Της Αγγελικής Τσιούντσιουρα,
Η παραβατικότητα των ανηλίκων αποτελεί ένα πολυσύνθετο κοινωνικό φαινόμενο με νομικές προεκτάσεις, το οποίο αντανακλά τις μεταβαλλόμενες συνθήκες της σύγχρονης κοινωνίας. Οι ανήλικοι δεν συγκροτούν απλώς μια ευάλωτη ηλικιακή ομάδα, αλλά συχνά βρίσκονται στο μεταίχμιο της ταυτότητας, της αυτονομίας και της επιρροής από το περιβάλλον τους. Η έκθεσή τους σε φαινόμενα βίας, οικονομικής ανισότητας, οικογενειακής δυσλειτουργίας, κοινωνικής αποξένωσης και ψηφιακής παραπληροφόρησης δημιουργεί ένα έδαφος ευνοϊκό για παραβατικές συμπεριφορές. Η έλλειψη σταθερών προτύπων, η σχολική διαρροή και η ανεπαρκής κοινωνική ένταξη είναι μεταξύ των βασικών παραγόντων που οδηγούν αρκετούς ανηλίκους σε πράξεις που αποκλίνουν από το νομικό και κοινωνικό πλαίσιο.
Το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας, ωστόσο, δεν μπορεί να απομονωθεί από τον νομικό του χαρακτήρα. Σε αντίθεση με την ποινική ευθύνη των ενηλίκων, το δίκαιο αντιμετωπίζει τον ανήλικο δράστη ως υποκείμενο σε εξέλιξη, που χρειάζεται καθοδήγηση και αναμόρφωση και όχι απλώς τιμωρία. Στο πλαίσιο αυτό, το ελληνικό δίκαιο υιοθετεί ένα παιδαγωγικό και επιεικές πνεύμα. Σύμφωνα με το άρθρο 121 επ. του Ποινικού Κώδικα, θεσπίζεται ένα ειδικό καθεστώς ποινικής ευθύνης για τους ανηλίκους, το οποίο διαφοροποιείται ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα: οι κάτω των 15 ετών δεν τιμωρούνται ποινικά αλλά μπορούν να τους επιβληθούν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα· οι 15-18 ετών υπάγονται σε ειδικό καθεστώς περιορισμένων ποινών, εφόσον αποδεικνύεται ωριμότητα.
Η ελληνική έννομη τάξη προβλέπει κυρίως αναμορφωτικά μέτρα (π.χ. ανάθεση σε κοινωνικό λειτουργό, ένταξη σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα, απαγόρευση συναναστροφών) και, μόνο κατ’ εξαίρεση, τον εγκλεισμό σε Ειδικά Καταστήματα Κράτησης Νέων. Η έμφαση δίδεται στην πρόληψη της υποτροπής και στην επανένταξη του ανηλίκου στην κοινωνία. Το πνεύμα αυτό έχει ενισχυθεί και με τον νέο Ποινικό Κώδικα (Ν. 4619/2019), ο οποίος επιχειρεί να συνδέσει την ποινική μεταχείριση με την ψυχοκοινωνική διάσταση της ανηλικότητας.

Σε διεθνές επίπεδο, η προστασία των ανηλίκων κατοχυρώνεται μέσα από ένα πλέγμα διεθνών συμβάσεων και κανόνων. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989), την οποία η Ελλάδα έχει κυρώσει με τον Ν. 2101/1992, προβλέπει στο άρθρο 40 ότι τα παιδιά που κατηγορούνται για αξιόποινες πράξεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο που να ενισχύει την αίσθηση αξιοπρέπειας και να προάγει την κοινωνική τους επανένταξη. Επιπλέον, οι «Κανόνες του Πεκίνου» (1985) και οι «Κατευθυντήριες Γραμμές του Ριάντ» (1990) διαμορφώνουν διεθνή πρότυπα για τη Δικαιοσύνη Ανηλίκων, υπογραμμίζοντας την ανάγκη χρήσης μη κατασταλτικών μέτρων, την αποφυγή εγκλεισμού, την εμπλοκή της κοινότητας και την επανένταξη.
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (άρθρο 5) και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (π.χ. υποθέσεις Bouamar και Blokhin) έχουν επίσης τονίσει ότι η κράτηση ανηλίκου πρέπει να αποτελεί το έσχατο μέτρο, να συνοδεύεται από εγγυήσεις προστασίας της προσωπικότητάς του και να αποσκοπεί σε παιδαγωγικούς και όχι εκδικητικούς σκοπούς. Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 24) συμπληρώνει το πλαίσιο αυτό με έμφαση στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού ως κατευθυντήρια αρχή κάθε σχετικής απόφασης.
Συνεπώς, το φαινόμενο της παραβατικότητας των ανηλίκων δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μονοδιάστατα. Η έννομη τάξη—τόσο εθνική όσο και διεθνής—οφείλει να εναρμονίζεται με τις σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις και τις ανάγκες της νεότητας. Η πρόληψη, η εκπαίδευση, η ενδυνάμωση της οικογένειας και η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής αποτελούν τους βασικούς άξονες μιας ολιστικής στρατηγικής. Η ποινική καταστολή παραμένει μηχανισμός ύστατης προσφυγής, σε αρμονία με την αρχή της αναλογικότητας, της παιδαγωγικής και της αποκατάστασης του κοινωνικού δεσμού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Γασπαρινάτου Μ., Νεανική Παραβατικότητα και Αντεγκληματική Πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020