Της Αλεξίας Κυριαζοπούλου,
Με την ανατροπή της μοναρχίας το 1910, οι Ρεπουμπλικάνοι της Πορτογαλίας προσδοκούσαν να οικοδομήσουν ένα μοντέρνο κοινοβουλευτικό καθεστώς, εμπνευσμένο από τα πρότυπα της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Ωστόσο, η νέα δημοκρατία δεν κατόρθωσε να σταθεροποιηθεί. Κατά την περίοδο 1910–1926, η Πορτογαλία γνώρισε 45 κυβερνήσεις, 8 προέδρους και πολλαπλά πραξικοπήματα ή αποτυχημένες απόπειρες πραξικοπημάτων.
Η πολιτική αστάθεια εντάθηκε από οικονομικά προβλήματα, κοινωνική αναταραχή και το κόστος συμμετοχής στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι λαϊκές τάξεις ένιωθαν προδομένες από την ανικανότητα των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια και την ανεργία. Ταυτόχρονα, οι ελίτ και οι στρατιωτικοί έβλεπαν με δυσπιστία τον κοινοβουλευτισμό, τον οποίο θεωρούσαν παράγοντα αποδιοργάνωσης.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο στρατός απέκτησε αυξημένη επιρροή, ιδιαίτερα μέσω του Συνδέσμου Ανώτερων Αξιωματικών. Πολλοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι θεωρούσαν καθήκον τους να «αποκαταστήσουν την εθνική αξιοπρέπεια». Μεταξύ αυτών, ξεχώριζε ο στρατηγός Μανουέλ ντε Ολιβέιρα Γκόμες ντα Κόστα, ήρωας του Μετώπου της Φλάνδρας. Από το 1925, είχαν ξεκινήσει διεργασίες για την ανατροπή της δημοκρατικής κυβέρνησης και οι σχεδιασμοί ενισχύθηκαν από τον εκλογικό νόμο του 1925, που έδινε ξανά τη νίκη στους Ρεπουμπλικάνους. Ορισμένες απόπειρες πραξικοπημάτων καταπνίγηκαν, αλλά το έδαφος είχε ωριμάσει.
Το πρωί της 28ης Μαΐου 1926, μονάδες υπό τον Μανουέλ Γκόμες ντα Κόστα ξεκίνησαν από την πόλη Μπράγκα και πορεύτηκαν προς τη Λισαβόνα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Μπερνάρντινο Ματσάντο, αρνήθηκε να διατάξει την αντίσταση. Μέχρι τις 31 Μαΐου, η πορεία είχε επιτύχει, η κυβέρνηση είχε παραιτηθεί και η εξουσία είχε περάσει σε μια «Επαναστατική Δικτατορία». Αρχικά, επικράτησε σχετική αταξία, ο Ζοζέ Μέντες Καμπέστας ανέλαβε την εξουσία, αλλά τον Ιούνιο αντικαταστάθηκε από τον ίδιο τον Γκόμες ντα Κόστα, ο οποίος με τη σειρά του ανατράπηκε τον Ιούλιο από τον στρατηγό Αντόνιο Όσκαρ ντε Καρμόνα.

Ο Καρμόνα παρέμεινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας μέχρι τον θάνατό του, το 1951. Αρχικά, η στρατιωτική κυβέρνηση διατηρούσε έναν προσωρινό χαρακτήρα, αλλά από το 1928 εισήλθε στο προσκήνιο μια προσωπικότητα που θα καθόριζε τη σύγχρονη πορτογαλική ιστορία, ο Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ. Ο Σαλαζάρ, καθηγητής οικονομικών και καθολικός συντηρητικός, ανέλαβε το Υπουργείο Οικονομικών το 1928 και επέβαλε αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Η αποτελεσματικότητά αυτή του χάρισε κύρος και τελικά, το 1932, έγινε Πρωθυπουργός. Ο Σαλαζάρ ίδρυσε το Estado Novo ή «Νέο Κράτος», ένα αυταρχικό καθεστώς εμπνευσμένο από το καθολικό κοινωνικό δόγμα και αντιφιλελεύθερες ιδεολογίες. Ο Σαλαζάρ επεδίωξε να δημιουργήσει μια κοινωνία χωρίς ταξικές συγκρούσεις, βασισμένη στην ιεραρχία, την πατρίδα, την οικογένεια και την πίστη. Το νέο σύνταγμα του 1933 όριζε την Πορτογαλία ως «δημοκρατία οργανική», όπου οι εκλεγμένοι θεσμοί δεν λειτουργούσαν ελεύθερα. Η λογοκρισία, η Αστυνομία Πολιτικής Εποπτείας (PIDE) και η καταστολή της αντιπολίτευσης χαρακτήρισαν το καθεστώς. Ενώ το κράτος απέφευγε τον μαζικό φασισμό, είχε κοινά σημεία με τα φασιστικά και εθνικοκαθολικά καθεστώτα της εποχής.
