27.2 C
Athens
Δευτέρα, 7 Ιουλίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ δεοντολογία των δικηγόρων

Η δεοντολογία των δικηγόρων


Της Αλεξάνδρας Βαλληνδρά, 

Ένα από τα πιο ρευστά και αμφισβητούμενα νομικά ζητήματα που έχουν απασχολήσει έντονα όχι μόνο τους επιστήμονες, αλλά και την κοινή γνώμη είναι το ζήτημα της δεοντολογίας των επαγγελμάτων. Εδώ θα αναφερθούμε μόνο στη δεοντολογία των δικηγόρων, διότι τα λοιπά επαγγέλματα (λόγου χάριν τα επαγγέλματα του ιατρού και του μηχανικού), έχουν κατά το μάλλον ή ήττον σχετικά σαφείς κανόνες δεοντολογίας. Αντίθετα, λοιπόν, στο πεδίο της δικηγορίας όπου τα πράγματα δεν είναι τόσο σαφή και ξεκάθαρα, παρατηρείται μία ανωριμότητα, ίσως πιο αυστηρά αναισθησία, της πλειονότητας των επαγγελματιών του κλάδου σε ζητήματα δεοντολογίας, η οποία δύναται να προκαλέσει σωρεία προβλημάτων στη πράξη.

Φρονώ, λοιπόν, ότι θα ήταν κρίσιμο, ιδίως ενόψει της ιδιαίτερης λεπτότητας των ζητημάτων αυτών, καθότι άπτονται τόσο του δικαίου όσο και της ηθικής, να επιχειρήσουμε μία συνοπτική, κατά το δυνατόν, ανάλυση των συναφών προβλημάτων και ερωτημάτων (αφού βέβαια εξηγήσουμε εν πρώτοις σε τι συνίσταται η δεοντολογία και οι κανόνες της) και εν τέλει να καταλήξουμε σε μία κριτική θεώρηση της δεοντολογίας του δικηγορικού επαγγέλματος, όπως γίνεται αντιληπτή στη χώρα μας. Χρήσιμο θα ήταν επίσης να δώσουμε κάποιες κατευθυντήριες γραμμές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη βελτίωση και ενίσχυση της δεσμευτικότητας των κανόνων αυτών και άρα στην ευρύτερη αναγνώριση και τήρησή τους.

Κατά τα προεκτεθέντα, η ανάλυσή μας πρέπει αναμφίβολα να έχει ως εναρκτήριο σημείο τη παράθεση ενός συνοπτικού ορισμού της δεοντολογίας του δικηγορικού επαγγέλματος. Σε τι λοιπόν συνίστανται και ποια είναι η φύση των κανόνων δεοντολογίας; Πολύ απλοϊκά θα λέγαμε ότι πρόκειται στη πραγματικότητα για σύνολο κανόνων που ορίζουν πώς οφείλει να συμπεριφέρεται ο επαγγελματίας (εν προκειμένω ο δικηγόρος) κατά την άσκηση του επαγγέλματός του. Με άλλα λόγια εδώ μας ενδιαφέρει όχι το αν οι ενέργειες του δικηγόρου είναι σύννομες (διότι αυτό προϋποτίθεται και άλλωστε αποτελεί ζήτημα το οποίο ρυθμίζεται εξ ολοκλήρου από το ίδιο το δίκαιο), αλλά το αν η συμπεριφορά του είναι σύμφωνη με τους κανόνες δεοντολογίας, που είναι πρωτίστως κανόνες που απορρέουν από την ηθική. Είναι δε σημαντικό να τονισθεί ότι οι εν λόγω κανόνες δεν έχουν τη κλασική μορφή δικαιικών ρυθμίσεων, διότι θεσπίζονται από τους ίδιους τους δικηγόρους χωρίς καμία εμπλοκή του κρατικού μηχανισμού. Άρα εξ αυτού προκύπτει αμέσως ότι οι κανόνες δεοντολογίας έχουν σχετικά πιο ήπιο χαρακτήρα και οι κυρώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση παράβασης, ελλείψει και της δυνατότητας κρατικού εξαναγκασμού, έχουν περισσότερο τη μορφή απλώς συστάσεων ή επιπλήξεων, δηλαδή στοχεύουν στην απόδοση ηθικής μομφής στο δικηγόρο για τις αντιδεοντολογικές ενέργειές του.

