36.2 C
Athens
Παρασκευή, 27 Ιουνίου, 2025
ΑρχικήΙστορίαΗ κoινωνική οργάνωση και η έννοια του "hadd" στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

Η κoινωνική οργάνωση και η έννοια του “hadd” στην Οθωμανική Αυτοκρατορία


Του Διονύση Κονδάκη,

Η κοινωνική δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χαρακτηρίζεται από δύο ισχυρά δίπολα: τον ταξικό διαχωρισμό των υπηκόων σε askeri (στρατιωτική τάξη, κρατικοί αξιωματούχοι) και σε reaya (ραγιάδες, υποτελείς, παραγωγοί, φορολογούμενοι) και τη διάκριση μεταξύ μουσουλμάνων και μη. Το τελευταίο εγκαινιάστηκε από τον ίδιο τον προφήτη Μωάμεθ, ο οποίος στο κοράνι συνιστούσε ανοχή απέναντι στους «λαούς της βίβλου», δηλαδή στους μονοθεϊστές (Ιουδαϊστές, Χριστιανοί), με τον βίαιο εξισλαμισμό να στοχεύει κυρίως στους ειδωλολάτρες (παγανιστές, σαμανιστές).

Η έννοια του κοινωνικού/ταξικού ορίου (hadd) και η αυστηρά ιεραρχημένη κοινωνική πυραμίδα (με τους υποτελείς ραγιάδες να αποτελούν το 90% του πληθυσμού) επεκτεινόταν και στον περίγυρο του Σουλτάνου. Τόσο το παλάτι, όσο και το χαρέμι συνιστούσαν ιερούς και αυστηρά οριοθετημένους χώρους. To 1460-61, 7 χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ Β’, γιο του Μουράτ Β’, κατασκευάζεται το topkapi/«πύλη πυροβολικού» (διοικητικό κέντρο) και μαζί του δομείται η ιεράρχηση του παλατιού.

Την πρώτη θέση, μετά τον Sultan, κατείχε η Valide Sultan, μητέρα του Σουλτάνου, ενώ ακολουθούσαν οι hasseki, οι αγαπημένες παλλακίδες του Σουλτάνου, κάτω από τις οποίες βρίσκονταν οι cariye. Η διάκριση στις τελευταίες δυο συνίσταται στο γεγονός ότι οι πρώτες ήταν υπεύθυνες για τη γέννηση των κληρονόμων του θρόνου (αρρενογονία), απολαμβάνοντας ως εκ τούτου ανώτερη θέση, ενώ οι δεύτερες αποτελούσαν ουσιαστικά σκλάβες του Σουλτάνου και δεν ήταν μέλος της σουλτανικής οικογένειας. Ανήκαν, βέβαια, στο harem, έναν άβατο και ιερό χώρο, που από μόνο του εξασφάλιζε περίοπτη θέση στο παλάτι.

Εβραίοι και Δερβίσηδες στην Κωνσταντινούπολη. Πηγή Εικόνας: wikimedia.org

Είναι σημαντικό, βέβαια, να σημειωθεί πως το Οθωμανικό hadd, αν και αυστηρό, δεν ήταν τόσο νομικά κατεστημένο όπως στη φεουδαλική Δύση. Η έννοια του απαραβίαστού κοινωνικού ορίου, υπήρχε, ωστόσο δεν υφίσταντο η έννοια της αριστοκρατίας εξ αίματος και της ευγενείας, με αποτέλεσμα για πολλά χρόνια να περιορίζονται οι εξεγέρσεις, που και όταν συνέβαιναν, δεν έφερναν ταξικό χαρακτήρα.

Οι askeri χωρίζονταν ιεραρχικά σε mülkiye, kalemiye, serfiye και ilmiye. Οι mülkiye («ελεύθεροι άνθρωποι») διακρίνονταν σε enderun και σε birun. Oι πρώτοι εργάζονταν εντός της Babs Saadet, μια φυσική πύλη στο παλάτι συμβολίζοντας την είσοδο στην προσωπική σφαίρα και στην αυλή του Σουλτάνου, απολαμβάνοντας εκεί σαφώς ανώτερη θέση από τους birun, οι οποίοι αναλάμβαναν εξωτερικές υπηρεσίες, εκτός της «Πύλης της Ευτυχίας». Στους enderun, η οποία θεωρούνταν ιδιωτική περιουσία του Sultan, ανήκαν ο ίδιος, μαζί με την οικογένειά του, το χαρέμι και οι δούλοι της πύλης (kapi kulları). Eντός της «Πύλης της Ευτυχίας» υπήρχε επίσης και η εσωτερική «σχολή» του παλατιού, όπου επίλεκτοι νέοι εκπαιδεύονταν για να γίνουν οι μελλοντικοί υψηλοί αξιωματούχοι, αφού πρώτα τελούσαν ως birun.

