Της Μαρίας Κουλούρη,
Οι ανθρώπινες σχέσεις δημιουργούνται απροσδόκητα. Σε κάποιες δύσκολες στιγμές θα έχουμε δίπλα μας ανθρώπους που ούτε φανταζόμασταν ότι θα έχουμε, κι έτσι μια δυνατή φιλία θα αναπτυχθεί και θα «γεμίσει» τη ζωή μας. Οι πρωταγωνίστριες του έργου Δε φοβάμαι τίποτα της Μπεατρίτσε Σαλβιόνι, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, αναπτύσσουν μια αλησμόνητη φιλία στην ταραγμένη πολιτική κατάσταση της Ιταλίας του 1936, υπό την κυριαρχία του φασισμού και της έμφυλης βίας.
Το βιβλίο υπογράφει η Ιταλίδα συγγραφέας Beatrice Salvioni. Γεννήθηκε το 1995 στη Μόντσα, ενώ σήμερα ζει στο Τορίνο. Αποφοίτησε από τη Scuola Holden του Αλεσσάντρο Μπαρίκκο, σπουδάζοντας δημιουργική γραφή, ενώ το 2021 τιμήθηκε με το Premio Calvino για το αφήγημα Il volo notturno delle lingue mozzate. Το έργο που αποτελεί το θέμα της παρούσας βιβλιοκριτικής, Δε φοβάμαι τίποτα (La Malnata, 2023), αποτελεί το πρώτο της μυθιστόρημα και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες, ενώ στην ελληνική του έκδοση κυκλοφορεί σε μετάφραση της Φωτεινής Ζερβού.

Το Δε φοβάμαι τίποτα αποτελείται από 4 μεγάλα μέρη, περικλείοντας 27 μικρότερα κεφάλαια, ενώ στην αρχή και στο τέλος περιλαμβάνονται πρόλογος και επίλογος αντίστοιχα. Κεντρικές ηρωίδες είναι δύο δωδεκάχρονα κορίτσια, η Φραντσέσκα και η Μανταλένα. Η πρώτη είναι κόρη μιας ευκατάστατης οικογένειας, ενώ η δεύτερη έχει λαϊκή καταγωγή, γεγονός που δημιουργεί εντάσεις ανάμεσα στη Φραντσέσκα και την οικογένειά της, η οποία δεν βλέπει με καλό μάτι τη φιλία τους και προσπαθεί με κάθε τρόπο να την αποτρέψει από το να κάνει παρέα με τη Μανταλένα, που συχνά περιφρονητικά αποκαλείται και «Μαλνάτα», δηλαδή «κακότυχη». Ωστόσο, στην αρχή η Φραντσέσκα φαίνεται να ζηλεύει τη Μανταλένα, παρόλο που η ίδια έχει σχεδόν τα πάντα, όμως με τον καιρό «δένεται» αληθινά μαζί της. Ο δυναμισμός και η γενναιότητα της Μανταλένα εμπνέει τη Φραντσέσκα, η οποία στο πρόσωπο της πρώτης βρίσκει αυτά τα δύο στοιχεία που έλειπαν από τον υπάκουο χαρακτήρα της ίδιας.
Η υπόθεση του βιβλίου, λοιπόν, ξεδιπλώνεται μπροστά μας εξ αρχής· από τον πρόλογο κιόλας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια απόπειρα βιασμού. Βλέπουμε τη Φραντσέσκα ξαπλωμένη και μισόγυμνη στη λασπωμένη όχθη του ποταμού Λάμπρο, με το άψυχο σώμα ενός νεκρού άντρα να πιέζει το κορμί της και τα αίματά του να ρέουν πάνω της. «Ήθελα μόνο να σταματήσει» είπε η Μανταλένα και αμέσως αντιλαμβανόμαστε τον τρόπο με τον οποίο το δωδεκάχρονο κορίτσι απέτρεψε τον βιασμό της φίλης της. Από εκεί και έπειτα παρακολουθούμε τις προσπάθειες των δύο κοριτσιών να «ξεφορτωθούν» το πτώμα, με την παραστατική περιγραφή της σκηνής να είναι αξιοπρόσεκτη και να μας ωθεί στο να νιώθουμε πως κι εμείς επιδιώκουμε να συμβάλλουμε στις προσπάθειες των κοριτσιών, παρά το γεγονός ότι μόλις έχει διαπραχθεί ένα έγκλημα —έστω και αν απέτρεψε να πραγματοποιηθεί ένα άλλο. Στη συνέχεια, η αφήγηση γίνεται αναδρομική και περιγράφεται η πορεία της φιλίας των κοριτσιών, μέχρι τη στιγμή στο ποτάμι.
Η αισθητική αξία του Δε φοβάμαι τίποτα είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Εξίσου αξιοσημείωτος είναι και ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας θίγει την «πάλη» των γυναικών με τις αντιφεμινιστικές αντιλήψεις των φασιστικών καθεστώτων μέσα από τις δύο πρωταγωνίστριες, δηλαδή την «υπάκουη» Φραντσέσκα και την «επαναστάτρια» και ατρόμητη Μανταλένα. Ο χαρακτηρισμός της Μανταλένα ως «Μαλνάτα» δεν είναι τυχαίος, καθώς περικλείει τη συμπεριφορά μιας πατριαρχικής κοινωνίας απέναντι σε ένα κορίτσι που αντιτίθεται και διεκδικεί την ελευθερία της, θεωρώντας τη ακόμα και μάγισσα. Η ανάδειξη, επομένως, της γυναικείας χειραφέτησης και φιλίας είναι διάχυτη σε όλο το κείμενο, έχοντας ως σκηνικό τη φασιστική Ιταλία του Μεσοπολέμου.