Στο σημείο αυτό αναφύεται και ένα περαιτέρω βασικό ερώτημα: Πού βρίσκουμε τους κανόνες δεοντολογίας του δικηγορικού επαγγέλματος; Σε αντίθεση, λοιπόν, με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, ο οποίος έχει τη μορφή τυπικού νόμου (Ν. 3418/2005), ο Κώδικας Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος εκδόθηκε το 1980 με απόφαση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΝΠΔΔ), ισχύει δε προσωρινά εωσότου εκδοθεί ο οριστικός. Και στο σημείο αυτό αξίζει να κάνουμε μία παρατήρηση. Φαίνεται, λοιπόν, ότι, προσωρινά τουλάχιστον, οι ισχύοντες κανόνες δεοντολογίας που έχουν θεσπισθεί για τους δικηγόρους προέρχονται από τους ίδιους τους δικηγόρους. Το γεγονός αυτό, δηλαδή η αυτορρύθμιση των διαφόρων κλάδων χωρίς την εμπλοκή του κράτους που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, φέρνει ίσως στο προσκήνιο το ιδεώδες της κοινωνίας των πολιτών. Πρέπει δε, κατά τη γνώμη μου, να ιδωθεί θετικά, διότι φανερώνει μία τάση ωρίμανσης των Ελλήνων επαγγελματιών, οι οποίοι αναλαμβάνουν υπεύθυνα να συμμορφώνονται με τους κανόνες που οι ίδιοι θέτουν και να ελέγχουν την τήρησή τους.

Πηγή εικόνας: Pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: KATRIN BOLOVTSOVA

Αφού, λοιπόν, είδαμε συνοπτικά ποια είναι η φύση των κανόνων δεοντολογίας, οφείλουμε να εξετάσουμε με ιδιαίτερη προσοχή τα μερικότερα ερωτήματα που αναφύονται ως προς το ζήτημα της δεοντολογίας των δικηγόρων. Όλοι, άλλοι σε μικρότερο και άλλοι σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό, έχουμε προβληματιστεί με το ερώτημα του σε τι ακριβώς συνίσταται η ορθή, η σύμφωνη με τους κανόνες δεοντολογίας συμπεριφορά. Ενδεικτικά τα συναφή ερωτήματα που θα μπορούσαν να τεθούν είναι τα εξής: Οφείλει πάντα και σε κάθε περίπτωση ο δικηγόρος να εκτελεί τις εντολές και να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του πελάτη του (με το ερώτημα αυτό συνδέεται και το ερώτημα του σε τι συνίσταται η σχέση μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, περαιτέρω δε ποιά είναι τα θεμέλια αυτής);

Στόχος του δικηγόρου είναι αποκλειστικά και μόνο η εξυπηρέτηση των σκοπών του πελάτη του ή μήπως έχει και κάποια περαιτέρω καθήκοντα και υποχρεώσεις (ίσως απέναντι σε τρίτους ή το ίδιο το κράτος); Μπορεί, επίσης, ο δικηγόρος υπό το πρόσχημα της προστασίας και προώθησης των συμφερόντων του πελάτη του να προβάλει ψευδείς ισχυρισμούς για να εξαπατήσει το δικηγόρο του αντιδίκου του; Δικαιούται να κάνει, στο πλαίσιο πάντα της υπεράσπισης του πελάτη, ερωτήσεις σε τρίτους που θίγουν τον πυρήνα της ιδιωτικής τους ζωής; Επαναλαμβάνω και τονίζω στο σημείο αυτό ότι η ως άνω απαρίθμηση είναι ενδεικτική, διότι τα συναφή ζητήματα που τίθενται είναι ανεξάντλητα. Εν πάση περιπτώσει, τα προαναφερθέντα ερωτήματα δεν μπορούν εν τοις πράγμασιν να απαντηθούν με βάση τον Κώδικα Δεοντολογίας. Και αυτό διότι με μία έστω επιφανειακή ανάγνωση των συναφών διατάξεων, ο ερευνητής διαπιστώνει αμέσως τον βαθμό της αντιφατικότητάς τους (χαρακτηριστικό είναι ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας θέλει τον δικηγόρο να είναι προσηλωμένος στους σκοπούς του πελάτη του και να τους πραγματώνει με τη προσήκουσα επιμέλεια, ταυτόχρονα όμως να αποτελεί και δημόσιο λειτουργό και θεσμικό παράγοντα απονομής της δικαιοσύνης).

Συνεπώς αμέσως γίνεται σαφές ότι από τη στιγμή που ο Κώδικας Δεοντολογίας δεν μπορεί να μας βοηθήσει, οφείλουμε να αναζητήσουμε άλλη λύση. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, έχουν αναπτυχθεί τρείς θεωρίες, οι οποίες συνδέονται με και απορρέουν άμεσα από τρία θεμελιώδη ρεύματα της φιλοσοφίας και μπορούν ίσως να δώσουν σχετικά ικανοποιητικές απαντήσεις. Πρώτη είναι η θεωρία του ρόλου (με θεμέλιο το ρεύμα του ωφελιμισμού και με επιρροές από το νομικό θετικισμό), η θεωρία του νοήματος της ζωής (η οποία ερείδεται στις αρεταικές θεωρίες) και η θεωρία των ηθικών δικαιωμάτων και καθηκόντων (που απορρέει από τη θεωρία της δεοντοκρατίας, όπως η τελευταία αναπτύχθηκε από τον Ιμμάνουελ Κάντ).