Oι Birun ήταν διορισμένοι ανώτατοι αξιωματούχοι και συνιστούσαν τη σουλτανική κυβέρνηση, με τους περισσότερους να έχουν δικαιοδοσία επί Anadolu (Ανατολή) και επί Rum (Ρούμελη, Βαλκάνια). Σε αυτούς συγκαταλέγονται οι μπεηλερμπέιδες (Beylerbeyi), που λειτουργούσαν ως περιφερειάρχες και επί Σουλεϊμάν Α’ αυξήθηκαν σε 30, οι δύο Καζασκέρηδες, ή αρχιδικαστές, που συνιστούσαν τους υπουργούς δικαιοσύνης, οι Δεφτερδάρηδες, που αποτελούσαν τους υπ. Οικονομικών και ήταν υπεύθυνοι για τη διαχείριση της περιουσίας του Σουλτάνου και οι Σερασκέρηδες, οι Υπ. Πολέμου και στρατηγοί του Οθωμανικού Στρατού. Δεύτερος στη διοικητική ιεραρχία βρισκόταν ο Μέγας Βεζίρης (sadrazam), ο οποίος διοριζόταν από τον Σουλτάνο και αποτελούσε τον πρόεδρου του Υπ. Συμβουλίου, ή αλλιώς Orvan. Κοντά στον Βεζίρη και στον Σουλτάνο βρίσκονταν ο σφραγιδοφύλακας, πρακτικογράφος και αρχιγραμματέας του Orvan, όπως και ο νισαντζής, εγγυητής της νομιμότητας των διαταγμάτων και φύλακας του αυτοκρατορικού μονογράμματος (duran). Τέλος, ο Καπουδάν Πασάς ήταν ο αρχιναύαρχος του οθωμανικού στόλου, με τα νησιά του Αιγαίου, τις Κυκλάδες και τις Βόρειες και Δυτικές Σποράδες ως χάσι του, ενώ ο Αγάς των Γενίτσαρων ήταν ο διοικητής του επίλεκτου Οθωμανικού πεζικού.

Ο Πατριάρχης Γεννάδιος Β΄ και ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄, Ψηφιδωτό από τον Πατριαρχικό Οίκο στην Κωνσταντινούπολη, έργο του Σωτήρη Βάρβογλη. Πηγή Εικόνας: wikipedia.org

Kalemiye ήταν η τάξη των γραφέων (kalemi=πένα), με γραφειοκράτες που ασχολούνταν με τα οικονομικά των επαρχιών αλλά και του παλατιού. Επιβλέπονταν από τους mültezim, φοροεισπράκτορες, και ρύθμιζαν τους φόρους, όπως και άλλα θέματα οικονομικών. Πολλές από τις εργασίες του κατώτερους υπαλλήλους της κρατικής γραφειοκρατίας. Serfiye ήταν η στρατιωτική τάξη. Σε αυτήν συγκαταλέγεται και το σώμα των Γενίτσαρων, που δημιουργήθηκε το β’ μισό του 14ου αιώνα, αποτελώντας της προσωπική φρουρά του Σουλτάνου. Η σημαντική τους αύξηση σε αριθμό κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα είδε την μετάλλαξη τους σε κανονικό στρατιωτικό σώμα με εσωτερική δομή και ιεραρχία, όπως και με εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα στη μάχη.

