε στο λαθρεμπόριο προς τη Συρία, μειώνοντας τα ήδη λιγοστά αποθέματα, ή επιλέγουν να θέσουν την τιμή λιανικής εξαιρετικά ψηλά, ευνοώντας μόνο μία μικρή μερίδα του πληθυσμού που διαθέτει ισχυρή αγοραστική ικανότητα.

Τα προβλήματα του Λιβάνου είναι τόσο βαθιά πλέον που τα προσωρινά μέτρα αποσυμπίεσης του συστήματος δεν πρόκειται να λειτουργήσουν. Η χώρα έχει ανάγκη από σοβαρές μεταρρυθμίσεις, μία σταθερή κυβέρνηση και μία δέσμευση για αλλαγή προς το καλύτερο, ακολουθούμενη από πράξεις που θα το αποδεικνύουν. Μόνο έτσι θα μπορέσει να ανακάμψει και να λάβει τη βοήθεια που χρειάζεται τόσο από τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς όσο και από τον ίδιο του τον πληθυσμό, ο οποίος, καταρρακωμένος από τις αλλεπάλληλες κρίσεις, σκέφτεται να χτίσει ένα μέλλον αλλού, παρά να παλέψει για ένα κράτος που δεν αλλάζει.