Κατά τη θεωρία του ρόλου, μοναδικός σκοπός του δικηγόρου είναι η εξυπηρέτηση των σκοπών του πελάτη του. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται από τον δικηγόρο, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στα καθήκοντά του, να φέρει δύο ιδιότητες, δηλαδή αυτή του απλού ανθρώπου και αυτή του δικηγόρου, εις τρόπον ώστε η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος να διαχωρίζεται από την υπόλοιπη ζωή του και να καθίσταται αυτοτελές τμήμα της τελευταίας. Έτσι προκύπτει ότι ο δικηγόρος κατά την άσκηση του επαγγέλματός του οφείλει κατά κάποιον τρόπο να ξεχνάει εντελώς τις προσωπικές του πεποιθήσεις και τις ηθικές του αντιλήψεις και να υπεισέρχεται πλήρως στη θέση του πελάτη του. Ο δικηγόρος δεν επιτρέπεται, δηλαδή, να εξετάζει και να εκτιμά τους σκοπούς του πελάτη του υπό το φως των δικών του ηθικών αντιλήψεων, αλλά αντιθέτως οφείλει σε κάθε περίπτωση να τους αποδέχεται, να τους υιοθετεί σαν να ήταν δικοί του και βεβαίως να συμβάλλει με κάθε μέσο (ακόμη και ανήθικο, αρκεί να είναι σύννομο) στη πραγμάτωση αυτών των σκοπών.

Άρα, διαπιστώνεται ότι κατά τη θεωρία του ρόλου, ο δικηγόρος προφανώς και οφείλει να εκτελεί κατά γράμμα και σε κάθε περίπτωση τις εντολές του πελάτη του, γίνεται δε σαφές ότι προκειμένου να το επιτύχει αυτό δικαιούται να χρησιμοποιήσει ακόμη και αθέμιτα μέσα, όπως λόγου χάριν να προβάλει ψευδείς ισχυρισμούς, να εξαπατήσει τον δικηγόρο του αντιδίκου του πελάτη του ή και να κάνει σε τρίτους ερωτήσεις που θίγουν τον πυρήνα της ιδιωτικής τους ζωής. Πάντως, όσο εύλογη και να φαίνεται εκ πρώτης όψεως η εν λόγω θεωρία, εντούτοις δημιουργεί μία στρεβλή εικόνα για το έργο του δικηγόρου, παρουσιάζει μεθοδολογικές ανεπάρκειες και πρωτίστως αποδεικνύεται μάλλον αντιδεοντολογική. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτής της θεωρίας συνίσταται στο ότι φαίνεται να αντιμετωπίζει τον δικηγόρο ως όργανο για την εξυπηρέτηση των σκοπών του πελάτη του.

Έτσι, πλήττεται η ακεραιότητα του χαρακτήρα του δικηγόρου, ο οποίος καλείται άκριτα να εκτελεί τις εντολές του πελάτη του με σοβαρότατες συνέπειες στην ικανοποίηση που λαμβάνει από την άσκηση του επαγγέλματός του και ως εκ τούτου στην αποτελεσματικότητά του. Με Καντιανή ορολογία θα λέγαμε ότι ο δικηγόρος αντιμετωπίζεται τόσο από τον πελάτη του όσο και από τον ίδιο του τον εαυτό μόνο ως μέσον και όχι ως αυτοσκοπός. Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα της θεωρίας του δικηγόρου είναι το γεγονός ότι αναγνωρίζει στον δικηγόρο το δικαίωμα να προβαίνει ακόμη και σε ενέργειες ηθικά απαράδεκτες, επικαλούμενος το καθήκον του να υπερασπισθεί τα συμφέροντα του πελάτη του, αγνοώντας ωστόσο πλήρως και κατά τρόπο προκλητικό ότι εκτός του πελάτη υπάρχει και ο αντίδικός του και ο δικηγόρος του τελευταίου και άλλοι τρίτοι που έχουν επίσης δικά τους συμφέροντα τα οποία ενδεχομένως να πλήττονται από τη συμπεριφορά του.