Τον δεύτερο βραχίονα του οθωμανικού στρατού αποτελούσαν οι Σπαχήδες (spahr), που συνιστούσαν το βαρύ ιππικό, ενώ άλλο σώμα ιππικού συνιστούσαν και οι timarli, τιμαριώτες ιππείς. Τις πολεμικές προσπάθειες της συμπλήρωναν οι maasli, μισθοφόροι, που αποτελούνταν από ένα επίλεκτο σώμα κρούσης, τους eskrhir, όπως και από ένα σώμα ανιχνευτών και εμπροσθοφυλακής, οι ασκιντζήδες, που έσπερναν τον πανικό στους αμάχους πληθυσμούς τα χρόνια της οθωμανικής ακμής. Βοηθητικά στρατιωτικά σώματα αποτελούσαν οι yaya/piyade (τοξοβόλοι), όπως και οι αρματολοί, πρώην ραγιάδες, συνήθως κλέφτες, που επιλέγονταν για να επιβάλλουν την τάξη σε επαρχιακές, κυρίως, περιοχές, αποκτώντας παράλληλα και το προνόμιο να οπλοφορούν, να ιππεύουν και να μην πληρώνουν φόρους, όπως και οι askeri.

Ilmiye συνιστούσαν το οθωμανικό ιερατείο και τους νομομαθείς. Η νομοθεσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βασιζόταν στη Sharia, δηλαδή τον ιερό νόμο με άξονα τις εντολές του κορανίου και τους κανόνες εθιμικού δικαίου που απέρρεαν από τις πράξεις και τις διδασκαλίες του Μωάμεθ. Οι Ulema ήταν οι πνευματικοί καθοδηγητές της μουσ. κοινότητας και οι απόφοιτοι των μεντρεσέδων, θεολογικών σχολών που εξειδικεύονταν σε θέματα νομοθεσίας. Ο Kadi ήταν ο ιεροδικαστής, στον οποίο απευθύνονταν και οι χριστιανοί όταν είχαν ζητήματα ποινικού δικαίου. Τέλος, Mufti ονομαζόταν ο ερμηνευτής του νόμου και ήταν πνευματικά ανώτερος των τελευταίων δυο, ελέγχοντας τις αποφάσεις τους όπως και τη νομιμότητα των kanun (κανουναμέδων), δηλαδή τα σουλτανικά διατάγματα.

Στην κορυφή του νομικού hadd βρισκόταν ο sexhül – islam, ανώτατος δικαστικός αξιωματούχος που εδραζόταν αποκλειστικά στις πόλεις και είχε τη δυνατότητα να καθαιρέσει μέχρις και τον Σουλτάνο. Στην ιερατική τάξη συνιστούνταν οι ymmam, λειτουργοί της μουσουλμανικής θρησκείας που αναλάμβαναν το κήρυγμα και τις προσευχές, oι muezzin, οι οποίοι έβγαζαν το κάλεσμα της προσευχής για τη μουσουλμανική κοινότητα, όπως και οι hora, ιεροδιδάσκαλοι που δίδασκαν την ερμηνεία του κορανίου, γραφή και ανάγνωση. Σαν τάξη ήταν αφορολόγητη και διατηρούνταν από τα βακούφια, ιερή γη αφιερωμένη στους λειτουργούς του Ισλάμ από τον Σουλτάνο ή και από τους πιστούς.

Ούγγροι ιππότες νικούν το οθωμανικό ιππικό των σπαχήδων κατά τη διάρκεια της Μάχης του Μόχατς το 1526. Πηγή Εικόνας: wikipedia.org

Όπως προαναφέρθηκε, το κοράνι συνιστούσε ανοχή απέναντι στους «λαούς της βίβλου», δηλαδή στους μονοθεϊστές (Ιουδαϊστές, Χριστιανοί), με τον βίαιο εξισλαμισμό να στοχεύει κυρίως στους ειδωλολάτρες (παγανιστές, σαμανιστές), οι οποίοι συνήθως εξοντώνονταν. Με βάση το παραπάνω, οι Χριστιανοί, οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι, ζούσαν υπό το καθεστώς των τζιμμήδων (από το dhimma=συνθήκη). Οι λαοί που είχαν αποδεχθεί την οθωμανική επέλαση χωρίς αντίσταση είχαν το δικαίωμα σύναψης συνθήκης υποτέλειας, σύμφωνα με την οποία, εφόσον έμεναν πιστοί στον Σουλτάνο, είχαν το δικαίωμα να ασκούν ελεύθερα τη θρησκεία τους. Οι τζιμμήδες (ή αλλιώς ζιμμήδες) διακρίνονταν σε kafir (Εβραίοι) και σε nafrani (Χριστιανοί). Η επαχθέστερη φορολογική υποχρέωση ήταν ο κεφαλικός φόρος (cizye) και ο γεωργικός φόρος ispence χαράτς. Τον κεφαλικό φόρο πλήρωναν όλοι οι τζιμμήδες (μη μουσουλμάνοι) άρρενες άνω των 12 ετών, ανεξαρτήτως οικονομικής επιφάνειας, είδους απασχόλησης ή οικογενειακής κατάστασης. Βέβαια, το cizye περιορίσθηκε σημαντικά το 1857, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του tanzimat, επιβιώνοντας παρασκηνιακά μέχρι το 1909 ως bedeli askeri, ένας τακτικός φόρος ως χρηματικό αντίτιμο για την απαλλαγή από τη στράτευση.