Το καθεστώς του Σαλαζάρ επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, κατορθώνοντας για δεκαετίες να ελέγχει τόσο τις εσωτερικές κοινωνικές αναταραχές, που εκδηλώνονταν κυρίως μέσα από απεργιακές κινητοποιήσεις, όσο και τις κατά καιρούς στρατιωτικές απόπειρες ανατροπής του, όπως για παράδειγμα το πραξικόπημα του 1947. Η σταθερότητα αυτή οφειλόταν κυρίως στην εξουδετέρωση των πολιτικών του αντιπάλων, οι οποίοι είτε φυλακίστηκαν, είτε εξορίστηκαν. Είναι ενδεικτικό ότι κατά τη διάρκεια της δικτατορικής περιόδου στην Πορτογαλία, συνελήφθησαν περίπου 30.000 άτομα, ενώ μόνο 50 εξ αυτών οδηγήθηκαν στην εκτέλεση για πολιτικούς λόγους. Η διεθνής θέση του καθεστώτος ενισχύθηκε περαιτέρω το 1949, όταν η Πορτογαλία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ.

Μεταξύ των σημαντικότερων θεσμικών προβλέψεων του Συντάγματος του 1933, ήταν η απαγόρευση της λειτουργίας ανεξάρτητων εργατικών σωματείων, η υιοθέτηση του κορπορατισμού ως βασικού συστήματος οργάνωσης της οικονομίας και η καθιέρωση μονοκομματικού συστήματος. Το μόνο νόμιμο πολιτικό κόμμα καθ’ όλη τη διάρκεια του καθεστώτος ήταν η «Εθνική Ένωση», την οποία καθοδηγούσε προσωπικά ο Σαλαζάρ. Το Σύνταγμα καθιέρωνε μια εκτελεστική εξουσία με δύο κεφαλές: τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως Αρχηγό του Κράτους και τον Πρωθυπουργό, ως επικεφαλής της κυβέρνησης. Παρά τη θεσμική πρόβλεψη αυτής της δυαρχίας, στην πράξη ο Πρόεδρος λειτουργούσε ως συμβολική μορφή, χωρίς αποφασιστικές αρμοδιότητες, ενώ ο Σαλαζάρ, ως Πρωθυπουργός, συγκέντρωνε στα χέρια του τη διακυβέρνηση της χώρας με αυστηρό έλεγχο και αυταρχικό τρόπο. Η εξουσία του διατηρήθηκε μέχρι το 1968, όταν, λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας, αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική σκηνή. Τη διακυβέρνηση ανέλαβε τότε ο Μαρσέλο Καετάνο, ο οποίος συνέχισε τη δικτατορική πολιτική γραμμή του προκατόχου του.
Το πραξικόπημα του 1926 αποτέλεσε τομή στην πολιτική ιστορία της Πορτογαλίας. Κατήργησε τον φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό και άνοιξε τον δρόμο για μια μακροχρόνια δικτατορία, που διήρκεσε έως το 1974. Ο Σαλαζαρικός αυταρχισμός σταθεροποίησε την Πορτογαλία για δεκαετίες, αλλά με τίμημα τον πολιτικό αυταρχισμό, την οικονομική στασιμότητα και την απομόνωση. Η ανατροπή του καθεστώτος ήρθε τελικά με την Επανάσταση των Γαρυφάλλων το 1974, ένα ειρηνικό στρατιωτικό κίνημα που επανέφερε τη δημοκρατία στην Πορτογαλία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Harman Chris (2024), Πορτογαλία 1974, Η επανάσταση των γαρυφάλλων,(μτφρ.-επιμ. Πίττας Κώστας), εκδ. Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο
- Gallagher Tom (1983), Portugal: A Twentieth Century Interpretation, εκδ. Manchester Univ Pr
- Wheeler D. L (1978), Republican Portugal: A Political History, 1910–1926, εκδ. University of Wisconsin Press
- Pinto A. C (2001), The Blue Shirts: Portuguese Fascists and the Estado Novo, εκδ. East European Monographs