Το δε χειρότερο είναι ότι ο δικηγόρος, ακόμη κι αν πράγματι προβεί σε ηθικά ελαττωματικές ενέργειες, δεν φέρει καμία ευθύνη γι’ αυτό. Επομένως, όπως προσφυώς έχει λεχθεί, του δίνεται ένα ηθικά προβληματικό δικαίωμα στην αδικία. Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι η θεωρία αυτή παρίσταται ανεπαρκής και εσφαλμένη, διότι συλλαμβάνει κατά τρόπο στρεβλό το έργο του δικηγόρου και κυρίως επειδή είναι τελείως αντίθετη προς τις απαιτήσεις της ηθικής. Στο σημείο αυτό για λόγους οικονομίας, κρίνω ότι δεν πρέπει να επεκταθούμε στη θεωρία του νοήματος της ζωής, διότι ούτως ή άλλως είναι αρκετά ουτοπική και επίσης δεν ανταποκρίνεται σε καμία περίπτωση στις σύγχρονες αντιλήψεις περί δικηγορίας.

Πηγή εικόνας: Pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: pixabay

Η θεωρία των ηθικών δικαιωμάτων και καθηκόντων στηρίζεται κατά βάση στην αρχή της ηθική αυτονομίας που διαπνέει ολόκληρο το φιλοσοφικό ρεύμα της δεοντοκρατίας. Αντιμετωπίζει τόσο τον δικηγόρο όσο και τον πελάτη, αλλά και κάθε τρίτο ως φορείς ηθικής αυτονομίας, η οποία οφείλει να γίνεται σεβαστή και από την οποία απορρέουν θεμελιώδη ηθικά δικαιώματα και καθήκοντα. Στο πλαίσιο αυτό ο δικηγόρος έχει την ηθική υποχρέωση να εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους σκοπούς του πελάτη του, η οποία όμως τίθεται εντός ορίων, διότι υπάρχει επίσης υποχρέωση του δικηγόρου να σέβεται αντίστοιχα ηθικά δικαιώματα των τρίτων. Επιπροσθέτως, στην υποχρέωση αυτή του δικηγόρου αντιστοιχεί στο δικαίωμα του τελευταίου (επίσης ηθικού χαρακτήρα) να προβαίνει σε ηθική εκτίμηση των σκοπών του πελάτη του με βάση τις δικές του ηθικές αντιλήψεις και αν κρίνει ότι οι σκοποί αυτοί είναι αντίθετοι προς τους κανόνες της ηθικής να μην αναλάβει την υπόθεση. Συνεπώς γίνεται κατανοητό ότι ο δικηγόρος δεν οφείλει πάντοτε να εκτελεί τις εντολές του πελάτη του, ταυτοχρόνως δε δεν δικαιούται να προβαίνει σε ηθικά επιλήψιμες ενέργειες που προσβάλλουν την ηθική αυτονομία των τρίτων

Συνοψίζοντας όλα τα προεκτεθέντα, ενόψει και της σημασίας του δικηγορικού λειτουργήματος για τη ρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης, καθίσταται απαραίτητη η εύρεση της δικαιολογητικής βάσης των κανόνων δεοντολογίας, ούτως ώστε να τύχουν μεγαλύτερης αναγνώρισης, να ενισχυθεί η δεσμευτικότητά τους και να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική τήρησή τους. Στην επίτευξη του σκοπού αυτού μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά η πλαισίωση των ρυθμίσεων της δεοντολογίας από το δίκαιο, αφού μόνο μέσω του δικαίου η ηθική δύναται να λάβει σάρκα και οστά και να αναδειχθεί η σημασία της στην πράξη.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • B. Βουτσάκης, Η ηθική των δικηγόρων, 2025
  • Φ. Βασιλόγιαννης, «Ζητήματα ηθικής στις σχέσεις εμπιστοσύνης: μιά φιλοσοφική σύνοψη της δεοντολογίας των λειτουργημάτων» εις Κώστα Θεολόγου – Ευγενία Τζαννίνη (επιμ.), Όψεις της Εφαρμοσμένης Επιστήμης και Τεχνολογίας. Εξερευνώντας το αξιακό τοπίο της Τεχνοεπιστήμης, 2022

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αλεξάνδρα Βαλληνδρά
Αλεξάνδρα Βαλληνδρά
Πρωτοετής φοιτήτρια στο τμήμα Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν μέλος της συντακτικής ομάδας της εφημερίδας του σχολείου της και ασχολούνταν στα μαθητικά της χρόνια, συστηματικά με τη ρητορική. Έχει συμμετάσχει σε εθελοντικές δράσεις στο νησί της, τη Νάξο. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τη μουσική, τις ξένες γλώσσες και την ποίηση, ενώ της αρέσουν πολύ τα ταξίδια.