Οι τζιμμήδες οργανώνονταν σε ημι-αυτοδιοικούμενες, θρησκευτικά οριζόμενες κοινότητες που ονομάζονταν “μιλλέτ”, μέσα στις οποίες οργανώνονταν διοικητικά. Η διακυβέρνηση της Ο.Α., επομένως, ήταν έμμεση, καθώς δεν ασκούνταν από τον ίδιο τον Σουλτάνο, αλλά από οικεία προς τους εκάστοτε κυριαρχούμενους σώματα, αποδίδοντας παράλληλα, φαινομενικά, έναν μικρό βαθμό δύναμης και δυνατότητες ενσωμάτωσης στους τζιμμήδες. Αρχικά, από το 1453, υπήρχαν τρία μιλλέτ, το ορθόδοξο (Rum), το αρμένικο (Ermeni) και το Εβραϊκό (Yahudi). Αργότερα, πολλαπλασιάστηκαν με την προσθήκη του Προτεσταντικού, του Βουλγαρικού και του Συριακού. Διοικητές των μιλλετ ήταν οι μιλλετ-μπασίδες, askeri, που απολάμβαναν ιδιαίτερα προνομία.

Οι κοινότητες των μη μουσουλμάνων υφίσταντο σημαντικές διακρίσεις και ανισότητες. Αρχικά, απαγορευόταν η ανέγερση νέων ναών χωρίς την άδεια του kadi, με τη διαδικασία να είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα και διεφθαρμένη, όπως και η οπλοφορία και η ίππευση. Ακόμη, απαγορευόταν η ένδυση με το ιερό πράσινο χρώμα του Ισλάμ και με πολυτελή ρούχα, στο πλαίσιο ενός άτυπου ενδυματολογικού κώδικα, που ήθελε τους Μουσουλμάνους με λευκά, τους Χριστιανούς με μπλε και τους Εβραίους με κίτρινο. Ακόμη, οι υποθέσεις ποινικού δικαίου εκδικάζονταν από τον kadi, ενώ, υπενθυμίζοντας πως οι μη μουσουλμάνοι ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, οι μαρτυρίες στο δικαστήριο έπρεπε να προέλθουν από κάποιον πιστό του Ισλάμ και όχι από αλλόθρησκο (Χριστιανό) ή άπιστο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Lewis Bernard (2001), Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας (τόμος Α’), εκδ. Παπαζήση
  • Lewis Bernard (2002), Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας (τόμος Β’), εκδ. Παπαζήση
  • Shaw Stanford J. – Ezel Kural Shaw (1976), History of the Ottoman Empire and Modern Turkey: Volume 1, εκδ. Cambridge University Press
  • Shaw Stanford J. – Ezel Kural Shaw (1977), History of the Ottoman Empire and Modern Turkey: Volume 2, εκδ. Cambridge University Press
  • Sugar, Peter, (1994) Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, 1354 – 1804 (τόμος Α’), εκδ. Σμίλη
  • Sugar, Peter, (1994) Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, 1354 – 1804 (τόμος Β’), εκδ. Σμίλη

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Διονύσης Κονδάκης
Διονύσης Κονδάκης
Προπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του έχει επικεντρωθεί στην κοινωνική ιστορία και στη μελέτη της ανάπτυξης των ανθρώπινων νοοτροπιών και της οικονομίας από την Πρώιμη Νεότερη περίοδο μέχρι τη Μεταπολεμική.